Jurassic World: Dominion
Το 1993, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, μια ταινία με δεινοσαύρους άλλαξε μια για πάντα την ποπ κουλτούρα και δημιούργησε ένα σημείο αναφοράς για πολλούς θεατές ανά τον κόσμο. Το Jurassic Park είναι μέχρι και σήμερα η αγαπημένη ταινία πολλών αλλά και η πρώτη ταινία μια ολόκληρης γενιάς που έμαθε τι είναι ο κινηματογράφος μέσω αυτής. Είναι τόσο μεγάλη η διείσδυση της ταινίας στο θυμικό όλων μας που πολλοί ξεχνούν ότι υπήρξαν άλλες δυο ταινίες, μια το 1997 και άλλη μια το 2001.
Σε εκείνη την πρώτη τριλογία έπαιξαν ο Sam Neil, Laura Dern και Jeff Goldblum. Η Laura Dern μόνο στην αρχική ταινία ενώ οι άλλοι δυο χωριστά στις δυο επόμενες.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά το τέλος εκείνης της τριλογίας και είκοσι δυο από την πρώτη, το Hollywood ”βούτηξε” ξανά στο σύμπαν των δεινοσαύρων με την ταινία Jurassic World. Η συνταγή πάνω κάτω η ίδια αλλά η σκυτάλη είχε δοθεί στην νέα φουρνιά ηθοποιών αλλά και θεατών που με την νοσταλγία του παρελθόντος έτρεξαν να δουν την καινούργια ιστορία χαρίζοντας στην παραγωγή ένα από τα καλύτερα box office της χρονιάς του 2015 και βγάζοντας λάθος όλους όσοι έλεγαν ότι σαν θέμα είναι αρκετά ξεπερασμένο.
Το sequel ήρθε μετά από τρία χρόνια με επιτυχία αλλά σαφώς κατώτερη της πρώτης. Χθες έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους το τρίτο μέρος και το κλείσιμο της τριλογίας με τον τίτλο Jurassic World: Dominion.
Η ταινία ακολουθεί τα γεγονότα της δεύτερης ταινίας όπου οι δεινόσαυροι μετά από μια καταστροφή στο νέο νησί και με τους δόλιους χειρισμούς των υπευθύνων, είναι ελεύθεροι στον κόσμο. Η ανθρωπότητα προσπαθεί να εξοικειωθεί με την συμβίωση με ένα είδος που είχαν πιστέψει ότι είχε εξαφανιστεί αλλά για μια ακόμα φορά ένας άνθρωπος προσπαθεί να χρησιμοποιήσει όσο μπορεί να ανακαλύψει από το DNA των δεινοσαύρων προς όφελος όλων μας. Όμως για διαφορετικούς λόγους οι ήρωες της ταινίας θα μπλεχτούν ξανά στην καταπολέμηση μιας εταιρίας που φαίνεται ότι τα σχέδια της δεν είναι και τόσο ανιδιοτελή.
Αυτό που ξεχωρίζει σε αυτή την ταινία και σαφώς θα προσελκύσει το κοινό είναι η συνύπαρξη για πρώτη φορά και των δυο γενεών του franchise. Τόσο ο Sam Neil όσο και ο Chris Pratt συναντιόνται επί οθόνης προσφέροντας αυτό το νοσταλγικό οργασμό που είναι τόσο σύνηθες στις κινηματογραφικές ημέρες μας. Όμως η ταινία φαίνεται ότι έχει πολλά προβλήματα για να μπορέσει κάποιος να τα ξεχάσει μπροστά στην θέαση αυτής της συνεύρεσης.
Το αρχικό και μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας είναι η ακύρωση όλου του hype που είχε δημιουργήσει με τις δυο προηγούμενες. Οι ταινίες του 2015 και 2017 έδειχναν την κατεύθυνση μιας ιστορίας που θα έφτανε στο ζενίθ της με την τρίτη ταινία. Για πρώτη φορά θα μπορούσε ο θεατής να δει πως θα ήταν αν οι δεινόσαυροι συμβίωναν με τους ανθρώπους. Κάτι που το σενάριο της ταινίας εξερευνάει επιδερμικά, σχεδόν δίνοντας μια γεύση, και επιστρέφει στο γνωστό μοτίβο ενός κακού που θέλει να κάνει πειράματα με όσα δεν πρέπει και καταλήγει όλο αυτό σε μια καταστροφή. Άρα η υπόσχεση δεν εκπληρώνεται και ο θεατής βλέπει ξανά ένα βασικό story που το έχει δει τουλάχιστον άλλες τρεις φορές σε αυτό το franchise.
Δεύτερον, από την ταινία λείπει η έκπληξη. Αυτό το διαφορετικό που θα κάνει τον θεατή να ανακαθίσει και να ενδιαφερθεί λίγο περισσότερο για το τι γίνεται μέσα στην ταινία. Εννοείται ότι δεν ψάχνεις ερμηνείες με βάθος και την εξέλιξη του χαρακτήρα που θα σε αφήσει άφωνο αλλά εδώ δεν παίρνεις ούτε το ένα δέκατο από αυτό. Η ταινία υπολείπεται ψυχής ή με την ορολογία του franchise είναι σαν κάποιος να βρήκε το κεχριμπάρι αλλά να λείπει από μέσα ο δεινόσαυρος.
Φυσικά και η ταινία διαθέτει κάποιες πολύ καλές σκηνές δράσης αλλά ως εκεί. Είναι τόσο άνοστη και άοσμη που ακόμα η ένωση των δυο γενεών μένει μετέωρη απλά ως διαφημιστικό δόλωμα.
Μάλλον μετά από χρόνια θα καταλήξουμε να μιλάμε για την πρώτη ταινία και αυτής της τριλογίας όπως είχε γίνει με την αρχική, ρίχνοντας στο περιθώριο της συλλογικής μνήμης για την όποια άλλη ακολούθησε.
Χρήστος Βασιλακόπουλος
⭐⭐