Τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού κυκλοφόρησε μια ταινία που συγκέντρωσε πολλές αντιδράσεις, φανατικούς θαυμαστές αλλά και σκληρούς πολέμιους της. Φυσικά μιλάμε για την ταινία ‘Man of God’.
Η ταινία της Yelena Popovic κατάφερε και έφερε κόσμο στις αίθουσες (θερινοί κινηματογράφοι) και αυτή την στιγμή στο IMDB, με 1.100 ψήφους, έχει βαθμολογία 7.1.
Είναι τελικά η ταινία της χρονιάς για την Ελλάδα ή πρόκειται για το απόλυτο παράδειγμα πως η σωστή διαφήμιση παρακινεί ένα συγκεκριμένο κοινό να τρέξει στις αίθουσες;
Η ταινία εξιστορεί τη ζωή του Αγίου Νεκτάριου. Ή κατά κόσμον Αναστάσιου Κεφαλά, από ένα σημείο και μετά. Συγκεκριμένα η ταινία ξεκινά μετά τον διωγμό του από την Αλεξάνδρεια και τον πόλεμο που δέχτηκε, λόγω της δημοφιλίας του, για να μην καταφέρει να ανέβει στο πατριαρχικό θρόνο. Έπειτα τον ακολουθούμε στην ζωή του στην Αττική μέχρι και το τέλος της. Το σενάριο της ταινίας υπογράφει, όπως και την σκηνοθεσία, η Yelena Popovic.
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Μιλάμε για κινηματογράφο. Είναι μια ταινία και όχι ένα θρησκευτικό γεγονός. Δεν έχουμε σπάνια πλάνα από κάποιο θαύμα του Άγιου Νεκτάριου στη μορφή ντοκιμαντέρ , για να καταλήγει να σταυροκοπιέται ο θεατής μες στην αίθουσα. Αφού όμως μιλάμε για ταινίες πρέπει να επισημάνουμε κάτι για τον κινηματογράφο στην Ελλάδα, ειδικά για την ελληνική παραγωγή. Το κοινό δεν γεμίζει τις κινηματογραφικές αίθουσες με ευκολία για να δει μια ελληνική ταινία. Αυτό γίνεται μόνο αν του δοθεί κάτι με θρησκευτικό πατριωτικά χαρακτηριστικά ή νοσταλγία δοσμένη ως σινεφίλ γαλακτομπούρεκο.
Τα εισιτήρια που έχει καταφέρει να κόψει η ταινία μέχρι στιγμής είναι χωρίς αντίκρισμα γιατί πολύ απλά το κοινό, που παρακινήθηκε με διάφορους τρόπους, να δει την ταινία συνήθως απέχει από ότι άλλο κινηματογραφικό. Βρέθηκαν στις θέσεις ενός κινηματογράφου όχι για να δουν την ταινία αλλά για να ”βιώσουν” τα πάθη του Άγιου. Σίγουρα οι περισσότεροι από αυτούς αγνοούν την προηγούμενη ταινία του πρωταγωνιστή Σερβετάλη, τα ‘Μήλα’, που βρέθηκε μια ανάσα πριν τα Oscar και συγκίνησε την Cate Blanchett τόσο πολύ που κατέληξε να γίνει παραγωγός και να την προωθεί στην αγορά της Αμερικής.
Έχοντας υπόψιν ότι η παραγωγή στοχεύει πρωτίστως σε ένα συγκεκριμένο κοινό, πρέπει να πούμε ότι το ‘Man of God’ δεν είναι ταινία. Η σκηνοθεσία είναι ανύπαρκτη. Ενώ με ευκολία θα μπορούσε να πει κανείς ότι έγινε μια συρραφή διαλόγων για να έχουμε ένα κάποιο αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει μια κεντρική κατεύθυνση, παρά διάλογοι που θέλουν να τονίσουν πως η κοσμική Εκκλησία έβαζε συνέχεια εμπόδια στον Άγιο Νεκτάριο. Από την ταινία λείπει εντελώς το υπερφυσικό στοιχείο για το πως έγινε άγιος, κάτι που ίσως κινηματογραφικά να είχε ενδιαφέρον ως προς το πως θα το παρουσίαζαν, εκτός μια ολιγόλεπτης σκηνής στο τέλος με τον Mickey Rourke.
Αρκετοί στάθηκαν στην ερμηνεία του Σερβετάλη. Ο Σερβετάλης ειναι καλός, αλλά οχι συγκλονιστικός.
Γιατί αυτό; Γιατί αν κάποιος έκανε τον κόπο να ακολουθεί την πορεία του Άρη στον κινηματογράφο θα έβλεπε το ερμηνευτικό στυλ που έχει ο ίδιος και που δεν απέχει πολύ από το πως υποδύεται τον Άγιο.
Σίγουρα κινησιολογικά “κλέβει” την παράσταση αλλά η πραότητα του δεν είναι κάποιο καινούργιο χαρακτηριστικό στο πως ερμηνεύει τους ρόλους που καλείται να βγάλει εις πέρας. Για τα αγγλικά των ηθοποιών, τα έχετε ακούσει.
Οι περισσότεροι ηθοποιοί μένουν αναξιοποίητοι μιας και οι ρόλοι τους δεν έχουν καμία εξέλιξη παρά μοιράζονται μερικά λόγια με τον κεντρικό ρόλο.
Τα εύσημα που πρέπει να πάρει η παραγωγή είναι τόσο για το στήσιμο των σκηνών όσο και για το μακιγιάζ.
Η ταινία στο σύνολο της είναι άχρωμη, άοσμη, άνευρη.
Σου μένει στο μυαλό ο Σερβετάλης όπως η Meryl Streep στο ‘The Iron Lady’.
Όχι δεν τους συγκρίνω ερμηνευτικά αλλά ότι δεν θυμάσαι την ταινία παρά τον κεντρικό ρόλο.
Θα αρέσει σε αυτούς που πρέπει να αρέσει αλλά ως εκεί. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο.
Τέλος, στην ταινία γίνεται και κάτι άλλο που το συναντάμε συχνά σε ταινίες εκτός αμερικάνικης αγοράς. Ένας μεγάλος πρωταγωνιστής που έχει περάσει προ πολλού η ακμή της καριέρας του, πληρώνεται όσο ζητάει. Και παρουσιάζεται στο κοινό ότι κατέχει κεντρικό ρόλο στην ταινία για να γίνει ο κράχτης της παραγωγής για περισσότερα εισιτήρια. Κάτι που εδώ το βρίσκει κανείς στο πρόσωπο του Mickey Rourke.