Μας κίνησε το ενδιαφέρον με την πρώτη του ταινία το 2014 και το EX MACHINA. Τέσσερα χρόνια μετά ήρθε το πανέμορφο και πιο ψαγμένο ANNIHILATION και στην χρονιά της επιδημίας υπέγραψε την σειρά DEVS. Έπειτα ήρθε η σειρά MEN που δίχασε και φαίνεται να είναι η πιο αδύναμη στιγμή του μέχρι στιγμής, τουλάχιστον σκηνοθετικά. Ο Alex Garland επιστρέφει σήμερα με την πιο φιλόδοξη και σίγουρα ακριβή του ταινία, με τον τίτλο CIVIL WAR (⭐⭐⭐1/2).
Σε μια δυστοπική Αμερική, όχι τόσο στο μακρινό μέλλον, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν διαιρεθεί και έχει ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Το Τέξας και η Καλιφόρνια έχουν δημιουργήσει μια συμμαχία (μαζί με την Φλόριντα και άλλες πολιτείες κυρίως όσες βρίσκονται στα σύνορα της Αμερικής) για να αντιμετωπίσουν έναν Πρόεδρο που παρόλο που έχει παρέλθει η δεύτερη θητεία του αρνείται να αποχωρήσει από την εξουσία. Μια ομάδα πολεμικών ανταποκριτών πασχίζει να φτάσει στην Ουάσινγκτον και να αποσπάσει μια συνέντευξη από τον Πρόεδρο, πριν ο πόλεμος πάρει μια άσχημη τροπή εναντίον του.
Από τα πρώτα λεπτά ο παραλληλισμός με τον πρώην και νυν υποψήφιο Πρόεδρο Trump, είναι εμφανής. Μπορεί εμφανισιακά ο Nick Offerman που υποδύεται τον Πρόεδρο στην ταινία να μην παραπέμπει στον Trump αλλά η φρασεολογία είναι ενδεικτική. Έτσι, αρκετά νωρίς ο Garland θέτει τον προβληματισμό για το μέλλον της Αμερικής στο άμεσο μέλλον και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Όμως η ταινία δεν επιμένει σε αυτό αλλά ούτε είναι μια επική ταινία δράσης για τον αλληλοσπαραγμό. Ο Garland μιλάει για τον εμφύλιο πόλεμο αλλά μέσα από την οπτική των πολεμικών ανταποκριτών. Εστιάζει στην έξαψη που νιώθουν, στο τι τους παρακινεί και πως αντιμετωπίζουν τις όποιες καταστάσεις για να καλύψουν τα γεγονότα.
Η Kirsten Dunst υποδύεται την Lee, μια βετεράνο πολεμική ανταποκρίτρια που καλείται να ακολουθήσει τον πόλεμο στην ίδια της την χώρα. Ενδεικτική είναι μια ατάκα της, στην οποία αναφέρει ότι πίστευε ότι όλη της η καριέρα ήταν μια μορφή προειδοποίησης για την χώρα της αλλά μοιάζει αυτό να μην ήταν αρκετό για να αποφευχθεί ένας πόλεμος εντός των συνόρων. Το ότι βλέπει τον πόλεμο να ξεσπά μέσα στην χώρας της, της δημιουργεί μια ψυχική αποστασιοποίηση από αυτό που ήταν όλη της η ζωή και μια ερώτηση για το τι πραγματικά αξίζει τελικά να πασχίζει κανείς. Εκεί έρχεται να προστεθεί ο ρόλος της Jessie, που την υποδύεται η Caille Spaeny (η Priscilla της ομότιτλης ταινίας του ’23). Η Jessie είναι το νέο αίμα, που έχει ως ίνδαλμα την Lee και θέλει να αποδείξει ότι αξίζει να ακολουθήσει τα χνάρια της. Άπειρη, χωρίς αίσθηση κινδύνου αλλά με την φλόγα να την παρακινεί να κυνηγήσει αυτή την μια λήψη που θα μετουσιωθεί σε μια πολύ καλή φωτογραφία.
Εκεί είναι και ο πραγματικός πυρήνας της ταινίας και ο λόγος που έχει αρκετό ενδιαφέρον. Ο σκηνοθέτης θέτει από την αρχή το ηθικό δίλημμα που πολλές φορές μετουσιώνει την δουλειά των φωτορεπόρτερ, δημοσιογράφων και πολεμικών ανταποκριτών. Ποια είναι ακριβώς τα όρια τους και μέχρι ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν για να βγάλουν την καλύτερη φωτογραφία. Πως μπορούν να μένουν αμέτοχο μπροστά στο επικείμενο θάνατο κάποιου ώστε να έχουν την τέλεια λήψη. Όπως είπαμε θέτει το δίλημμα, παραδίδει την συζήτηση πάνω σε αυτό και τελικά προσφέρει και την δική του πλευρά με μια σκηνή στο τέλος που ίσως σε κάποιος φανεί απότομη αλλά τελικά είναι απόλυτα ταιριαστή με ότι έχει προηγηθεί.
Η ταινία που αποτελεί την μεγαλύτερη παραγωγή της Α24 μέχρι σήμερα, δεν είναι μια άψυχη περιπέτεια. Παράλληλα με σκηνές δράσης και σκληρών ψυχολογικών στιγμών, θέτει ερωτήματα και ανοίγει μια συζήτηση περί ηθικής και όχι μόνο.
Χρήστος Βασιλακόπουλος