Με αφορμή την παράσταση το «Ατσάλι» της Rona Munro, που επαναλαμβάνεται με μεγάλη επιτυχία για δεύτερη χρονιά στο θέατρο «Μεταξουργείο», και πήρε παράτασή της μέχρι και την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου, η Χριστίνα Χανιώτου μίλησε με την Κατερίνα Παπαδάκη για την παράσταση και την σχέση μητέρα-κόρης όπως αυτή αποτυπώνεται στο έργο και όχι μόνο.
Η σχέση μητέρας και κόρης είναι περίπλοκη από μόνη της. Πώς ο χαρακτήρας που ερμηνεύετε βρίσκει το κουράγιο να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση;
Σίγουρα η σχέση μητέρας-κόρης είναι ούτως ή άλλως δύσκολη. Στην περίπτωση της Τζόσυ μάλιστα μιλάμε για μια σχέση που διακόπηκε με βία σε πολύ μικρή ηλικία. Η Φέη (η μητέρα) δολοφόνησε τον πατέρα της μικρής και το κορίτσι μεγάλωσε με τη γιαγιά του, χωρίς να έχει καμία ανάμνηση απ’ το παρελθόν της. Νομίζω λοιπόν, πως στην περίπτωση της Τζόσυ, η επαφή, έστω και 15 χρόνια μετά, με τη μητέρα της είναι μονόδρομος. Πρέπει να βάλει σε μια σειρά το παρελθόν, για να μπορέσει να οργανώσει το παρόν και το μέλλον της. Το κουράγιο λοιπόν πρέπει και οφείλει στον εαυτό της να το βρει και θα δούμε αν μπορεί ή όχι να διαχειριστεί τελικά αυτήν την κατάσταση.
Μπορεί μία κόρη να συγχωρήσει τα πάντα στη μητέρα της;
Δεν νομίζω πως μπορώ να δώσω απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Όλες οι περιπτώσεις είναι διαφορετικές. Πρέπει σίγουρα να βρει έναν τρόπο, συγχωρώντας ή όχι, να προχωρήσει χωρίς τραύματα και άλυτα ερωτήματα τη ζωή της.
Με ποιον τρόπο η ιδρυματοποίηση των φυλακών επηρεάζει τις συγγενικές σχέσεις;
Μπορώ να μιλήσω μόνο με βάση το έργο. Στην παράσταση λοιπόν βλέπουμε μια τεράστια δυσκολία. Είναι ένα σκληρό περιβάλλον χωρίς χώρο και χρόνο. Ο χώρος και ο χρόνος είναι απαραίτητος για τις ανθρώπινες, πόσο μάλλον τις συγγενικές σχέσεις, συνεπώς όταν αυτό δεν υπάρχει είναι όλα πολύ πιο δύσκολα. Βλέπουμε τη Φέη στη φυλακή και δεν ξέρουμε τί άνθρωπος ήταν πριν, αν ήταν έτσι ή αν έχει αλλάξει λόγω εγκλεισμού. Έχει γίνει ένα με το κελί, είναι ένας άνθρωπος που δεν αναπνέει τον ίδιο αέρα με την κόρη της, κάπως έτσι το έχω στο μυαλό μου. Δεν έχει εικόνα του έξω κόσμου, ζει σε μια ειδική συνθήκη που ο έξω κόσμος δε μπορεί να καταλάβει ούτε λίγο.
Η Τζόσυ οδηγείται πεισματικά από την επιθυμία της, όμως στο τέλος καταφέρνει να προστατέψει τον εαυτό της. Η αγάπη οριοθετείται ακόμα και στις πιο ακραίες συνθήκες;
Αν δεν οροθετηθεί η αγάπη, υπάρχει πρόβλημα. Τώρα το ζήτημα είναι εάν θα καταφέρεις να βάλεις εσύ τα όρια ή εάν θα χρειαστεί, για καλό δικό σου, να στα βάλει κάποιος άλλος.
Μιλήστε μας για τη συνεργασίας σας με τη Γιασεμί Κελαηδόνη. Σας χάρισε προκλήσεις;
Με τη Γιασεμί έχουμε μια πολύ όμορφη σκηνική επικοινωνία. Χαίρομαι όταν συνεργάζομαι με ανθρώπους που είναι ανοιχτοί στο να δοκιμάζουμε πράγματα. Θέλω να πω πως σε κάθε παράσταση είμαστε και οι δύο ανοιχτές σε νέους τρόπους, μιας και η παράσταση είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Αλλάζουν οι ματιές, οι τονισμοί, τα αγγίγματα σχεδόν κάθε φορά. Αυτό είναι κάτι που εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ στο θέατρο. Γίνονται πράγματα που μπορεί να αλλάξουν, όλη τη ματιά μου απέναντι στον ρόλο και να ανακαλύψω ξαφνικά πως, για παράδειγμα, η Τζόσυ σε αυτή τη σκηνή δεν πρέπει να αναπνέει έτσι… Αυτό δε θα συνέβαινε αν δεν ένιωθα ασφαλής και άνετη. Με τη Γιασεμί τα αισθάνομαι αυτά. Μπορώ να πω πως για εμένα κάθε νέα συνεργασία είναι πρόκληση, κάθε ρόλος και κάθε συνομιλητής είναι πρόκληση. Το ζήτημα είναι αν μιλάμε για άσχημες – στενάχωρες ή για ευτυχείς και δημιουργικές προκλήσεις. Στην προκειμένη έχουμε να κάνουμε με το δεύτερο και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό.
Δεδομένης της απήχησης του έργου, η παράσταση θα συνεχίσει και 3 η χρονιά;
Αυτό ακόμα δεν το γνωρίζω με σιγουριά. Υπάρχει όμως η πιθανότητα, καθώς όντως ο κόσμος αγκάλιασε πολύ την παράσταση.