Δεκαπενταύγουστος *
Πράξη Πρώτη: Μικρή Οικογενειακή και Προσωπική Βικιπαιδεία
Flash Back
(Κάποιο καλοκαίρι στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Κι έπειτα, κι άλλα πολλά, στο ίδιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο…)
Δεκαπενταύγουστος. Η Κοίμησις της Θεοτόκου, για τους περισσότερους μέρα σημαντική· γιορτάζεται με λαμπρότητα, ταπεινότητα και προσμονή για όσα πρεσβεύει συμβολικά ο κύκλος της ζωής, του θανάτου και της ανάστασης. Τουλάχιστον για εκείνους που πιστεύουν σε όλα αυτά. Σε αντίθεση με την οικογένειά μου, η σχέση μου με τις χριστιανικές παραδόσεις (και τις παραδόσεις γενικά) είναι οριακά υπαρκτή και, σε μεγάλο βαθμό, υφίσταται από συνήθεια μόνο. Τηρώ αποστάσεις ασφαλείας. Αρκετά συχνά -και χωρίς να εξαιρώ τον εαυτό μου από την κρίση του οποιουδήποτε ως προς αυτό- αναρωτιέμαι πόση υποκρισία ενδέχεται να κρύβεται πίσω από το θεαθήναι.
Πόσοι από αυτούς, που το πρωί φιλάνε το τροφαντό χέρι του παπά της ενορίας ζητώντας την ευχή του, σταυροκοπιούνται ωρυόμενοι και γεμίζουν τα μανουάλια με κεριά, τα βράδια γυρνάνε τύφλα στο μεθύσι, κλωτσάνε αδέσποτα, καίνε δάση, θέλουν το κακό του γείτονα, χλευάζουν οτιδήποτε το διαφορετικό, προπηλακίζουν ομοφυλόφιλους, σιωπούν μπροστά στη δυστυχία του διπλανού, υπεξαιρούν χρήματα από το ταμείο της επιχείρησης, βασανίζουν κρατούμενους, χτυπούν συνταξιούχους σε πορείες διαμαρτυρίας, ξυλοφορτώνουν το παιδί τους, κακοποιούν τη γυναίκα τους, ξενοκοιμούνται, παρενοχλούν συναδέλφους, σκοτώνουν τους γονείς τους, βιάζουν ανήλικα, καταριούνται τους ξένους για όλα τα δεινά μας ή σκέφτονται πόσο πολύ μας χρειάζεται μια χούντα γιατί “Με τον Παπαδόπουλο έγιναν έργα, κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά και φάγαμε ψωμί”. Κάτι μου λέει, πως όλοι αυτοί οι ξιπασμένοι είναι πολύ περισσότεροι από ό,τι νομίζουμε. Επικίνδυνα περισσότεροι…
Κάποιες φορές, νιώθω ότι πλησιάζει η ώρα που θα με αφορίσουν μια και καλή για την καχυποψία μου και τις αιρετικές θέσεις που έχω απέναντι στο απυρόβλητο της Αγίας Ελληνικής Οικογένειας. Κυρίως, όμως, για τον τρόπο ζωής μου, που παρεκκλίνει σταθερά από τον κοινώς εγκεκριμένο “ευλογημένο” δρόμο. Αυτή τη συγκεκριμένη μέρα, ωστόσο, τη σέβομαι συνειδητά και ηθελημένα. Και την τιμούμε διπλά στη δική μου οικογένεια. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου και τα καλοκαίρια μου στο νησί, αυτή η μέρα ήταν ανέκαθεν σημαντική. Ακόμη και για μένα, το απολωλώς αντιστασιακό πρόβατο (το οποίο η γιαγιά συνηθίζει χαριτολογώντας να αποκαλεί “σουφραζέτα”), αν και όχι για τους ίδιους λόγους με τους υπόλοιπους. Όχι, όχι. Σε καμία περίπτωση για τους ίδιους λόγους.
Σκηνή πρώτη
Δεκαπενταύγουστος. Ο ήλιος καίει από νωρίς. Σήμερα θα φτάσουμε τους 45 βαθμούς υπό σκιάν, θα έχει υψηλά ποσοστά υγρασίας και άπνοια. Τα τζιτζίκια κρώζουν σαν επτανησιακή χορωδία από τις έξι τα χαράματα και η γη, φρεσκοποτισμένη από το αυτόματο σύστημα της γεώτρησης, μυρίζει Μεσόγειο. Έχω φτιάξει παραδοσιακό “ελληνικό” πρωινό (φραπόγαλο με παγάκια μέχρι το χείλος του ποτηριού) και κάνω τσιγάρο στα κρυφά μέσα στον κήπο, κάτω από τα δέντρα. Στέκομαι σχεδόν ακίνητη, σαν να φυλάω σκοπιά, κι ακούω διαρκώς ένα “ΑΛΤ! Τις ει;” να στριφογυρίζει στο κεφάλι μου κάθε φορά που παρατηρώ οποιονδήποτε να κινείται απειλητικά στον μικρό μου ορίζοντα. Κάθομαι στο αγαπημένο μου “τυφλό” σημείο, δίπλα από τον δυόσμο και πίσω από τον χοντρό κορμό της πορτοκαλιάς, που κρύβει την οπτική επαφή με τη τζαμαρία της κουζίνας.
Τον ξέρω καλά αυτόν τον κήπο, σπιθαμή προς σπιθαμή. Έτσι κι αλλιώς, τα καλοκαίρια μου τα μοιράζω μεταξύ εσωτερικού του σπιτιού και αυλής. Τα απογεύματα αράζω στην ίδια γωνίτσα με τα βιβλία μου, γιατί έχει σκιά και ησυχία. Φέτος διαβάζω Ποινική Δικονομία, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο που χρωστάω, Κάφκα, Έσσε, Γουάιλντ, Μπάροουζ και -για πολλοστή φορά- Σεφέρη και Σύλβια Πλαθ, για έμπνευση. Μάλιστα, συχνά γράφω κι η ίδια κάτι σαν ποίηση, εκεί κάτω από τα δέντρα. Εν πάση περιπτώσει, καλοκαίρι χωρίς τον κήπο δε γίνεται. Το ίδιο ισχύει και για την ποίηση. Το ξέρω κι εγώ κι οι λιγοστοί φίλοι μου αυτό. Μπορεί να μας πετύχεις καμιά νύχτα στα μπαράκια της παλιάς Λευκωσίας, να πίνουμε κονιάκ σκαρώνοντας στιχάκια πάνω στις χαρτοπετσέτες, τα πακέτα των κόκκινων Gauloises και τις κασετίνες των άφιλτρων Sante.
Σκηνή δεύτερη
Τα τζιτζίκια συνεχίζουν τις ασκήσεις προσωδίας. Όπου να ‘σαι, θα πεταχτεί απότομα η γιαγιά στη βεράντα και θα φωνάξει από μακριά “Χριστινούλα μου, έλα να φάεις πρωινόν, αγάπη μου, μεν μείνεις νηστιτζιή. Έλα, να κάμεις σάντουιτς, έχουμεν λούντζα, χαλλούμιν, χοιρομέριν που σου αρέσκει, ελιές, ντοματούλες, ψωμίν χωρκάτικον. Άτε, πουρέκκα μου, χαρώ σε! Έλα μέσα, φύε που μες την πυράν!”. Σε πέντε λεπτά από τώρα, θα έχω φτιάξει το πιο νόστιμο καλοκαιρινό πρωινό, θα έχω πασπαλίσει τις φέτες του ψωμιού με βούτυρο Αμβροσία (αυτό με το αλάτι) και θα έχω απλώσει με ιεροτελεστικές κινήσεις όλα τα υλικά, ένα προς ένα, χτίζοντας με αρχιτεκτονική ακρίβεια τον γαστρονομικό πύργο μου.
Σε μισή ώρα από τώρα, η κουζίνα και η αυλή θα γεμίσουν από φωνές, ανθρώπους και μυρωδιές. Η αδερφή μου κι εγώ θα χαχανίζουμε με τις ξαδέρφες στον κήπο, η νονά και η μαμά θα λένε τα νέα τους και θα κόβουν σαλάτες. Η γιαγιά θα έχει βάλει τις καλύτερες πατάτες του κόσμου να σιγοψήνονται στον φούρνο (το μυστικό κρύβεται στην αναλογία ελαιολάδου και ηλιελαίου, στις ροδέλες της ντομάτας και του κρεμμυδιού που αφήνουν μια διακριτική γλυκάδα στην επιφάνεια της πατάτας, η οποία θα εξισορροπήσει την οξύτητα του λεμονιού, και, κυρίως, σε ένα φλιτζανάκι νερό που προσθέτει η γιαγιά, για να κρατηθεί η πατάτα τραγανή απ’ έξω και ζουμερή από μέσα). Ο θείος και ο παππούς θα στηρίζουν τη σούβλα στον κόκκινο πάγκο από φορμάικα και θα περνούν ευλαβικά τα κομμάτια του κρέατος (ένα κομμάτι κι ένα φύλλο δάφνης εναλλάξ, αφού το κρέας έχει μαριναριστεί καλά στο ελαιόλαδο κι έχει περαστεί με αλατοπίπερο: αυτό είναι το μυστικό)· η οικογένεια δεν έχει αγόρια (αυτό στο μέλλον θα αλλάξει) κι εγώ, ως η μεγαλύτερη εγγονή και έχοντας απονείμει αυθαίρετα στον εαυτό μου τον βαθμό του βοηθού ψήστη, θα αφήσω για λίγο την παρέα και θα συνεισφέρω στην προετοιμασία.
Δυο ώρες αργότερα, τα κάρβουνα κοντεύουν να σβήσουν, το κρέας είναι σχεδόν έτοιμο, ο θείος πίνει τσακριστή μπύρα από την κατάψυξη -αυτό στη ντοπιολαλιά περίπου σημαίνει, ότι είναι τόσο παγωμένη που κάνει κρακ σαν να σπάει ο πάγος (ενίοτε τσακρίζουν τα κόκαλά μας από την κούραση ή τα νεύρα μας ή, γενικώς, μας τσακρίζουν οι δεινές καταστάσεις και ούτω καθ’ εξής)- ενώ ο παππούς κι εγώ δοκιμάζουμε τα πρώτα κοψίδια με τη συνοδεία ζιβανίας, για να δώσουμε έγκριση. Με λίγη τύχη, ίσως φάμε και οφτό αυγό, που θα ψηθεί τυλιγμένο σε αλουμίνιο, σκεπασμένο με τα απομεινάρια της θράκας. Το σημαντικότερο είναι ότι όλοι ανεξαιρέτως περιμένουμε υπομονετικά τη σειρά μας, για να τσιμπήσουμε “χαλασμένες” πατάτες. “Χαλασμένες” είναι οι ξεροψημένες πατάτες που έχουν κολλήσει στη λαδόκολλα, έχουν χάσει την υγρασία τους κι έχουν γίνει ζαρωμένες και τραγανές. Οι “χαλασμένες” συνήθως είναι ελάχιστες, αποτελούν εσωτερικό ανέκδοτο και οικογενειακή παράδοση. Η θεμελιώδης εξίσωση, λοιπόν, έχει ως εξής:
Δεκαπενταύγουστος = σούβλα θείου – παππού + πατάτες φούρνου της γιαγιάς + μπύρα τσακριστή + ζιβανία + σαλάτες νονάς – μαμάς + πατάτες “χαλασμένες”.
Ισχύει αξιωματικά, εις τον αιώνα των αιώνων, αμήν. Τέλος.
Σκηνή τρίτη
Η οικογένεια μαζεμένη στο τραπέζι. Η γιαγιά μάς καλωσορίζει. Ο παππούς πίνει το πρώτο ποτηράκι εις υγείαν όλων μας και “ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει και πάντων και πασών”. Αυτό, λέει, είναι από τη λειτουργία της Θείας Ευχαριστίας και αποτελεί παράκληση να μνημονεύσουμε τους απόντες και όποιους έχουμε στο μυαλό και τη σκέψη μας εκείνη την ώρα. Έχω πάρει διαζύγιο από την εκκλησία, το είπαμε. Δεν ξέρω αν είναι υποκριτικό εκ μέρους μου, ωστόσο, αυτή τη φράση τη χρησιμοποιώ συχνά, γιατί σκέφτομαι πως το να μοιράζεσαι το φαγητό σου είναι πράξη αγάπης και ανθρωπιάς. Το ίδιο και το να θυμάσαι εκείνους που λείπουν κι όσους δεν έχουν τα δικά σου προνόμια. Για τον παππού μου, το φαγητό στο τραπέζι δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ αυτονόητο, ειδικά στα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Επομένως, θεωρούσε ανέκαθεν ευλογία τα οικογενειακά γεύματα. Ειδικά εκείνο του Δεκαπενταύγουστου κι ας είναι πάντα θλιμμένο το βλέμμα του κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Του φτάνει που είμαστε όλοι μαζί και που το πιάτο μας είναι γεμάτο. Και ως προς αυτά ήταν πάντα ευγνώμων. Το ίδιο κι εμείς.
Cut
Πράξη Δεύτερη: Επαναστάσεις, μικρές και μεγάλες
Flash-forward
(Κοντά στις αρχές του millennium)
Σκηνή πρώτη
Αθήνα. Μόλις έχω γυρίσει από το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι στο Εδιμβούργο. Αποφάσισα να κάνω αυστηρή χορτοφαγία. Ναι. Εδώ και ένα δεκάμηνο περίπου δεν έχω βάλει ίχνος κρέατος στο στόμα και αποφεύγω, όσο μπορώ, τα γαλακτοκομικά προϊόντα πλην γιαουρτιού, φέτας και σπιτικού κεφίρ που φτιάχνω με τα χεράκια μου. Αυγά τρώω, εντάξει. Όχι κρέας, πουλερικά, ψάρι. Πίνω βιταμίνη Β12, σίδηρο, πολυβιταμίνες, πίνω πολύ νερό, τρώω φρούτα, σαλάτες, λάδι και όσπρια. Έχω περιορίσει το κάπνισμα. Νιώθω σχετικά καλά. Μου πέφτουν λίγο τα μαλλιά, νομίζω. Έχω πάρει κιλά. Τρώω σχεδόν αποκλειστικά υδατάνθρακες. Είμαι ενήλικη, υπεύθυνη και, προ πάντων, ευσυνείδητη. Κυρίως αυτό.
Σκηνή δεύτερη
Πάσχα. Λευκωσία. Ανακοινώνω στην οικογένεια ότι δεν τρώω κρέας και δεν σκοπεύω να φάω ούτε την Κυριακή. Σαν να μην με πιστεύει κανείς. Εξηγώ τους λόγους και, μεταξύ άλλων, ότι κάθε φορά που επιστρέφω από τις διακοπές, νιώθω δυσκαμψία στις αρθρώσεις και ο γιατρός προτείνει να μειώσω το κόκκινο κρέας (όχι να το κόψω· ως προς αυτό ήταν μάλλον αντίθετος). Μου λένε να αφήσω τις επαναστάσεις και να μην κάνω ανοησίες. Μάλιστα, ανησυχούν μήπως είμαι άρρωστη ή μου συμβαίνει κάτι συναισθηματικά βαρύ, το οποίο δεν είμαι σε θέση να διαχειριστώ. Γιατί, πώς αλλιώς εξηγείται η αποστροφή για το κρέας έτσι ξαφνικά; Μετά από συνεχείς και ισχυρές πιέσεις και επειδή δεν αντέχω τη μουρμούρα ούτε της Λευκωσίας ούτε των Αθηνών, υποκύπτω και υποτροπιάζω για χάρη της οικογένειας. Είναι κι εκείνες οι πατάτες στη μέση, μεγάλος πειρασμός. Αποφασίζω ότι, εφεξής, τουλάχιστον θα προσέχω από ποιες πηγές προέρχεται το κρέας, αν το ζώο θανατώθηκε χωρίς να υποφέρει και ότι θα τρώω συνετά. Το τηρώ μέχρι σήμερα, στο μέτρο του δυνατού.
Flashback
(Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘50)
Σκηνή τρίτη
Μόρφου, καλοκαίρι, 1958. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, η ανώτατη μόρφωση ήταν απαγορευμένη για τα υποκείμενα των αποικιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Όσοι είχαν τέτοιες επικίνδυνες τάσεις ή έπρεπε να τις καταπνίξουν ή να μεταναστεύσουν. Ο Χρίστος και η Λουίζα είναι δάσκαλοι. Ανήκουν στις πρώτες γενιές των γραμματισμένων που δε χρειάστηκε να ξενιτευτούν. Νέοι, ενθουσιώδεις, φιλότιμοι, διορισμένοι σε κάποιο χωριό πολλά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους. Ο Χρίστος κατέχει σημαντική θέση στην τοπική οργάνωση της αντίστασης κατά των αποικιοκρατών και είναι υπεύθυνος για αρκετά χωριά της περιοχής. Μιας και είναι γυναίκα, η Λουίζα συμμετέχει σε όλα αυτά με τον δικό της τρόπο. Κοινό μυστικό, αν και όχι τόσο καλά κρυμμένο, απ’ ό,τι φαίνεται.
Μεσημέρι, στην πλατεία του χωριού. Δύο αμούστακοι και ατίθασοι έφηβοι καυγαδίζουν με ασήμαντη αφορμή. Ο δάσκαλος μπαίνει στη μέση και τους χωρίζει επιπλήττοντάς τους με αυστηρότητα. Το βλέμμα του πέφτει στα παπούτσια του ενός, που του κάνουν εντύπωση γιατί είναι ολοκαίνουρια και κάπως ιδιαίτερα για παιδί του χωριού. Φαίνονται χειροποίητα και μάλλον από την πρωτεύουσα.
Δεκαπενταύγουστος, απόγευμα, λίγες ημέρες αργότερα. Ο Χρίστος, με τις πυτζάμες και τη μικρή του κόρη αγκαλιά. Η πόρτα χτυπάει και ένοπλοι στρατιώτες μπαίνουν αιφνίδια, τον συλλαμβάνουν και τον σέρνουν βίαια έξω από το σπίτι. “Πού πάτε τον άντρα μου;” “Μην ανησυχείτε, κυρία μου, θα σας τον επιστρέψουμε σύντομα”. Λίγο αργότερα τον πάνε για αναγνώριση. “Αυτός είναι;” “Ναι”, γνέφει κάπως διστακτικά ο νεαρός με την κουκούλα. Ο Χρίστος αναγνωρίζει τον καταδότη του από τα παπούτσια.
Μεταφέρεται στα κρατητήρια. Οι δεσμοφύλακες αρνούνται να τον καταγράψουν στον κατάλογο με το όνομά του, γιατί “είναι αδιανόητα βλάσφημο να φέρει ο οποιοσδήποτε το όνομα του Κυρίου και Σωτήρα μας. Το όνομά σας είναι Χριστόφορος, κύριε, μην επιμένετε”. Για τους επόμενους μήνες, οι θεοσεβούμενοι αδελφοί ημών θα τον περιλάβουν, επιδεικνύοντας απεριόριστη στοργή και άδολη χριστιανική αγάπη. Θα υποστεί στωικά αμέτρητους εξευτελισμούς. Θα βασανιστεί φρικτά, μα δεν θα βγει ποτέ κουβέντα από το στόμα του: φάλαγγες, βασανιστήριο της σταγόνας, χτυπήματα στα νεφρά με σάκους γεμάτους βρεγμένη άμμο, μεταλλική λεκάνη στο κεφάλι το οποίο χτυπούν δυνατά με τις άκρες των τουφεκιών, στέρηση τροφής και νερού, εσκεμμένα εγερτήρια μέσα στη νύχτα, συχνό και άγριο ξυλοκόπημα σε ολόκληρο το σώμα, αναμμένα τσιγάρα που σβήνουν πάνω στο δέρμα, διαρκείς και πολύωρες ανακρίσεις, λεκτική και ψυχολογική βία, απομόνωση, εικονικές απειλές κατά της οικογένειάς του και πολλά άλλα. Πάντοτε με στοργή, αγάπη και με γνώμονα τη σωτηρία της ψυχής.
Την ημέρα της απελευθέρωσης θα βγει κι εκείνος από τα κολαστήρια. Ενώ η θέση που κατέχει στην οργάνωση τού παρέχει τη διακριτική ευχέρεια να διατάξει μέχρι και την εκτέλεση οποιουδήποτε, δεν έκανε ποτέ χρήση αυτού του δικαιώματος. Ο νεαρός που απερίσκεπτα τον κατέδωσε εξαιτίας ενός αφελούς καυγά, έχει μετανιώσει οικτρά για την πράξη του. Τον συναντά στο χωριό και τον συγχωρεί. Το ίδιο και τους βασανιστές του, για τους οποίους θα πει μονάχα ότι ήταν σκληροί, αλλά ακολουθούσαν εντολές και, ως άνθρωποι, έκαναν λάθη. Πάντα θα τον ακούσεις να λέει, “Στη ζωή μου, ενώ μπορούσα, δεν έβλαψα συνειδητά κανέναν παρά μόνο τον ίδιο τον εαυτό μου”. Οι πόνοι στο σώμα του θα χειροτερεύουν και, με τον καιρό, θα γίνονται αβάστακτοι καθώς θα γερνάει. Θα θυμάται για πάντα εκείνο τον Δεκαπενταύγουστο. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, θα θυμάται όσους λείπουν, θα τιμά τα μη αυτονόητα, μαζί και την Παναγία που, όπως λέει, ένιωθε ότι τον βοήθησε να κρατηθεί ζωντανός. Σχεδόν πάντα θα χαμογελάει και θα γελά φωναχτά. Μα το σκοτάδι του θα κρύβεται σιωπηρά, επιμελώς και με όση ασφάλεια έχει απομείνει μέσα του, πίσω από ένα βαθύ, διαπεραστικό, θλιμμένο βλέμμα. Μέχρι το τέλος.
Cut
Πράξη Τρίτη: Η σωτηρία της ψυχής
Flashback
(Καλοκαίρι 2014)
Σκηνή Πρώτη
Λευκωσία. Αυτή θα είναι η τελευταία φορά που είμαστε (σχεδόν) όλοι μαζί. Δυόμισι μήνες χωρίς τη γιαγιά. Άραγε, οι πατάτες θα είναι ίδιες; Θα έχει φέτος χαλασμένες το ταψί; Ψήνουμε τη σούβλα στην αυλή, ο θείος, ο άντρας της μεγάλης ξαδέρφης μου κι εγώ, για παρέα. Η μαμά και η νονά στην κουζίνα, ετοιμάζουν σαλάτες και στρώνουν τραπέζι. Καταφέρνουμε και σηκώνουμε με δυσκολία τον παππού από το κρεβάτι. Είναι σχεδόν κατάκοιτος εδώ και καιρό, μα είναι Δεκαπενταύγουστος. Κι έχει τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δυο του δισέγγονα, τα αγόρια μας, εκεί δίπλα του. Καθόμαστε στο τραπέζι.
Πίνουμε στην υγειά των παρόντων και στην ενθύμηση των απόντων. Όλα είναι πεντανόστιμα, όπως παλιά, ακόμη και οι πατάτες που τις φοβόμασταν λίγο. Τρώω. Τρώω ασταμάτητα. Τρώω με τόση λαχτάρα, σαν να μην υπάρχει αύριο, σαν να ξέρω μέσα μου πως αυτή είναι η τελευταία μας φορά μαζί. Σαν να νιώθω, πως πρέπει πάση θυσία να απομνημονεύσω κάθε δακτυλικό αποτύπωμα αυτής της μέρας. Κάθε γεύση, κάθε εικόνα, κάθε ήχο, κάθε μυρωδιά, κάθε αίσθηση που αφήνει η κάθε μου μπουκιά στο στόμα, στα λαδωμένα μου δάχτυλα, στη μύτη μου, στα σχεδόν σκασμένα χείλη μου, στον αδηφάγο ουρανίσκο μου, στην αχόρταγη ψυχή μου. Τρώω τόσο βιαστικά, που ένα θραύσμα από κόκαλο θα σφηνωθεί στο ούλο μου και σε μισή ώρα από τώρα, το μισό μου πρόσωπο θα γίνει τούμπανο.
Βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Τρομοκρατούμαι. Το οίδημα είναι εκτεταμένο, δε μπορώ να ανοίξω το μάτι, δυσκολεύομαι να μιλήσω και από το αριστερό αυτί σχεδόν δεν ακούω καθόλου. Ο πατέρας μου στο τηλέφωνο λέει να μην ανησυχώ και, κυρίως, να μη φοβάμαι. Έχει δει εκατοντάδες τέτοια περιστατικά τόσα χρόνια, δεν είναι κάτι επικίνδυνο, συστήνει υπομονή, αναλγητικά και αντιβίωση. Την επόμενη μέρα, με το πρόσωπο παραμορφωμένο, φεύγουμε για τριήμερο στη θάλασσα. Δεν θα φτάσω ως την παραλία φέτος. Θα μείνω μέσα. Λιώνω το φαγητό και το ρουφάω με καλαμάκι. Πίνω πολλά υγρά. Διαβάζω στα Αγγλικά τον Φάρο της Βιρτζίνια Γουλφ, με το καλό μου μάτι βουλωμένο. Σκέφτομαι πως ο παππούς και η γιαγιά ήταν και θα είναι πάντα ο φάρος μου. Δεν πονάω. Αλλά σκέφτομαι πόσο φρικτοί πρέπει να ήταν οι πόνοι που ένιωθε εκείνος μετά τον πρώτο ξυλοδαρμό στα κρατητήρια. Το πρόσωπό του ήταν τόσο πρησμένο και μελανιασμένο, που δεν τον αναγνώριζες.
Σκηνή Δεύτερη
Αθήνα. Καλοκαίρι, 2022. Τα τελευταία οκτώ χρόνια δεν έχω κάνει καλοκαίρι στην Κύπρο και ζήτημα να έχω δει δέκα φορές την ακτή. Δεν μετράω τα καλοκαίρια μου με μπάνια και παγωτά πλέον. Είμαι ενήλικη και ώριμη, βλέπεις. Κυρίως αυτό. Οι άλλοι πήγαν χτες, αλλά εγώ έμεινα μέσα. Με τα βιβλία μου. Προχτές, διάσημος συγγραφέας μαχαιρώθηκε επί σκηνής με αφορμή ένα βιβλίο που εξέδωσε πριν τριάντα χρόνια. Δεκαπενταύγουστος. Η μαμά μου θα σηκωθεί από τα χαράματα, θα βάλει το κατσικάκι στη γάστρα, ν’ αργοψήνεται. Γνωστός σκηνοθέτης κυκλοφορεί ελεύθερος υπό όρους, καταδικάστηκε πρωτοδίκως μόνο για δύο βιασμούς. Θα πλύνει τις πατάτες. Συνελήφθησαν τρεις για αρπαγή ανήλικης. Θα τις ξεφλουδίσει, θα τις κόψει, θα τις χαράξει. Νέο μακελειό στη Γάζα, τις προάλλες. Θα τις βάλει στο ταψί, ελαιόλαδο, ηλιέλαιο, ένα φλιτζανάκι νερό, κρεμμύδι και ντομάτα σε ροδέλες. Δώδεκα γυναικοκτονίες μέχρι στιγμής φέτος. Πόσες ακόμη πρέπει να φύγουν; Θα τις βάλει στο φούρνο. Σκότωσε την ηλικιωμένη μάνα του αφού τη βίασε. Φρίκη! Θα μοσχομυρίσει το σπίτι. Στην Ουκρανία μαίνεται ο πόλεμος, χιλιάδες πρόσφυγες συρρέουν σε όλη την Ευρώπη. Θα ετοιμάσουμε καμιά σαλάτα. Κάηκε πάλι η Αττική, ηλικιωμένος αυτοκτόνησε γιατί δεν άντεξε να βλέπει το σπίτι του να καίγεται ξανά. Φέτος η σαλάτα είναι σμυρναίικη, προς τιμήν των Μικρασιατών της οικογένειας. Ανθρωποκυνηγητό για τον 29χρονο που σκότωσε τον πεθερό του. Εδώ και καιρό, το σπίτι μας, το σπίτι μου, δεν υπάρχει πια. Το ίδιο και η κόκκινη φορμάικα. Στη θέση του ανεγείρεται πολυκατοικία. Άραγε, θα φτιάξουν τον κήπο; Ευτυχώς, είπαν ότι θα κρατήσουν το πεύκο στην πρόσοψη.
Έχω ορκιστεί πως ο κήπος μας στην Αθήνα θα γίνει ο κήπος μου και πως εδώ θα φυτεύω τα αγαπημένα τους λουλούδια: βουκαμβίλια, υπομονή (φύτεψα ένα κλωνάρι το 2015, μετά την κηδεία του παππού, και θέριεψε), ελιά, γαρδένιες, γιασεμί. Κυρίως αυτό. Κατάλευκο, μυρωδάτο γιασεμί, σαν αυτό που μύριζε τα απογεύματά μας στο σπίτι μας. Στο σπίτι μου. Η Μεσόγειος δε μυρίζει πια θάλασσα, αλλά αίμα. Πάλι ξεβράζει πτώματα. Οι άλλοι δεν θα έρθουν τελικά. Η αδερφή μου βγήκε θετική, το μωρό έχει πυρετό, θα τους στείλουμε φαγητό. Το απόγευμα θα καθίσω με τα βιβλία μου στον κήπο, κάτω από τη ροδιά. Θα προσπαθήσω να βρω λίγη ηρεμία. Ίσως να γράψω και τίποτα. Σπάνια γράφω ποίηση πια. Οι φίλοι μου στο νησί έχουν γίνει πατεράδες, αλλά ενίοτε τους θυμάμαι, όταν πετυχαίνω τους στίχους που σκαρώναμε πάνω στις χαρτοπετσέτες και τις κασετίνες των άφιλτρων Sante. Τι να κάνουν άραγε; Το γιασεμί μου φέτος δεν άνθισε παρά ελάχιστα. Λέω να διαβάσω καμιά ποίηση. Σύλβια Πλαθ για επανάληψη και έμπνευση; Ποιος ξέρει! Η φωτογραφία του πολιτικού κρατούμενου υπ’ αριθμόν DP 3322 βρίσκεται μαζί με εκατοντάδες άλλα ιστορικά τεκμήρια και κειμήλια στο Μουσείο Αγώνος, στη Λευκωσία. Άραγε, θα έχει βρει γαλήνη εκεί που είναι τώρα; Πάω στον κήπο μου, στα βιβλία μου, στην ποίηση. Η σωτηρία της ψυχής είναι προσωπική υπόθεση. Καλή Παναγιά.
* Στη μνήμη του Χρίστου, της Λουίζας και ενός σπιτιού, που δεν έμεινε ποτέ άδειο από ανθρώπους, μα κυρίως από αγάπη.
Δεκαπενταύγουστος ένα διήγημα της Χριστίνα Κασσεσιάν
Φώτο: Δανάη Μπαρούτα