Δεν είμαστε όλες εδώ.
Δεν είμαστε όλες εδώ. Λείπουν οι δολοφονημένες.
Η φράση που ακούστηκε περισσότερο από καμία άλλη φέτος. Ενωμένες φωνές ανθρώπων που γεμάτοι αγανάκτηση ξεχυθήκαν στους δρόμους, φωνάζοντας για τα αυτονόητα. Καμία άλλη δολοφονημένη.
Κι όμως, άλλη μια είδηση που ήρθε να μας συνθλίψει. Άλλη μια γυναικοκτονία. Άλλος ένας άνδρας που δολοφόνησε τη σύντροφό του. Είπε ότι ήταν η κακιά στιγμή. Όχι. Δεν ήταν η κακιά η στιγμή. Είναι η κανονικότητα της πατριαρχίας.
Τα περιστατικά έμφυλης βίας αποτελούν πλέον την καθημερινότητά μας. Οι περιπτώσεις γυναικοκτονίας έρχονται στο φως και μας δημιουργούν θλίψη, πόνο και μια έντονη επιθυμία για αλλαγή.
Και ενώ η ανάγκη για νομική αναγνώριση του όρου και αποδοχή της γυναικοκτονίας ως ιδιαίτερης μορφής ανθρωποκτονία είναι πιο σημαντική από ποτέ, κάποιοι δύσπιστοι, ακόμη εκφράζουν την σφοδρή τους άρνηση.
Ο αντίλογος είναι σε κάθε περίπτωση πάντα ο ίδιος : «Δεν είναι γυναικοκτονία, είναι ανθρωποκτονία. Γιατί οι γυναίκες να έχουν ειδική μεταχείριση; Δεν σκοτώνουν μόνο οι άνδρες, αλλά και οι γυναίκες‧ γιατί δε μιλάτε και για εκείνα τα περιστατικά; Δεν είναι κοινωνικό φαινόμενο. Δεν έχει σχέση η πατριαρχία. Γιατί μιλάτε χωρίς να ξέρετε τις πραγματικές αιτίες και συνθήκες; Αφού υπήρχε ψυχική ασθένεια.»
Και επιστρέφουμε ξανά και ξανά, αποδομώντας τον ανούσιο αυτόν αντίλογο. Προσπαθώντας να εξηγήσουμε για ποιο λόγο χρησιμοποιούμε τον όρο γυναικοκτονία σε ανθρώπους που δε θέλουν να δουν την πραγματικότητα.
Ο όρος γυναικοκτονία δεν είναι υποδεέστερος της ανθρωποκτονίας, αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή της με συγκεκριμένα αίτια. Με αυτόν τον όρο θέλουμε να αναδείξουμε τις έμφυλες ανισότητες, να τονίσουμε την κοινωνική συνθήκη, την ένταση και την αιτία του φαινομένου.
Μια γυναίκα δολοφονείται ακριβώς επειδή είναι γυναίκα.
Στην πατριαρχική κοινωνία που ζούμε, οι σχέσεις εξουσίας που θέλουν σε κυρίαρχο ρόλο τον άνδρα και τη γυναίκα υπάκουη, δίνουν στον άνδρα την ελευθερία να ασκεί έλεγχο και βία σε μια σχέση.
Και φυσικά δεν «τσουβαλιάζουμε». Προφανώς δεν είναι όλοι οι άνδρες έτσι. Αλλά μιλάμε πάντα για ένα σύστημα, το πατριαρχικό, όπου κάποιος έχει την προνομιακή θέση και κάποιος άλλος καταπιέζεται. Δεν είναι λογικό να μιλάμε περισσότερο για αυτούς που υφίστανται την καταπίεση;
Βέβαια, ποτέ κανένας δεν αρνήθηκε την ύπαρξη εγκλημάτων κατά των αντρών από γυναίκες. Αλλά το φαινόμενο αυτό συμβαίνει σε πολύ μικρότερο βαθμό. Συνήθως το επιχείρημα αυτό χρησιμοποιείται από άνδρες, οι οποίοι αρνούνται να δουν την πραγματική διάσταση της γυναικοκτονίας και ξεχνούν ότι στο πατριαρχικό σύστημα βρίσκονται στην προνομιακή θέση.
Παράλληλα, σε κάθε τέτοια περίπτωση εμφανίζονται οι πρώτοι καλοθελητές προσπαθώντας να δικαιολογήσουν το γυναικοκτόνο, έχοντας πάντα στο πλευρό τους την υποστήριξη των ΜΜΕ.
Οι δικαιολογίες που έχουμε ακούσει κατά καιρούς στο ερώτημα γιατί ο γυναικοκτόνος σκότωσε τη γυναίκα του, δικαιολογίες όπως «ήταν η κακιά στιγμή», «δεν κατάλαβε πώς έγινε», «τον απειλούσε ότι θα φύγει», «δεν ήταν στα καλά του, ήταν ψυχικά διαταραγμένος» φαίνονται ανόητες.
Δε πρέπει να χρησιμοποιούμε ανούσιες δικαιολογίες ως αιτίες της γυναικοκτονίας, κλείνοντας τα μάτια μας μπροστά στην πραγματική αιτία.
Όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί προσπαθούν να μας αποστασιοποιήσουν από την αιτία του φαινόμενου και την τεράστια σημασία που έχει η αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία».
Λες και τους ενοχλεί ο όρος «γυναικοκτονία» περισσότερο και από το ίδιο το γεγονός.
Η αλήθεια είναι ότι ο όρος γυναικοκτονία (femicide) είναι υπαρκτός και έρχεται από παλιά. Δεν είναι αποκύημα της φαντασίας φεμινιστικών ομάδων που έχουν ως σκοπό να τραβήξουν την προσοχή.
Το 1976 η φεμινίστρια συγγραφέας, ακτιβίστρια και εγκληματολόγος Νταϊάνα Ράσελ (Diana E. H. Russel) κατέγραψε τον όρο, ορίζοντας την ως τη «δολοφονία γυναικών από άνδρες επειδή είναι γυναίκες».
Επίσης, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας «γυναικοκτονία είναι η ανθρωποκτονία από πρόθεση γυναικών επειδή είναι γυναίκες. Η γυναικοκτονία συνήθως διαπράττεται από άνδρες, αλλά κάποιες φορές συνεργούν και γυναίκες, συνήθως μέλη της ίδιας οικογένειας. Οι περισσότερες περιπτώσεις γυναικοκτονίας διαπράττονται από τους συντρόφους ή πρώην συντρόφους και περιλαμβάνουν συνήθως μακρόχρονη κακοποιητική συμπεριφορά, απειλές, εκφοβισμό ή/και σεξουαλική κακοποίηση, όπως και καταστάσεις όπου η γυναίκα βρίσκεται σε θέση φυσιολογικής ή/και οικονομικής αδυναμίας σε σχέση με αυτούς».
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχουν αναγνωρίσει τη γυναικοκτονία ως την πλέον ακραία μορφή βίας κατά των γυναικών.
Σύμφωνα με την έρευνα «Global study on homicide: Gender-related killing of women and girls» (2019) που διεξήχθη από το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών Για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC), το έτος 2017 διαπράχθηκαν 87.000 δολοφονίες γυναικών παγκοσμίως, στο 58% των οποίων ο δράστης ήταν πρώην ή νυν σύζυγος/σύντροφος ή μέλος της οικογένειας. Αυτό σε αριθμούς ημερήσιας συχνότητας σημαίνει ότι 137 γυναίκες κάθε μέρα δολοφονούνται από ένα μέλος της οικογένειάς τους.
Για αυτό η νομική αναγνώριση του όρου πρέπει να γίνει, καθώς οι γυναίκες λόγω της συστηματικής έμφυλης βίας που υφίστανται χρειάζονται ειδική νομική προστασία.
Πρέπει να κατανοήσουμε την σπουδαιότητα και την πολυπλοκότητα αυτού του κοινωνικού φαινομένου.
Ένα φαινόμενο που είναι υπαρκτό. Ένα κοινωνικό φαινόμενο που χρήζει την προσοχή μας.
Η πατριαρχική κοινωνία, στην οποία ζούμε «ζέχνει αντρίλα» και εμείς μετράμε θύματα. Έως πότε;
Στις πόσες ακόμη ξυπνάει μια κοινωνία; Πόσες οικογένειες ακόμη θα θρηνήσουν τις κόρες τους, επειδή ήταν η κακιά στιγμή;
Άραγε, έχετε αναρωτηθεί ποτέ, για μια μόνο στιγμή, πως αισθάνεται μια γυναίκα που ζει σε αυτή την κοινωνία;
Γεωργία Μακρή
ΠΗΓΕΣ:
https://apps.who.int/iris/handle/10665/77421
https://wwwnodc.org/documents/data-and-analysis/gsh/Booklet_5.pdf