Ήθελα καιρό τώρα να δημιουργήσω ένα αφιέρωμα με δείγματα γραφής από διάφορους αγαπημένους και αγαπημένες συγγραφείς των οποίων τα έργα διαβάζω, διάβασα μέσα στην προηγούμενη χρονιά ή και λίγο πιο πριν. Μπουκιές γραφής με διαφορετικές γεύσεις για να δοκιμάσετε και που σίγουρα θα σας εξάψουν το ενδιαφέρον. ~Γεωργία Τσουκαλοχωρίτη
Μενέλαε, μικρέ μεγάλε μου αδερφέ. Γιατί χάθηκες; Γιατί έφυγες; Γιατί απαρνήθηκες το αίμα και τα χέρια μου; Γιατί εξόρισες το κοινό λαμπρό μας μέλλον; Γιατί γύρισες την πλάτη στο δέντρο που φύτρωσε σάπιο στον μικρό μας κήπο; Μαζί θα μπορούσαμε, λίγο από τη μια μεριά ο ένας λίγο από την άλλη ο δεύτερος, να δώσουμε κάπως το σχήμα που επιθυμούσαμε στον κόσμο. Αχ Μενέλαε, είδωλό μου ανεστραμμένο και διογκωμένο, γιατί;
Όμως όχι, δεν του κρατά κακία, πώς θα μπορούσε άλλωστε, ο Μενέλαος έκανε αυτό ακριβώς που έπρεπε να κάνει, πιστός στη διάνοια, στην ατομικότητα και στο ένστικτό του της επιβίωσης, χωρίς να (πρέπει να) λογαριάζει μάνα, πατέρα κι αδερφό – ποιος τον υποχρέωσε άλλωστε; Μακάρι κι ο Αλέξανδρος να είχε βρει το θάρρος και τη διορατικότητα εκεί λίγο πριν περάσουν την άρρητη μα τόσο χοντρή και τραχιά γραμμή των συνόρων να αφήσει το χέρι της μητέρας και να χαθεί στις χαράδρες και στα βάτα, μακάρι εκείνο το πρωινό λίγα χρόνια αργότερα που μάζεψε σε ένα μαντίλι μερικά κομμάτια ψωμί και τυρί μαζί με μια πρόχειρη αλλαξιά και το έσκασε από το σπίτι για όλη την ημέρα να μη λύγιζε από την πείνα, τον φόβο και το κρύο και να μην επέστρεφε ποτέ.
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, απόσπασμα από το βιβλίο “Χάθηκε βελόνι”, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021
…Άρχισα να τη δουλεύω στα χέρια μου σαν πλαστελίνη. Οι πόροι του δέρματός της άνοιγαν σαν στόματα, μου παραδίνονταν κι εγώ περνούσα τα δάχτυλά μου επάνω τους, πότε απαλά και πότε πιο έντονα. Έβλεπα, τότε, το δέρμα της ν’ ανασηκώνεται, να διπλώνει κι έπειτα να επανέρχεται στην αρχική του θέση. Πιο πολύ επέμεινα στη μέση της.
Έτσι ένιωθα πως την κατείχα, πως ήταν δική μου, γιατί ήξερα ότι, αν ποτέ εγώ είχα κορίτσι, έτσι ακριβώς θα την έπιανα, απ’ τη μέση, με τα δυο μου χέρια. Τη γύρισα απ’ τη μία κι απ’ την άλλη, έψαξα όλο το κορμί της και κατέγραψα: μια κόκκινη ελιά, ένα βαθούλωμα στο αριστερό της μπούτι, μια ολόλευκη ουλή στο μέσα μέρος της παλάμης της, δυο τρεις τρίχες στην περίμετρο της ρώγας στο αριστερό της στήθος, ένα απαλό, χιονάτο χνούδι στους μηρούς. Λαμπύριζε κάτω απ’ το φως του παραθύρου.
Σάλιωσα το δάχτυλό μου και της άνοιξα τα χείλη, πέρασα μπροστά και πίσω από τα δόντια της, τα μέτρησα ένα ένα, ολόλευκα, αστραφτερά, ίσια, όχι στραβά και άσχημα σαν τα δικά μου. Τα ούλα της ήταν ζεστά και σκούρα σαν φρέσκο τρυφερό κρέας. Μια παρέα περνούσε εκείνη την ώρα κάτω απ’ το παράθυρο. Της κάλυψα τ’ αυτιά, μην τύχει και ξυπνήσει κι αναστατωθεί. Ένας ελαφρύς αέρας έμπαινε και της ανάδευε τις αφέλειες. Κάθε λίγο τις διόρθωνα με το δάχτυλό μου. Το μέτωπο της Αλίκης ήταν δροσερό. Ακούμπησα τα χείλη μου επάνω του, όπως έκανε η μαμά.
«Δεν έχεις πυρετό», της ψιθύρισα και τη φίλησα λίγο πιο πάνω από το δεξί φρύδι…
Ούρσουλα Φωσκόλου, απόσπασμα από το βιβλίο “Η Παναγία των εντόμων”, εκδόσεις Κίχλη, 2020.
«Μα δεν τα διαβάσατε καν. Έτσι απορρίπτετε τα νέα χειρόγραφα;»
«Δεν πρόκειται να τα διαβάσω» είπα ξερά.
Το τρέμουλο στη φωνή του επανήλθε. Έσφιξε στα χέρια του τον φάκελο σαν να κρατάει κάτι τρομερά πολύτιμο, σαν να βρίσκεται μέσα του η πεμπτουσία του έρωτά του και μου είπε με βλέμμα τρελού, ότι αν ήθελα να αφήσει ήσυχη την κόρη μου, να μην της ξαναμιλήσει, να μην επικοινωνήσει ποτέ μαζί της και να εξαφανιστεί από τη ζωή της οριστικά, θα έπρεπε να του βγάλω την ποιητική του συλλογή. Και μάλιστα άμεσα. Μέσα στους επόμενους μήνες.
Πολύ συχνά είχα υποστεί σαν εκδότης συναισθηματικούς μικροεκβιασμούς από φίλους ή γνωστούς που ήθελαν να εκδώσουν τα γραπτά τους, αλλά η περίπτωση του καθηγητή ξεπερνούσε τα όρια.
Παρόλα αυτά, χωρίς να καταλαβαίνω ούτε ο ίδιος τι κάνω, άπλωσα το χέρι και πήρα τον φάκελο. Είχε αρχίσει ένα ψιλόβροχο και για να μην βραχεί το χαρτί το έβαλα κάτω από το μπουφάν μου, όπως ένα καγκουρό βάζει το μικρό του στον μάρσιπο. Το βλέμμα του καθηγητή έσταζε ευγνωμοσύνη και απελπισία. Δεν ήξερα τι να πω.
Φώτης Δούσος, απόσπασμα από το βιβλίο “Η λίστα του Λεπορέλο” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη, 2021
Και έρχεται η ώρα που ενώνονται τα σώματα. Μάνα και τέκνο γίνονται ένα ώστε να κατορθώσουν ν’ αποχωριστούν για πάντα. Μάνα και τέκνο αγκαλιάζονται, εισπνέουν το άρωμα του πρωτόλειου «εμείς», αγαλλιάζουν. Σφίγγονται τόσο που η ανάσα τους κόβεται, κλέβουν ο ένας το οξυγόνο του άλλου. Και ενώσω η σάρκα της μάνας παραμένει ακίνητη, ανίκητη, απόλυτα ευτυχισμένη, η σάρκα του τέκνου αρχίζει να πάλλεται, αναζητά τα επόμενα, ώσπου τραντάζεται, λαχταρά, σπαρταρά. Τότε, η μάνα φιλάει το μέτωπο, οργώνει τους ώμους, εναποθέτει επάνω στη δεξιά κορυφή ένα μακρόσυρτο μελωμένο φιλί, ξεστομίζει ένα πανάρχαιο ξόρκι, αρχινά η μεταμόρφωση.
Στη συνέχεια, η μάνα διστάζει. Αγκαλιάζει το τέκνο ξανά. Μελετάει να κόψει το φτερό που φυτρώνει. Αφουγκράζεται τον πόθο του τέκνου να ανακαλύψει τι υπάρχει μετά, τι χρώμα έχουν τα μπαλόνια που χαϊδεύουν το ταβάνι απαλά, ποια απόχρωση υπερισχύει στον ουρανό τώρα δα… Η μάνα δακρύζει. Εναποθέτει με κόπο ένα μακρόσυρτο μελωμένο φιλί και στον δεύτερο ώμο ψελλίζει το ξόρκι, συνεχίζει η μεταμόρφωση. Το τέκνο χαμογελάει, κουνάει τα ολόγιομα νέα φτερά και πετάει. Ελευθερία είναι να σπας τα δεσμά του φόβου, του όρκου, του λόχου, της τύφλωσης. Ελευθερία είναι να βαδίζεις, να ισορροπείς και ύστερα, να τρέχεις κατά όπου σε βγάλει, να θωπεύεις ό,τι μαγνητίζει τα χέρια σου, να καταπίνεις το αλκοόλ που γδέρνει το μέσα σου, να γεύεσαι το έδεσμα που δεν σε μεγαλώνει καλά, να βλέπεις, να βλέπεις, να βλέπεις…
Τζούλια Γκανάσου, απόσπασμα από το βιβλίο “Γόνιμες μέρες”, εκδόσεις Γκοβόστη, 2021