Ταΐστε τα πουλιά – Χριστίνα Κασσεσιάν

Ταΐστε τα πουλιά

Ταΐστε τα πουλιά

Ήταν καλή με τα ζώα, τρυφερή με τα παιδιά. Φτωχή και πλούσια μαζί, εγκάρδια, ευγενική. Μόνη. Σ’ ένα σπιτάκι λιτό –τέσσερα επί πέντε, μαζί με το λουτρό και την κουζίνα– που μύριζε λιβάνι, υγρασία, ευλάβεια κι υπομονή. Απ’ το υπερυψωμένο παράθυρο έμπαινε ελάχιστο φως, μα το δωμάτιο έλαμπε, δεν ξέρω πώς. Στον στενό τοίχο πάνω απ’ το προσκεφάλι του κρεβατιού της, δεν έβλεπες άλλο από εικόνες των Αγίων. Ένα θυμιατήρι πήλινο –σαν έτοιμο από καιρό– στην άκρη του μεσοπολεμικού κομοδίνου της, που είχε ακόμα τα αποκαΐδια από το καρβουνάκι. Και δίπλα του αναμμένο ένα φιτίλι, που κολυμπούσε σε ένα κρασοπότηρο γεμάτο νερό κι ελαιόλαδο απ’ το χωριό. Η πόρτα της έβγαζε στην αυλή μας και συχνά τρύπωνα εκεί για να μου δώσει ζελεδάκια Τσάρλεστον ή καραμέλες βουτύρου, που είχε στην τσέπη της ξεφτισμένης ποδιάς της. Το πρόσωπό της δεν το θυμάμαι, παρά αμυδρά. Σαν μια θολή, αστραφτερή φιγούρα χωρίς χαρακτηριστικά, αγγελική, όπως το όνομά της. Κι όμως, τα μαύρα δεν τα έβγαζε ποτέ και το μαντίλι πάντα έκρυβε τα μαλλιά της με αυστηρότητα. Ήταν άσπρα, μαύρα ή ξανθά, ίσια, σπαστά ή κατσαρά, ποιος ξέρει; Τη φωνάζαμε γιαγιά κι ας μην ήταν η δική μας.

Τα πρωινά τάιζε τα σπουργίτια με σπόρια, ψίχουλα ή λευκό σουσάμι. Και τ’ απογεύματα κάθιζε στα αδύναμα πόδια της τη γάτα της την Πόπη, μια τροφαντή τιγρένια μπάλα με καταπράσινα μάτια. Τη χάιδευε με τα ροζιασμένα της δάχτυλα –ποιος ξέρει τι βάσανα είχαν αγγίξει κι εκείνα. Και τα ζαρωμένα χέρια της, όμοια με ανάγλυφους χάρτες, πηγαινοέρχονταν με ευχαρίστηση πάνω στο λαμπερό τρίχωμα της αυτάρεσκης κόμισσας. Κάθε που χανόταν στον ακάλυπτο, την άκουγα να φωνάζει “Πόοοπη, Πόοοπη, πού είσι μαρή, έλα, έλα να φας. Έλα, κι σι έχου μεζιδάκια!” Κι έβγαινα κι εγώ στα κρυφά στην εξωτερική σκάλα, για να χαζεύω τη γάτα να ξερογλείφει τα μουστάκια της μετά το συμπόσιο.

Μια μέρα, η Πόπη εξαφανίστηκε. Οριστικά. Τη φόλιασαν οι γείτονες, γνωστά καθάρματα· μαζί και τον Μπάμπη, που ενίοτε τη γυρόφερνε κόβοντας βόλτες στη μεσοτοιχία. Δεν μας το είπαν, για να μη μας στεναχωρήσουν. Ήμασταν μικρά, βλέπεις. Λίγο καιρό αργότερα, έφυγε κι εκείνη. Ήταν μεγάλη, βλέπεις. Ούτε αυτό μας το είπαν. Δεν θα καταλαβαίναμε, εξάλλου, τη λεπτή κλωστή που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο. Το οπλοστάσιο των λέξεων που θα μας επέτρεπε να επεξεργαστούμε τέτοιες έννοιες, τότε ήταν λειψό. Δεν ξέρω ποιος άδειασε το σπίτι από τα λιγοστά υπάρχοντά της. Σε ένα-δυο χρόνια, έσπασαν τη μεσοτοιχία για να μεγαλώσει ο χώρος και να γίνει μαγαζί. Το παράθυρο έκλεισε και τη θέση του πήρε ένα μακρόστενο με προστατευτικά κάγκελα. Μπροστά στην πόρτα της έχτισαν καμπινέ. Κι εγώ παρακολουθούσα από τη σκάλα, γεμάτη περιέργεια να δω πώς γίνονται τα πράγματα. Μ’ άρεσαν από τότε τα μερεμέτια, οι μακέτες κι οι οικοδομές. Μια μέρα, μάλιστα, ζήτησα από τον θείο Γιάννη τον χτίστη να με ανεβάσει στη σκαλωσιά, για να βάλω κι εγώ ένα τούβλο στον τοίχο. Κι εκείνος το έκανε γελώντας τρανταχτά και κρατώντας με σφιχτά από τη μέση, για να μην πέσω.

Πού και πού, σαν βγω στην αυλή, γυρίζω το βλέμμα μου ασυναίσθητα, εκεί όπου κάποτε υπήρχε το υπερυψωμένο ξύλινο παράθυρο. Φαντάζομαι τη λεπτή, ταλαιπωρημένη φιγούρα της να περιφέρεται σκουπίζοντας τα ξερά φύλλα από το τσιμέντο, να ψάχνει τη γάτα ή να με φωνάζει για να μου δώσει Τσάρλεστον. Ήταν καλή με τα ζώα και τρυφερή με τα παιδιά. Καμιά φορά τη θυμάμαι, όταν οι κυβερνήσεις κάνουν περικοπές στις συντάξεις και τα επιδόματα των ηλικιωμένων κι όταν ταΐζω τα σπουργίτια και τα αδέσποτα στον ακάλυπτο. Ή όταν βλέπω τα Χριστούγεννα τη Μαίρη Πόπινς και τη σκηνή με την ηλικιωμένη κυρία, που τραγουδάει το “Feed the birds” έξω από τα σκαλιά του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο πουλώντας ψίχουλα για δύο πένες κι από πάνω της ο ουρανός γεμίζει με πουλιά. Και κάποτε αναρωτιέμαι, αν αρκούν μονάχα δυο πένες για ν’ αγοράσει κανείς την ευτυχία κι αν η γάτα μου είναι τρισέγγονη της Πόπης.