Η πρώτη Προφητεία (The Omen) κυκλοφόρησε το 1976. Ο θρύλος του Hollywood, Gregory Peck, πρωταγωνιστούσε σε μια ταινία που έμελλε να γίνει κλασσική του είδους. Ακολούθησαν ακόμα τρεις ταινίες που εξέλιξαν το μύθο της πρώτης ταινίας, μέχρι και τις αρχές του ’90. Έπειτα η βιομηχανία ξαναγύρισε στο franchise με το ατυχές remake της πρώτης ταινίας, το 2006. Σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, επιστρέφουμε σε αυτό το κόσμο που η απειλή του Αντίχριστου καραδοκεί μέσα από το prequel της πρώτης ταινίας του ’76, με το The First Omen (⭐).
Η νεαρή Margaret ταξιδεύει στην Ιταλία για να αφοσιωθεί στην εκκλησία και να χειροτονηθεί ως μοναχή. Παρόλο που έχει ζήσει όλη της την ζωή κάτω από την προστασία της εκκλησίας και η επιλογής της μοιάζει με κάτι φυσικό, η ίδια με την είσοδο της στη μονή βιώνει κάποιες περίεργες καταστάσεις που την κάνουν να αμφισβητήσει την επιλογή της. Οι αμφιβολίες της μεγαλώνουν όταν ανακαλύπτει τα πρώτα στοιχεία μιας συνομωσίας στους κόλπους της εκκλησίας. Μια συνομωσία που αναιρεί ότι ξέρει όλη της την ζωή αλλά και την ίδια της την ύπαρξη.
Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, η Arkasha Stevenson, φαίνεται αδύναμη να ανταπεξέλθει τόσο στις ανάγκες του είδους όσο και στην υστεροφημία του μύθου που κουβαλάει ο τίτλος. Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας μοιάζει να βαλτώνει σε αναρίθμητα κλισέ που προσπαθούν να φτιάξουν μια ατμόσφαιρα όχι για να βυθίσουν τον θεατή στο κόσμο της ταινίας αλλά για να κρύψουν την έλλειψη ενός καλού σεναρίου. Αμήχανο, επαναλαμβανόμενο και γεμάτο αδυναμίες δεν καταφέρνει σε καμία στιγμή να συγκρατήσει την προσοχή του θεατή που βλέπει μπροστά του μια σειρά κακών επιλογών που δε δικαιολογούνται πουθενά παρά προσπαθούν σε στιγμές να σοκάρουν τον θεατή με την ωμότητά και σκληρότητα τους.
Ακόμα και η επιλογή της ηθοποιού για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, μοιάζει με ευκολία. Η Nell Tiger Free έγινε γνωστή μέσω της συμμετοχής της στην σειρά του Shyamalan, Servant, όπου κράτησε για τέσσερις σεζόν τον ρόλο της Leanne. Η Tiger Free μετά την ερμηνεία της ως της παράξενης, εμμονικής νταντάς Leanne μοιάζει η ιδανική επιλογή για τον ρόλο της Margaret. Όμως ενώ στη σειρά είχε ένα κείμενο που μπορούσε να πατήσει και να δικαιολογήσει τις ακραίες ερμηνευτικές της μεταπτώσεις, εδώ μένει έκθετη και μετέωρη να προσπαθεί χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Πέρα από μια ωραία φωτογραφία, η ταινία διαρκεί ανελέητα πολύ. Με ένα επαναλαμβανόμενο σοβαροφανές μοτίβο που κουράζει το θεατή και δεν του προσφέρει τίποτα παρά ένα χιλιοπαιγμένη συνταγή στη χειρότερη της μορφή.
Χρήστος Βασιλακόπουλος