Γλυκιά ζωή – Federico Fellini

Γλυκιά Ζωή

Στο κόσμο της ταινίας Γλυκιά Ζωή του Federico Fellini. Οι ερμηνείες που χαράχτηκαν στο βλέμμα μας χωρίς να μας δείξουν τίποτα απολύτως.

Ποιος από εμάς δεν αιχμαλωτίστηκε στα ασπρόμαυρα πλάνα της  Dolce Vita; Και πόσες φορές αναρωτηθήκαμε τι είναι αυτό που σας μαγνητίζει σε αυτές τις ερμηνείες;

Σίγουρα όχι άδικα καθώς ο Federico Fellini υπήρξε ένας από τους πιο  ξεχωριστούς και επιδραστικούς σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Σύμφωνα με την κριτική που έχει δεχτεί το έργο του, έχει χαρακτηριστεί ως ποιητής της εικόνας και μάγος της μεγάλης οθόνης. Κι αυτό γιατί τολμά να περιπλανηθεί από τη συλλογική συνείδηση στην ατομική έκφραση παρουσιάζοντας με το πιο σαγηνευτικό τρόπο τη ζωή που ξεπέφτει σ’ ένα κούφιο θέαμα, εκεί, δηλαδή, που η πραγματικότητα συγχέεται με τα όνειρα και η τρυφερότητα με το χιούμορ.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Γλυκιά Ζωή ( Dolce Vita ) κατέχει περίοπτη θέση στη φιλμογραφία του γιατί σηματοδοτεί τη μετάβαση στη δεύτερη και πιο σημαντική περίοδο του κινηματογραφικού του έργου.  Κατά τη διάρκεια της οποίας, δραπετεύει και επισήμως από τους περιορισμούς του νεορεαλισμού. Πρόκειται για μια συγκλονιστική ανατομία των κοινωνικών τριγμών της Ρώμης στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 που αιχμαλωτίζεται σε μια πένθιμη ειδωλολατρία.

Η ταινία εστιάζει στο φως που αναδύεται από τη τραγική θέση του ήρωα που χάνεται σ’ ένα κόσμο χωρίς αναφορές. Χωρίς τη δυνατότητα διακριτού προσωπικού στίγματος. Σ’ ένα κόσμο απατηλών ειδώλων, κοινωνικών, ιερών και βέβηλων.[2]

 Οι αρετές της ταινίας εκκινούν από την απόλυτη ισορροπία της δομής ακολουθώντας συμβατικές αφηγηματικές γραμμές που είναι συνεπείς ως προς την απόδοση της πραγματικότητας και καταλήγει σε μια αδιέξοδη κοινωνική συνθήκη όπου ο άνθρωπος είναι παίκτης και πιόνι ενός παιχνιδιού πιο ισχυρού από τη προσωπική του βούληση.

Ο Fellini φροντίζει οι ηθοποιοί του να είναι πάντοτε ακριβείς και άψογοι, σύμφωνα με τους κανόνες του ερμηνευμένου ρόλου τους. Όμως αυτό που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στο έργο του είναι πως είναι αδύνατον να εντοπιστεί με σαφήνεια η μεγάλη ερμηνεία. Επιλέγει συνήθως ηθοποιούς διαφόρων εθνικοτήτων και τους κατευθύνει να μετρούν αντί να μιλούν. Προκρίνει δηλαδή μια εκφορά του λόγου των ηθοποιών που αναδεικνύει μια υποβόσκουσα μουσικότητα, έναν εσωτερικό λυρικό παλμό, μια ρυθμική χρονικότητα με τον οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένη η καλλιτεχνική ταυτότητα της Ιταλίας. Άλλωστε , δεν είναι τυχαίο πως δεν χρησιμοποιεί ιδιαίτερα σύγχρονο ήχο στις ταινίες του κι αυτό για να μην καταφύγει σε ερμηνευτικές ακροβασίες  στην προσπάθεια μετάβασης του εννοιολογικού  υπόβαθρου των ταινιών του.

Ωστόσο ο Fellini δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην εκφραστικότητα του προσώπου των ηθοποιών και κυρίως στη κίνηση του σώματος τους και τη συμβολική ερμηνεία τους για να αιτιολογήσει το ρόλο που έχει δημιουργήσει.[3]

Με βάση αυτή τη θεωρητική αρχή, ο Marcello Mastroianni υποδυόμενος το δημοσιογράφο Marcello Rubini αποδίδει πειστικά τον άνθρωπο που βρίσκεται αντιμέτωπος με τα προσωπικά του αδιέξοδα και την έλλειψη πυξίδας ηθικών αξιών. Μουδιασμένος απέναντι στη παρακμή μιας επηρμένα αυτάρεσκης κοινωνίας καλείται να δραπετεύσει από τη μοναξιά του.

Είναι χαρακτηριστική η έμφαση που δίνεται στη συναισθηματικά καταπιεσμένη ύπαρξη του που ανασύρεται από τη τραυματική σχέση του με το πατέρα του που στιγματίζει τη ζωή του. Οι τρυφερές εκφράσεις και κινήσεις του αντικρούουν την αγριότητα που αναβλύζει στη σκηνή του καβγά με την Εmma (Yvonne Furneaux) αλλά παραμένει συνεπής ως προς ψυχολογικό προφίλ του ήρωα του αφού εξηγείται ως αμφιταλάντευση ανάμεσα στη μητρική αγάπη που του προσφέρει η γυναίκα του και την αγάπη του για τη Maddalena (Anouk Aimee). Εκείνη , άλλωστε, με το τρόπο που αντιμετωπίζει τη πραγματικότητα του υπενθυμίζει τις δικές του αγκυλώσεις.

Με την ίδια λογική είναι αδύνατον να αμφισβητήσουμε οτι η Anita Ekberg ερμηνεύει υποδειγματικά την προκλητικά και κυνικά ελκυστική πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου. Σε τέτοιο βαθμό που ταυτίζει απόλυτα το πρόσωπο της με τη γυναίκα που αναταράσσει τη ζωή του Marcello χωρίς όμως να μνημονεύεται η ερμηνεία της.[4] Παρόλα ταύτα καταφέρνει με τη παρουσία της ως σταρ να υπογραμμίσει την αντίφαση της γυναικείας εικόνας που συνθέτει τους ρόλους της ερωμένης και ενίοτε της πόρνης με αυτό της μητέρας, της αδερφής και της φίλης έτσι όπως σχηματοποιείται στερεοτυπικά στη συνείδηση των αντρών και κυρίως του Marcello.

H εικόνα της Ekberg όσο προσχηματικά και αν λειτουργεί στη κατεύθυνση ανάδειξης των πολλαπλών ιδιοτήτων της θηλυκής φύσης της, κατορθώνει να παρουσιάσει τη θυματοποίηση και φαλκίδευση του συναισθηματικού της υποβάθρου και της ατομικότητας της.

Στο ίδιο πνεύμα εντοπίζεται και η ερμηνεία του Alain Cuny που ως Steiner καταφέρνει να ανασύρει τις ρωγμές του εσωτερικού του κόσμου και να υπονομεύσει τον επίπλαστα εξιδανικευμένο περιβάλλον του. Επί της ουσίας αν και σε πρώτο επίπεδο παρουσιάζεται ως το φωτεινό παράδειγμα διανόησης και γαλήνης στην οποία έχει ανάγκη να πιστέψει ο Marcello, καταλήγει να αποκαλυφθεί ως η αντανάκλαση της καλύτερης εκδοχής του κρυμμένου εαυτού του. Το είδωλο των χαμένων ονείρων του που αποπροσανατολίστηκε από μια συμβατική ζωή. Συνεπώς η προσέγγιση του ρόλου του δρα συμπληρωματικά με αυτό του Marcello.

Ωστόσο είναι προφανές πως ο προβληματισμός του Fellini κινείται σε διαφορετικά επίπεδα στη Dolce Vita καθώς επιχειρεί μια αισθητική ανάμειξη παρακμής και ατμοσφαιρικού ύφους ισχυρότερη από κάθε πιθανή επιβλητική ερμηνεία.

Τελικά, σε κάθε ερμηνευτική καθοδήγηση των ηθοποιών, ο Fellini ακολουθεί με πίστη και σαφήνεια μινιμαλιστικές, λιτές εκδοχές υποκριτικού κώδικα. Αν και το αφηρημένο ύφος δεσπόζει στη φόρμα αφήγησης των ηθοποιών, οι συναισθηματικές εξάρσεις και κορυφώσεις προκύπτουν από τις κινηματογραφικές επιλογές, από τη επιτυχή όσμωση φωτογραφίας και ήχου αλλά και με την επιβλητικότητα της θεματικής διαστρωμάτωσης με τέτοιο τρόπο ώστε να επισκιάζεται η έλλειψη των ερμηνευτικών κλιμακώσεων.

[2]     https://flix.gr/cinema/la-dolce-vita-review.html

[3] ΠΛΑΤΩΝ ΡΙΒΕΛΛΗΣ, Η ΦΑΝΕΡΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΚΡΥΦΗ ΣΥΓΚΊΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ – ΔΩΔΕΚΑ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΩΤΟΧΩΡΟΣ , ΑΘΗΝΑ 2008

[4]  ΠΛΑΤΩΝ ΡΙΒΕΛΛΗΣ, Η ΦΑΝΕΡΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΚΡΥΦΗ ΣΥΓΚΊΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ – ΔΩΔΕΚΑ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΩΤΟΧΩΡΟΣ , ΑΘΗΝΑ 2008

 

Μαρίνα Κονδάκη