Ghostbusters: Afterlife
Ορισμένες ταινίες ξεπερνούν τα όρια στα οποία δημιουργήθηκαν και καταλήγουν να είναι σημεία αναφοράς στην ποπ κουλτούρα. Ο μύθος τους είναι μεγαλύτερος από την ίδια την ταινία και καταλήγει να υπάρχει βαθιά μέσα στο ασυνείδητο όλων μας.
Αυτές τις ταινίες δεν μπορείς να τις κρίνεις γιατί ο καθένας προβάλει σε αυτές την παιδική του ηλικία, την εφηβεία του ή μια συγκεκριμένη ανάμνηση στην οποία επιστρέφει και νιώθει ασφαλής μέσα σε αυτή.
Σε αυτή την κατηγορία είναι το brand name που ακούει στο όνομα Ghostbusters.
Η αρχική ταινία κυκλοφόρησε πριν από τριανταεφτά χρόνια. Το πρώτο Ghostbusters του ’84 έφερε μια επανάσταση στο είδος που άλλαξε τον τρόπο που βλέπαμε ταινίες για το υπερφυσικό με κωμικά στοιχεία. Από τότε οι ηθοποιοί, τα κοστούμια, το τραγούδι που είναι συνυφασμένο με την ταινία, έχουν περίοπτη θέση στην ποπ κουλτούρα.
Ακολούθησε η δεύτερη ταινία πέντε χρόνια μετά και έπειτα μια σιωπή. Ύστερα ήρθε η θηλυκή εκδοχή της ταινίας το 2016 και σήμερα κυκλοφορεί στις αίθουσες η ταινία που άτυπα ολοκληρώνει μια τριλογία που ξεκίνησε το 1984.
Το Ghostbusters: Afterlife διαδραματίζεται στο σήμερα, δεκαετίες μετά τα γεγονότα της Νέας Υόρκης που είδαμε στην πρώτη ταινία. Μια μητέρα και τα δυο της παιδιά ταξιδεύουν στην μέση του πουθενά, εκεί όπου ζούσε ως ερημίτης ο πατέρας της, για να διευθετήσουν την διαθήκη του. Όμως τα εγγόνια του θα μάθουν ότι ο παππούς τους είχε κάποια μυστικά που είναι αναγκαία να ανακαλύψουν για να σώσουν τον κόσμο.
Φυσικά ο παππούς τους είναι ο Dr. Egon Spengler. Ένας εκ των τεσσάρων αρχικών Ghostbusters που τον ενσάρκωνε ο Harold Ramis. Κάπου εδώ αντιλαμβάνεσαι ότι η ταινία είναι ένας φόρος τιμής στον ίδιον, μιας και εκτός από ηθοποιός ήταν και σεναριογράφος των αρχικών ταινιών.
Αν και ο ίδιος ο ηθοποιός δεν πρόλαβε να βρεθεί ξανά με το αρχικό cast σε ακόμα μια ταινία Ghostbusters, γίνεται σήμερα ο συνδετικός κρίκος που του ένωσε και που έδωσε την αφορμή για μια ακόμα ιστορία.
Γι’ αυτό το λόγο δεν μπορείς εύκολα να εξηγήσεις σε κάποιον που αγνοεί τον μύθο αυτών των ταινιών, πως είναι σήμερα μετά το πέρασμα τόσων χρόνων να επιστρέφεις σε αυτόν τον κόσμο με τους ίδιους πάνω κάτω ανθρώπους. Δεν μπορείς να μεταφέρεις την συγκίνηση από τις πρώτες κιόλας εικόνες όταν ακούς το γνώριμο ήχο των εξαρτημάτων που χρησιμοποιούσαν σε εκείνες τις ταινίες.
Ναι, θα πει κανείς ότι υπήρξε και η ταινία του 2016 αλλά συνειδητοποιεί κανείς με ευκολία πέντε χρόνια μετά τη έλειπε από εκείνη την ταινία και δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία.
Η ταινία είναι γεμάτη με αναφορές και easter eggs από τις ταινίες του ’80 και κρύβει αρκετές εκπλήξεις προς το τέλος που θα γεμίσουν με δάκρυα συγκίνησης τους ορκισμένους θαυμαστές του franchise.
Σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο Jason Reitman, ο γιος του αρχικού σκηνοθέτη των ταινιών Harold Ramis. Καταφέρνει και διοχετεύει την αγάπη του σε αυτό το project και είναι ολοφάνερο ότι τιμά την παρακαταθήκη του πατέρα του, γεμίζοντας με φρέσκιες εικόνες και εφέ το μύθο.
Ο Paul Rudd είναι ο ιδανικός ηθοποιός για αυτούς τους ρόλους, άξιος συνεχιστής του Rick Moranis. Ενώ ο Finn Wilfhard που τον μάθαμε από την σειρά Stranger Things, φαίνεται να γίνεται από τόσο νεαρή ηλικία άρτια συνδεδεμένος με τις ταινίες υπερφυσικού περιεχομένου.
Η ΜcKenna Grace, η πρωταγωνίστρια της ταινίας που υποδύεται την Φοίβη, μόλις στα δεκαπέντε της χρόνια είναι ένα φαινόμενο από μόνη της μιας και όπου εχει παίξει αποδεικνύει ότι τα καλύτερα έρχονται. Ήταν η Esther στο τελευταίο κύκλο του The Handmaid’s Tale.
Ίσως το τρίτο μέρος της ταινίας για κάποιους θα μοιάζει μια επανάληψη αλλά κρύβει τόσες αναφορές και συγκινήσει που καλύτερα θα ήταν να το παραβλέψετε.
Μια πραγματικά όμορφη, συγκινητική ταινία που θα ερεθίσει το συναισθηματικό σας νεύρο και που σίγουρα θα περάσετε ευχάριστα για δυο ώρες.
⭐⭐⭐⭐
Χρήστος Βασιλακόπουλος