Κουαρτέτα μιας δολοφονημένης εξομολόγησης
-Ι-
Μόνο γυναίκα
θα μπορούσε να’ναι η θάλασσα
αυτή αντέχει τα πολλά.
Έβαλε ψύχρα απόψε
Και ακούω τη θάλασσα πιο καθαρά
έπεσα προχθές
χτύπησα άσχημα
ακόμα παραπατάω
στο περπάτημα
από το χτύπημα
δεν ξέρω
αν έφταιξε
ο κακός ο λογισμός μου
ή
τα κακά τα πεζοδρόμια.
Γι΄αυτό γυναίκα
πρόσεχε
που θ’ ακουμπάς
δεν διατίθενται
στέρεοι
ώμοι
-II-
Κοίτα να δεις
xρυσό αυτί
άσπρο δόντι
προνόμια
xρυσά βουνά
άσπρες πεδιάδες
πιο πέρα
το πόδι μου
μεγαλώνει
καθώς πατάει
σε δρόμους
τεράστια γίνομαι
έτσι που τα βουνά
ειναι τα αυτιά μου
οι πεδιάδες
τα δόντια μου
οι θάλασσες
τα μαλλιά μου
τα σύννεφα
τα μάγουλά μου
ο ουρανός
τα σωθηκά μου.
-III-
Οσμή ανελκυστήρα
-μυρίζει τα βράδια-
στις παλιές πολυκατοικίες
στο Παγκράτι.
Ξαπλώνουν οι άστεγοι
στις στάσεις
των λεωφορείων
εκεί τα βράδια
για ποιαν ιδιοκτησία
προορισμό
άραγες
να ελπίζουν;
κρεμασμένοι
όλοι
βρεθήκαμε
κάτω από τα σύννεφα
[για ν’αρμέξουμε λευκό χρώμα].
-IV-
Δύστυχα κορίτσια
παραμελλημένα
στις πλαγιές των δρόμων
αφημένα
με σπασμένα χέρια
με οστά από-συναρμολογημένα
πάνω σε σημάδια
από λάστιχα αυτοκινήτων
παρατημένα.
Φύλλα πέφτουν
πόδια παρελαύνουν
ακρίδες χοροπηδούν
μπάλες ξεφούσκωτες
αράζουν
αυτά εκεί
με μάτια γουρλωμένα
στόματα κλειστά
το χιόνι σκεπάζει
τα μαλλιά τους.
Δύστυχα λευκά
κορίτσια
παραμελλημένα.
~Ένα ποίημα της Μαρίας Ε. Γιαννάτου