The Exorcist: Believer | Κριτική Ταινίας

The Exorcist

Πριν από πενήντα χρόνια, ο William Friedkin και ο William Peter Blatty δημιούργησαν μια ταινία που έμελλε να είναι ο ορισμός του τρόπου για πολλούς θεατές και ο λόγος που λιποθύμησαν ή έκαναν εμετό. Εκείνη η ταινία πλέον στο συλλογική μνήμη είναι η επιτομή του τρόμου και οι περισσότεροι από εμάς την καταλαβαίνουμε από ένα συγκεκριμένο πλάνο ή την χαρακτηριστική μουσική που απλά χρειάζονται κάποιες νότες για να θυμηθείς την ταινία. Φυσικά μιλάμε για τον The Exorcist του 1973.

Αυτό όμως που φαίνεται να αγνοούμε συλλογικά είναι ότι η θρυλική ταινία της δεκαετίας του ’70, είχε τρεις ακόμα συνέχειες με την τελευταία να είναι το prequel που κυκλοφόρησε το 2004. Σε όλες τις συνέχειες, ο σεναριογράφος παρέμεινε ο ίδιος μέχρι και τον θάνατο του, το 2017.

Σήμερα όμως μια νέα ταινία έρχεται να προστεθεί και να μας κάνει να σβήσουμε από την μνήμη μας ότι είχε προηγηθεί, στο παράδειγμα των πρόσφατων ταινιών Halloween. Ο David Gordon Green, ο άνθρωπος που αναβίωσε τον τρόμο Michael Myers το 2018 αλλά δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας αλώβητη όλη την τριλογία, σκηνοθετεί το direct sequel της original ταινίας του ’73 με τον τίτλο, The Exorcist: Believer (⭐1/2).

Στην Αϊτή, ο φωτογράφος Victor Fielding και η εγκυμονούσα γυναίκα του Sorenne, δέχονται τελετουργικές ευλογίες ενώ είναι εν μέσω του μήνα μέλιτος. Όμως ένας μεγάλος σεισμός αφήνει την Sorenne με θανάσιμα τραύματα και λίγο πριν ξεψυχήσει παρακαλεί τον άντρα της να προστατεύσει την κόρης του που μόλις είχε γεννήσει. Δεκατρία χρόνια μετά, ο Victor ζει με την κόρη του ώσπου εκείνη και μια φίλη της, μια μέρα δεν επιστρέφουν από το σχολείο. Οι έρευνες ανεύρεσης αποτυγχάνουν και τρεις μέρες μετά τα κορίτσια βρίσκονται αναπάντεχα αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους. Η επιστροφή τους όμως στο σπίτι δεν θα είναι φυσιολογική και εκεί οι γονείς των δυο κοριτσιών θα πρέπει να ανακαλύψουν τι έζησαν αυτές τις τρεις μέρες οι κόρες τους και έχουν αυτή την παράξενη συμπεριφορά.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας θέλει να προκαλέσει μια μαζική αμνησία στο κοινό και πιάσει το νήμα της ιστορίας από την αρχή, λες και όλα τα άλλα sequels δεν έγιναν ποτέ. Κάτι που δεν είναι δύσκολο γιατί όπως είπαμε κανείς δεν τα θυμάτε πέρα των σκληροπυρηνικών θαυμαστών του είδους. Σε αυτή την ταινία που προσπαθεί μέσω της νοσταλγίας και της φήμης του πρωτότυπου να φέρει κάτι νέο στο σήμερα, όλα είναι περισσότερα μπαγιάτικα παρά φρέσκα. Αν εξαιρέσει κανείς την πρώτα ώρα που είναι η σύσταση των χαρακτήρων και η τοποθέτηση του δράματος που πρόκειται να συμβεί, η υπόλοιπη ταινία μοιάζει λες ο σκηνοθέτης δεν έχει αντιληφθεί όλες τις αλλαγές που έχουν συμβεί στο είδος εδώ και μισό αιώνα. Προσπαθεί να μεταθέσει την πάλη του καλού ενάντια στο κακό σε μια διαμάχη του κακού ενάντια στην αγάπη και αυτό είναι το μόνο ενδιαφέρον σε όλη την ταινία που όμως καταλήγει να παρουσιάζεται άγαρμπα και άνευρα.

Ίσως ο θεατής θα πρέπει να δει την συγκεκριμένη ταινία χωρίς την σκέψη ότι πρόκειται για μια συνέχεια μιας από τις πιο επιδραστικές ταινίες τρόμου στην ιστορία του κινηματογράφου.

Αυτή η σύγκριση ή καλύτερα ταύτιση πληγώνει τόσο το πρωτότυπο όσο και αυτή την άστοχη συνέχεια. Η ταινία δεν έχει κανένα σημείο τρόμου, αναλώνεται σε σκουριασμένες ιδέες και στο ίδιο λεξιλόγιο, λες και ο δαίμονας πενήντα χρόνια τώρα δεν έμαθε τίποτα άλλο.

Δυστυχώς η παρουσία της 90χρονης σήμερα Ellen Burstyn, της εμβηλματικής Chris McNeil της πρώτης ταινίας, είναι βιαστική, άχαρη και χωρίς ουσία. Κομμένες σκληρά στο μοντάζ, οι λιγοστές σκηνές στην ταινία είναι ένα πυροτέχνημα που αποδεικνύεται κούφιο και πληγώνει πολύ την υστεροφημία του χαρακτήρα που τόσο πολύ είχε προσέξει για δεκαετίες η ηθοποιός που αρνιόταν σθεναρά οποιαδήποτε συμμετοχής της σε άλλο sequel. Μπορεί με την συμμετοχή της να εξασφάλισε ότι η αμοιβή της θα ήταν μια υποτροφία νεαρών ηθοποιών στο πανεπιστήμιο Pace αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι μιλάμε για ένα από το πιο άδοξα comeback στην κινηματογραφική ιστορία.

Πραγματικά είναι απορίας άξιο αν τα σχέδια τους για μια τριλογία μπορούν να επιβιώσουν μετά από αυτή την ταινία ή θα εξαϋλωθούν όπως ο δαίμονας μετά τον μακρύ και κουραστικό εξορκισμό.

Χρήστος Βασιλακόπουλος