Indiana Jones and the Dial of Destiny

Indiana Jones and the Dial of Destiny

Η δεκαετία του ’80 ανάμεσα σε όλα όσα έδωσε στην ποπ κουλτούρα γέννησε και παρέδωσε έναν από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς ήρωες. Από το 1981 μέχρι και το 1989 όπου και ολοκληρώθηκε η τριλογία, το κοινό ανά τον κόσμο έμαθε να αναγνωρίζει τρία πράγματα: ένα καπέλο, ένα λάσο και μια μουσική.

Φυσικά μέσα σε όλα αυτά και ένα πρόσωπο που είναι απόλυτα συνδεδεμένο με τον ήρωα. Άλλωστε πως μπορεί να φανταστεί κανείς τον Indiana Jones χωρίς τον Harrison Ford και το ανάποδο;

Δεκαεννιά χρόνια μετά το τέλος της τριλογίας, ο ήρωας επέστρεψε με μια τέταρτη ταινία πάντα υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Steven Spielberg. Σήμερα, χωρίς τον Spielberg, ο Indiana Jones πρόκειται να φορέσει για μια ακόμα φορά το καπέλο του και με το λάσο ανά χείρας να βρεθεί στην τελική του περιπέτεια για την ταινία με τον τίτλο Indiana Jones and the Dial of Destiny (⭐⭐⭐1/2).

Σε αυτή την ταινία είμαστε το καλοκαίρι του ’69, την χρονιά που ο άνθρωπος περπάτησε στο φεγγάρι και ο Jones πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί από καθηγητής αρχαιολογίας πανεπιστημίου. Νιώθει ότι η εποχή τον ξεπερνά και ότι το ενδιαφέρον του κόσμου μετατοπίζεται αλλού.

Ο ίδιος είναι φανερά καταβεβλημένος αφού ο γιος του έχει σκοτωθεί στον πόλεμο του Βιετνάμ. Mπλέκεται από το πουθενά σε μια περιπέτεια όταν εμφανίζεται η βαφτισιμιά του και του ζητά να της υποδείξει που έκρυψαν, αυτός και ο πατέρας της, τον μηχανισμό των Αντικυθήρων!

Εκεί μπλέκονται οι αιώνιοι αντίπαλοι του Jones, οι Ναζί, και η υπόθεση παίρνει άλλη τροπή που μεταφέρει τον Indiana σε μέρη και γνωριμίες που δεκαετίες έχει αφήσει στην ασφάλεια της μνήμης του.

Η πέμπτη ταινία του Indiana Jones, Dial of Destiny, έχει αλλαγές στην σκηνοθεσία και έχουμε το όνομα του James Mangold. Ο δυο φορές υποψήφιος για Oscar σκηνοθέτης είναι κυρίως γνωστός για το Walk The Line, Logan, The Greatest Showman και Ford v. Ferrarri. Καταφέρνει και παραδίδει μια χορταστική περιπέτεια δυόμιση ωρών χωρίς να παραλείπει τίποτα από όσα κάνουν τον Indiana αλλά συγχρόνως χωρίς να μοιάζει με ένα νοσταλγικό απολίθωμα. Τα 2/3 της ταινίας είναι κυριολεκτικά η απόλυτη διασκέδαση με δυο μεγάλες σκηνές καταδίωξης που η νεότερη γενιά θα παραλληλίσει με κάποια σεκάνς από ανάλογο video games τύπου Uncharted. Αλλά πολύ πριν την επέλαση του Tomb Raider ή Uncharted, ήταν οι ταινίες του Indiana Jones που έθεσαν τον πήχη και κατάφεραν μια ολόκληρη γενιά να ενδιαφερθεί για την αρχαιολογία και ιστορία. Το τρίτο μέρος της ταινίας ξεφεύγει κατά πολύ και ο μέσος θεατής μπορεί να το θεωρήσει υπερβολικό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πάει ενάντια σε αυτό που είναι ο ήρωας. Σε όλες τις ταινίες ο Indiana ήθελε να είναι μέρος της ιστορίας και σε αυτή καταφέρνει να γίνει, χωρίς να αποκαλύψουμε περισσότερα.

Στο ογδόντα του ο Harrison Ford είναι κυριολεκτικά αναντικατάστατος και δεν γίνεται να φανταστείς κάποιον άλλον να παραλαμβάνει την σκυτάλη και όνομα του χαρακτήρα. Ο ίδιος στις Κάννες όπου βραβεύτηκε με το τιμητικό βραβείο φέτος αποχαιρέτησε τον χαρακτήρα με γνήσια συγκίνηση και δήλωσε ότι αυτό είναι το τέλος για έναν ήρωας που υπάρχει στην μεγάλη οθόνη για πάνω από σαράντα χρόνια. Κάποιος θα πίστευε ότι η προσθήκη της Phoebe Waller-Bridge θα ήταν το κλείσιμο του ματιού της παραγωγής ότι ο Indiana πλέον περνάει στα χέρια μιας γυναίκας για την νέα εποχή που έρχεται. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει και ευτυχώς το σενάριο της ταινίας, της χαρίζει έναν πιο περίπλοκο χαρακτήρα παρά μια μονοδιάστατη γεφύρωση της νέας γενιάς με ότι προηγήθηκε.

Σε αυτή την ταινία βλέπουμε και την βελτίωση της de-aging τεχνολογίας αφού για πάνω από μισή ώρα στην εναρκτήρια σκηνή ο Harrison Ford μεταφέρεται χρονικά στην δεκαετία του ’40 όπου ήταν η εποχή των πρώτων ταινιών και μοιάζει σαν ένας πραγματικός σαραντάρης με τον θεατή να μην κατανοεί πως αυτό δεν είναι υλικό από το παρελθόν και μιλάμε για την εισαγωγή μιας νέας τεχνολογίας που κάνει πλέον θαύματα.

Χωρίς μεγάλες δόσεις νοσταλγίας αλλά με ξεκάθαρες αναφορές στην ιστορία του franchise, η νέα ταινία του Indiana Jones Dial of Destiny, είναι η απόλυτη επιλογή για μια έξοδο σε ένα θερινό σινεμά.

Χρήστος Βασιλακόπουλος