Ήθελα καιρό τώρα να δημιουργήσω ένα αφιέρωμα με δείγματα γραφής από διάφορους αγαπημένους και αγαπημένες συγγραφείς των οποίων τα έργα διαβάζω, διάβασα μέσα στην προηγούμενη χρονιά ή και λίγο πιο πριν. Μπουκιές γραφής με διαφορετικές γεύσεις για να δοκιμάσετε και που σίγουρα θα σας εξάψουν το ενδιαφέρον. ~Γεωργία Τσουκαλοχωρίτη
Μαριάννα
Ο γιατρός τής είπε: «Πρέπει να δείξετε υπομονή». Της είπε ακόμα: «Κάνουμε όλες τις εξετάσεις που χρειάζεται για να δούμε το μέγεθος της βλάβης». Δεν άκουσε που της είπε: «Ενδέχεται να μην ξυπνήσει ποτέ. Θα πρέπει να προετοιμάζετε τον εαυτό σας και γι’ αυτή την περίπτωση». Του Γεράσιμου του άρεσε πάντα να κοιμάται πολύ. Έπεφτε ξέπνοος σε μια ροή χρόνου ολότελα δικής του κατασκευής. Το ξυπνητήρι δίπλα του μουρμούριζε σαν μύγα που παγιδεύτηκε κάτω από το ποτήρι, αλλά εκείνος δεν αποφάσιζε ποτέ να το σηκώσει και να την ελευθερώσει. Βούιζε, βούιζε.
Εξαντλούσε τις πιθανότητες, έπαιζε με την ιδέα ενός ατέλειωτου ύπνου. Πάνω από το κεφάλι του πετούσαν οι σβησμένες σπίθες της ζωής του. Η γερμένη απαλή μάζα του σώματός του έδειχνε ξένη, απρόσιτη. Η στενή, αλύγιστη πλάτη του έμοιαζε να είναι φτιαγμένη από ξύλο. Η Μαριάννα πήγαινε κοντά του χτυπώντας επιδεικτικά τα πόδια της στο παρκέ του υπνοδωματίου τους, μήπως και κατάφερνε να τον επαναφέρει, έστω και βίαια, στο σπίτι, στο δωμάτιο, στο κοινό τους κρεβάτι, στην κοινή τους καθημερινότητα, σε ένα τώρα που μπορούσε να αγγίξει με τα χέρια της. Δεν γυρνούσε καν πλευρό. Έμενε ασάλευτος· μια κέρινη μάσκα άπνοιας. Η μάνα του, η πεθερά της, την είχε προειδοποιήσει: «Αν καταφέρεις να σηκώσεις τον Γεράσιμο από το κρεβάτι, θα ζήσετε ευτυχισμένοι».
Δεν τα κατάφερε ποτέ.
Διονύσης Μαρίνος, απόσπασμα από το βιβλίο “Μπλε ήλιος”, εκδ. Μεταίχμιο, 2021
Νούμερο 22
Όλα καθαρά και τακτοποιημένα. Ειδικά εκεί στη βεράντα, τα φυτά, τα έπιπλα του κήπου, τα δέντρα και το γιασεμί. Αυτή η μυρωδιά του γιασεμιού έχει χαραχτεί στο μυαλό μου από τότε που ήμουν μικρή, όταν περνούσα έξω από το σπίτι στην οδό Καρπασίας, νούμερο 22. Κάτω από το γιασεμί τον βρήκαν σκοτωμένο το γιό της. Αυτοκτόνησε με το κυνηγετικό του πατέρα, που δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. Ένας από τους αγνοούμενους της εισβολής.
Η μάνα του τον μεγάλωσε μόνη της μετά τον πόλεμο. Τον βρήκαν οι γείτονες, γιατί αυτή ήταν στη δουλειά. Όταν την ειδοποίησαν για το κακό, έτρεξε σπίτι και τον είδε σε μια λίμνη αίματος κάτω από το γιασεμί στο πλατύσκαλο. Θα ήταν με το ζόρι είκοσι δύο χρονών, φοιτητής ακόμα στην Αθήνα, και είχε γυρίσει στο πατρικό για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Κλειστός χαρακτήρας και θλιμμένος. Οι κουβέντες του λίγες. Έτσι έλεγε η μάνα μου στη γειτόνισσα.
“Το λάστιχο, το λάστιχο του νερού”, φώναζε αυτή όταν τον αντίκρισε. “Να καθαρίσουμε την αυλή από τα αίματα. Γεμίσαμε αίματα παντού”, φώναζε καθώς αγκάλιαζε το νεκρό σώμα του παιδιού της.
Το σπίτι με την κόκκινη πόρτα ήταν ένα από τα ομορφότερα των παιδικών μου χρόνων. Κλασσική ομορφιά. Πάντα καθαρό και τακτοποιημένο. Όλα στη θέση τους. Το κρατούσε ζωντανό και μετά τους νεκρούς της. Την κρατούσε ζωντανή ακόμη. Πέρασα χτες έξω από το σπίτι με το νούμερο 22. Καθαρά όλα και τακτοποιημένα. Φυτά, γλάστρες, έπιπλα κήπου. Κοντοστάθηκα να το θαυμάσω. Το γιασεμί ήταν ξερό.
Μαρία Τζιαούρη Χίλμερ, απόσπασμα από το βιβλίο “Γραμμή ανάμεσά μας”, εκδ. Ροδακιό, 2020
«Θέλω να γίνω ηθοποιός». Κατάπιε την τελευταία μπουκιά τυριού σχεδόν αμάσητη, πρέπει να του κόλλησε στον οισοφάγο γιατί άργησε λίγο να μιλήσει και όταν μίλησε τελικά η φωνή του βγήκε βραχνή. Της μάνας μου της είχε πέσει στο πάτωμα η κουτάλα που σερβίριζε τις φακές, τη μάζεψε και την άφησε στον νεροχύτη να την πλύνω, έπιασε ένα κουτάλι, του γέμισε το πιάτο, με κοίταζε στα μάτια σαν να μου έλεγε γιατί μας το έκανες αυτό, παιδάκι μου, έπειτα σκέφτηκε ότι έχει αργήσει πολύ να σερβίρει τον μπαμπά και τοποθέτησε κατευθείαν το πιάτο με τις ξεχειλισμένες φακές μπροστά του, κάποιες φύγανε και στο τραπεζομάντιλο, εξακολούθησε να στέκει σαστισμένη σαν να μην ήξερε τι να κάνει, κρατούσε στο χέρι της το κουτάλι και της έσταζαν ζουμιά στο πάτωμα και η αδερφή μου έμεινε να κοιτάζει μια τον μπαμπά και μια εμένα με στόμα μπουκωμένο από σαλάτα, γιατί τις φακές τις σιχαινόταν. «Θέλεις τι;» ήταν τελικά τα λόγια του.
Δεν επανέλαβα τη φράση μου, άλλωστε είχε ακούσει. Εκείνος όμως επανέλαβε τη δικιά του. «Τι είπες ότι θέλεις;» τσίριξε αυτή τη φορά. Κι εκεί που δεν το περίμενε κανείς, πήρε το πιάτο με τις φακές που κολυμπούσαν στο λάδι, στο κατσικίσιο τυρί και στο ψωμί και μου τις πέταξε στη μούρη. Το πιάτο δεν έσπασε ευτυχώς στο πρόσωπό μου αλλά όπως έπεσε στο πάτωμα βρήκε τη μαμά ένα θραύσμα στο πόδι, αλλά το έκανε φυσικά γαργάρα, γιατί ακολούθησαν κάτι ξανάστροφες και ένα υβρεολόγιο που δεν σε ξέπλενε ούτε ο Ιορδάνης ποταμός.
Μέσα στα αναφιλητά της μάνας μου και στα λόγια της «Μη το παιδί, σε παρακαλώ», καθώς τις έτρωγα και μου άνοιξε η μύτη, η αδερφή μου είχε σηκωθεί απ’ την καρέκλα της και έντρομη πήγε προς την πόρτα της κουζίνας για να πάρει αγκαλιά τη μικρή που ξύπνησε απ’ τον σαματά και ήρθε να δει τι γινόταν. Αφού τέλειωσε το ξυλοκόπημα, ο πατέρας πήγε στο χολ με το κρασί και το τυρί του, η Όλγα έβαλε τη μικρή να ξαπλώσει κι εγώ με τη μάνα μου μαζεύαμε τις φακές και τα αίματα απ’ το πάτωμα.
Στη Νομική Αθηνών πέρασα γιατί ο πατέρας δεν θα δεχόταν τίποτα λιγότερο για την κόρη του.
Τατιάνα Κίρχοφ , απόσπασμα από το βιβλίο «Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου», εκδόσεις Πόλις, 2020.