Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, φιλοξενούμε ποιήματα από αγαπημένες φίλες. Ευχαριστούμε τη Χριστίνα Κασσεσιάν για την πρωτοβουλία και τη συλλογή των ποιημάτων.
Ars po-έτεκον – Χριστίνα Κασσεσιάν
Στη γη του Ονασαγόρα, του βασιλιά των Λεδρών,
που ο Ασσύριος Εσαρχαδδών μνημόνευσε στο
πρίσμα του
παροπλισμένη πλήρωσα φόρο υποτελείας
Το στόμα σίγασε
χρόνους οκτώ
: όλοι τους
δίσεκτοι
στυφοί
κακοφορμισμένοι∙
Μα κάποιο θέρος άνυδρο
ξύπνησε η Λερναία Ύδρα μου αλαλάζοντας
«Εγώ ειμί η μήτρα του Καλού και η θεραπαινίδα»
Έτσι τις γέννησα ξανά τις λέξεις μου∙ βίαια, ακατάσχετα
Προτού σαραντίσουν τις τύλιξα στα σπάργανα
Στο Μετς τις βάφτισα στην κολυμβήθρα του Βερλαίν
και βιαστικά τις φόρτωσα στα βαγόνια του Gare de Strasbourg
Να δουν τον κόσμο με του Ρεμπώ τα αδηφάγα μάτια
Σε λησμόνησα
Εντέλει μοιάζαμε σ’ αυτούς τους δυο καταραμένους εραστές
Οι κόρες μου δεν γίναν κτήμα σου ποτέ κι ας
έλεγαν τον γάτο σου Οράτιο
Με λησμόνησες
Στη θέση της μιτροειδούς βαλβίδας μου
ριζώνει πια ψηλόλιγνο
ένα κυπαρίσσι
Είμαι ευγνώμων για την καλοσύνη σου: εσύ όργωσες το χώμα
Στο πλάι του ποτίζεται περήφανα ο πεύκος που αγάπησα
Στέκει ακόμα όρθιος κι αγέρωχος στη Λήδρα
Να μου θυμίζει να θωρώ ψηλά όπως ο ποιητής
όταν επέβλεπε τα λατομεία της Αλάσιας
Αν με ρωτούσες σήμερα θα
στο ‘λεγα ψιθυριστά
Ταξίδι είναι
η κύηση
Κι ο τοκετός της, κήπος αειθαλής
Γραφίδα – Ελένη Αθανασίου
Η γλώσσα του στον αέρα
μπορεί να σχηματίσει τα πάντα
σαν τρισδιάστατος εκτυπωτής
Κυρίως επιλέγει να σχηματίζει
το πόδι μου
ως υποστύλωμα
σπασμένου πύργου ελέγχου
κι έπειτα με φωνάζει Κολοσσό
ή ως κίονα προεδρικού μεγάρου
κι έπειτα τον φωνάζω Τσίλλερ
μεγαλώνει γερά παιδιά – Τζίνα Ρουμπέα
όταν οι μέρες του καλοκαιριού μικραίνουν
κι ο ήλιος μοιάζει με χέρι που μ’ αποχαιρετά
παίρνω τους αντίχειρες πρώτης ανάγκης
– δεν τους πιπιλίζω πια, μεγάλωσα
κοίτα, μαμά, πώς μεγάλωσα –
και τους τοποθετώ κάτω απ’ το μαξιλάρι
να πάει καλά το όνειρο
στο φόντο του δωματίου
ο σκελετός του δεινόσαυρου
φωσφορίζει εγκαταλελειμμένος
ενώ η σκιά πίσω του
διογκώνεται
σαν οφθαλμαπάτη
υπάρχει μόνο λίγο γάλα σε σκόνη να πιούμε, Ρεξ
κι εσύ είσαι σαρκοφάγος
άσε με – επιτέλους – ήσυχη.
Τοτέμ – Αθηνά Αραπάκη
Ένας φίλος σου σκοτώθηκε προχθές
Στην άκρη του δρόμου.
Δεν μυρίζει καλοκαίρι με τίποτα φέτος·
Στη γειτονιά,
Μας δείχνουν με το δάχτυλο
Είμαστε
Το μόνο ζευγάρι
Που απέμεινε.
Μετά την κηδεία,
Κουρνιάζεις σαν παιδί
Ανάμεσα στα μπούτια μου.
Από το διπλανό διαμέρισμα
Ακούγεται σε livestreaming
Ο βομβαρδισμός
Της Ουκρανίας.
Πλέκω τα δάχτυλά μου στα μαλλιά σου.
Είναι δύσκολα
Τα χρόνια
Που διάλεξα να σ’ αγαπώ
Χωρίς τα μούσια
Μοιάζεις
Να μην έχεις περάσει
Τα τριάντα.
Αν είχες χαθεί εσύ
Σε κείνη την άκρη του δρόμου
Δεν θα’ χα προλάβει καν
Να σε γνωρίσω.
Σε βάζω να υποσχεθείς
Πως δεν θα ξανανέβεις ποτέ
Σε μηχανή
Δεν θα ξανά καπνίσεις
Δεν θα ξανά τυλίξεις
Άλλο σώμα στα σεντόνια σου
Πέρα από το δικό μου
Δεν υπόσχεσαι τίποτα·
Μονάχα μ’ αγαπάς
Σ’ ανασαίνω
Με ξεδιψάς.
Είναι δύσκολα
Τα χρόνια
Που διάλεξα να σ’ αγαπώ
Μα κάθε που σε κοιτώ
Φουντώνει μέσα μου η ανάγκη
Να πάμε
Τούτον τον κόσμο
Απ’ την άλλη.
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ – Κατερίνα Κοζή
Όσα με γέννησαν, ήξεραν από θάλασσα.
Ήρθε η γυναίκα χωρίς πρόσωπο
στον ύπνο μου το βράδυ.
«Το σώμα θυμήσου.
Τον κόκκινο πηλό.
Να αποστηθίσεις τα ίχνη του πίσω δρόμου.
Τον υπερσυντέλικο».
Γραμματικοί χρόνοι – Παρελθοντική πράξη – Βοηθητικά ρήματα.
Είχα είχες είχα είχαμε, τί είχαμε;
Όσα με έθαψαν δεν είχαν ιδέα από χώμα.
Έγινα ρίζες.
Μαγικός αυλός – Γεωργία Διάκου
-Και η βασίλισσα της νύχτας αγγίζει το φεγγάρι όπως κατεβάζεις τους διακόπτες για να λαμπυρίσουν τα σημάδια της γενεαλογίας σου. –
Να πιαστεί η πανσέληνος του Ιουλίου, να μας βρει στους κήπους τους κρεμαστούς, τα σώματά μας γούβες δεκτικά να παίρνουν και να κουβαλούν ένα πάρκο βρεφικό και έξι κουτάβια που θα έρθουν μαζί μας γιατί πρέπει, γιατί είμαστε μητέρες και τα θέλουμε, γιατί είμαστε εγωίστριες που θα σταθούν μπροστά από τον καθρέφτη χαϊδεύοντας την κοιλιά και το μουνί η μία της άλλης, γιατί υπάρχουμε η μία για την άλλη και τρυπάμε με καρφίτσα τα πλευρά μας να σκιρτήσουν από πόνο για να πονάμε, να βρούμε τις συνδέσεις με τις προηγούμενες να σβήσουμε τις ενοχές για την ανάσα μας, εισπνέοντας εκπνέοντας όσο άλλες, παρατηρώντας τα φώτα στα Βαλκάνια όσο άλλες, ιδρώνοντας με τη διαλεκτική όσο άλλες με τις λευκές τους ρόμπες γεννούν και πεθαίνουν από τους κοντινούς, ψηλούς, γυμνούς τους άντρες.
-Και στο κρεβάτι, πάνω στο κρεβάτι, προσπαθεί να διδάξει την κόρη της με τους καινούριους τρόπους του πολιτισμού και εσύ μού υπενθυμίζεις πόση βία υπάρχει στην ομορφιά και στο μουσείο που διάλεξα για να σταθώ μπροστά σου. –
Να βγάλουμε από το στόμα κουνελάκι, να είναι χνουδωτό, να μας αφοπλίσει από τα τραύματα, τόσο απαλό που μας ξεχνάμε, τόσο μικρό που καταρρέουμε, προσκολλημένες στο στοματικό στάδιο, πίνουμε, καπνίζουμε και τρώμε σε μια υπόγεια ταβέρνα, πρώτη του χρόνου σε γλείφω από τη σάλτσα σου και ελπίζουμε να πάρουμε την ιστορία από το πάρκινγκ και να πατήσουμε με όπισθεν τον οδηγό που πήγαινε να καταστείλει τη διαδήλωση στην πλατεία Τιεν Αν Μεν, ενάμισι χρόνο πριν γεννηθεί η αδερφή μου επώδυνα φυσιολογικά.
-Και δίνει το μαχαίρι, να το πάρει, να το κρύψει, να σταθεί πιο θαρραλέα από τις πριγκίπισσες, να μην σωθεί, μα να ανοίξει σήραγγα στο στήθος να φύγει από μέσα του νερό. Για τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις σου χρειάζομαι πηγή που βρέχει τον χειμώνα.-
Να συνδυάσουμε τα αφηγήματα, να βρούμε το μαγικό μας όργανο και να γεμίσουμε την αίθουσα με μια εξαίσια μουσική. Όχι της Δύσης, όχι της όπερας που παραπέμπει αυτό εδώ το ποίημα, μα του σπιτιού που μένουμε μαζί και κοιμόμαστε μαζί και οι φίλες μας, γυναίκες στην κόψη της ενηλικίωσης, μπαινοβγαίνουν ζωηρές όπως και οι γυναίκες που μας έφτιαξαν, ζωηρές και ζωντανές κυρίως στη φωνή τους.
[Έξι Μάη] – Ευσταθία Π.
ο μύθος θέλει να ‘ναι ιπτάμενος
να σκάει Ιούλη μήνα πάνω σε πεζόδρομο ή πλαστικό τραπέζι μπαλκονιού
να σου μιλάει για πράματα γνωστά και εσύ
από τη μύτη φλόγες
κορφές στο μέτωπο
πόθος ουρά
λαθραία διαφυγή να οργανώνεις
να τον ρωτάς σε ποιον θα λείψει αν φαγωθεί
από το σβέρκο να τον πιάνεις να περνάς
νησιά κι ηπείρους
και έπειτα
μπουκιά μπουκιά
στόμα νωθρό τον καταπίνεις
με λερωμένο σώμα σέρνεις μες στο ρέμα
στον Πηνειό το κρίμα σου να κρύψεις
για να χαθεί από μέσα σου σκαλίζεις δύο τάφρους
μέσα τους χύνεται νερό
τρία χωριά γκρεμίζει
κι όπως γυρνάς στον ουρανό
λένε μια αλλιώτικη εκδοχή
εσύ μια μούσα
αυτός ποιητής
σ’ αυτή τη θλιβερή σας ιστορία
ήταν ο Δίας
και εσύ
μία τυφλή βερσιόν της Πασιφάης