Δείγματα Γραφής | Πεζογραφία Μέρος ΙV

Δείγματα Γραφής

Ήθελα καιρό τώρα να δημιουργήσω ένα αφιέρωμα με δείγματα γραφής από διάφορους αγαπημένους και αγαπημένες συγγραφείς των οποίων τα έργα διαβάζω, διάβασα μέσα στην προηγούμενη χρονιά ή και λίγο πιο πριν. Μπουκιές γραφής με διαφορετικές γεύσεις για να δοκιμάσετε και που σίγουρα θα σας εξάψουν το ενδιαφέρον. ~Γεωργία Τσουκαλοχωρίτη

Κανείς δεν στάθηκε στους γείτονές του, στα έρημα παιδιά που μεγάλωσαν μαζί και μοιράστηκαν το ίδιο κολατσιό στα παιχνίδια, στους φίλους που αντάλλασσαν τα μυστικά για τους εφηβικούς τους έρωτες, στους ανθρώπους με τους οποίους ομοτράπεζοι μοιράστηκαν χαρές και λύπες, πλούσια και φτωχικά μερόνυχτα. Κανένας δεν βοήθησε. Τους παρακολουθούσαν μόνο, βουβά, κρυμμένοι πίσω απ’ τις γρίλιες και τις βαριές αδιάφανες κουρτίνες, να τους τραβούν όπως τραβάει ο νευρικός αγωγιάτης τα βόδια του και να τους παίρνουν μακριά. Δεν ειδωθήκαν ποτέ ξανά. Ρώτησαν να μάθουν την τύχη τους, η Φρόσω τουλάχιστον, ρωτούσε, όταν συνήλθε από το πρώτο σοκ ρωτούσε όπου έβρισκε κι όπου μπορούσε, όπου την έπαιρνε να ρωτήσει χωρίς τον φόβο να έχει επιπτώσεις η αναζήτησή της, μα απάντηση δεν έπαιρνε. Όλοι σήκωναν τα χέρια ψηλά, κανείς δεν ήξερε τί απέγιναν αυτές οι τέσσερις ψυχές, τα στόματα ακόμα και αυτών που κάτι φαίνονταν να έχουν μάθει, κρατιόνταν ερμητικά κλειστά. Μόνο ένας άνθρωπος μια φορά, χρόνια μετά, ένας πελάτης στο φαρμακείο της γωνίας που τον συναντούσε για πρώτη φορά, όταν πρόφερε το εβραϊκό του όνομα δίνοντας μια παραγγελία, κι από τη Φρόσω ξεχύθηκε η κακή ανάμνηση εκείνης της βραδιάς, τη μοιράστηκε μαζί του δίχως σκέψη, με πόνο αληθινό, πόνο ψυχής, της είπε ‘πάνε αυτοί τώρα, κλάφ’ τους και ξέχασέ τους, είναι από καιρό πεθαμένοι στα στρατόπεδα του Χίτλερ’. Τότε μονάχα η Φρόσω μπόρεσε να συνειδητοποιήσει την τύχη που είχαν οι άνθρωποί της, κι έπεσε στο κρεβάτι για μέρες, άρρωστη βαριά.

 

Λία Νικολάου, αδημοσίευτο απόσπασμα, το πιο πρόσφατο βιβλίο της “Να μ’ αγαπάς” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, 2020.

 

Ελεύθερη βούληση

Κάθισε στη σκιά ενός άρρωστου δέντρου και έπεσαν στο κεφάλι της τρεις κάμπιες, πού να τις ξεχωρίσεις μετά μες στο πυκνό μαλλί και να τις επιστρέψεις αβλαβείς στην οικία τους. Αποδέχτηκε τις νέες φίλες, χωρίς να υποψιάζεται πως σε λίγο όλα τα μαλλιά της θα γίνουν πράσινες κάμπιες. Έτσι όπως άρχισε να μοιάζει με τη Μέδουσα, άλλοι την κοιτάνε με απέχθεια και άλλοι εκστασιασμένοι. Ο χαρακτήρας της δεν άλλαξε, χαμογελάει σε όλους. Οι συνήθειές της άλλαξαν: Δε χτενίζεται, να μην πληγώσει τις κάμπιες. Λούζεται τακτικά, γιατί διψάνε. Πάει συνέχεια στο δάσος, τους αρέσει. Τώρα, τι κάνει όντως γι’ αυτές και τι για την ίδια, δεν ξέρει να πει. Θα της άρεσε να μπορούσε να νιώσει τις κάμπιες σαν μέρος του είναι της, ένα με το σώμα της, δικό της μέλος, αλλά πού και πού της περνάει απ’ το μυαλό πως τις κάμπιες τις έστειλε ο εχθρός, ακριβώς για να την κάνει να πάει στο δάσος.

Αυτό θα τ’ άλλαζε όλα.

 

Το μικρο-διήγημα αντλείται από ένα βιβλίο που γράφει η Γιώτα Τεμπρίδου με τον ΧρήστοΚολτσίδα και  θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες, το πιο πρόσφατο βιβλίο της “Τα ιογενή”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2020.

 

Cactus Belli

Δυο κάκτοι.

Μια γλάστρα.

Δυο κάκτοι μεγαλώνουν δίπλα-δίπλα σε μια γλάστρα, κλίνοντας ο ένας δεξιά κι ο άλλος αριστερά. Δυο κάκτοι. Τρέφονται από την ίδια ρίζα. Όσο κι αν μεταβάλλεται το περιβάλλον τους παραμένουν κάκτοι. Κι η γλάστρα γλάστρα. Όσο αντέχει. Όσο μπορεί. Δυο κάκτοι ερωτευμένοι. Οικειοθελώς. Όσο αντέχουν. Όσο μπορούν. Κι αγκάθια. Μυτερά μικροσκοπικά αγκάθια. Αμύνονται ενάντια στο πυκνό νέφος πίσσας και νικοτίνης, ενάντια στην επικίνδυνη συρρίκνωση της γλάστρας, ενάντια σε κουτσουλιές, ενάντια σε τοξικά, ενάντια στον ήχο τρυπανιών, καρακαξών και ανεξέλεγκτων ραδιοφώνων. Δυο κάκτοι καταδικασμένοι. Να μην αγκαλιαστούν ποτέ. Για ευνόητους λόγους. Μεγαλώνουν αργά προς τα πάνω. Θέλουν να φτάσουν κάτι. Τη λάμπα με τα τσουρουφλισμένα μυγάκια; Τη ρυτιδιασμένη μπογιά της βεράντας; Την Αριζόνα; Τη Σαχάρα; Τα χείλη του Θεού; Τα χείλη του γκρεμού; Μια γλάστρα. Μια γλάστρα. Χωρίς αυτήν οι δυο κάκτοι δε θα είχαν την παραμικρή πιθανότητα επιβίωσης. Μια αγάπη πλατωνική. Ένας πόλεμος εσωστρεφής. Χώρος λιγοστός. Ανεβαίνουν κι άλλο. Λεπταίνουν. Κάποια στιγμή μπορεί να μεταμορφωθούν σε οδοντογλυφίδες. Κανένας κάκτος δεν το θέλει αυτό. Χίλιες φορές καλύτερα η επικίνδυνη περιέργεια ενός παιδιού ή μια παραλίγο θανατηφόρα νεροποντή. Δυο κάκτοι βρικόλακες. Φοβούνται το νερό, όπως πια φοβούνται τα ίδια τους τ' αγκάθια. Κι η γλάστρα φοβάται. Το υπερβολικό τους βάρος. Το σώμα που γέρνει. Την ενοχλητική αίσθηση μιας τετελεσμένης σχέσης. Κι αν είναι κανείς τυχερός, να δει μετά από χρόνια το θάνατο ενός κάκτου, θα δει μια γλάστρα να χάνει την ισορροπία της και να σπάει σε κομμάτια. Χώμα και ρίζες να πέφτουν πάνω και κάτω απ’ το τραπέζι. Δυο κάκτους – σιαμαίους – σε οριζόντια θέση. Και μια αγκαλιά. Μια αιχμηρή αγκαλιά να τους λυτρώνει.

Μαρία Α. Ιωάννου, απόσπασμα από τη συλλογή διηγημάτων Καζάνι, εκδόσεις Νεφέλη, 2015.