Ο Πυθαγόρας Ελευθεριάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1993. Το πρώτο του βιβλίο, µε τίτλο Τι θυµάσαι απ’ τον θάνατό σου;, ανακηρύχθηκε best seller στα Public stores, ψηφίστηκε ανάµεσα στα δέκα καλύτερα βιβλία µε τον πιο ξεχωριστό ήρωα στα Public Awards, ενώ σύντοµα θα µεταφραστεί και στα αγγλικά. Το νέο του συγγραφικό εγχείρημα με τίτλο Ήμουν έντεκα όταν πέθανα κυκλοφόρησε πριν λίγο διάστημα από τις εκδόσεις Πηγή και αποτέλεσε αφορμή για τη συνέντευξη που έδωσε στη συντάκτρια Έλλη Μουτσοπούλου.
Πριν λίγο διάστημα κυκλοφόρησε το νέο σου βιβλίο με τίτλο «Ήμουν έντεκα όταν πέθανα». Θες να μας πεις λίγα λόγια γι’ αυτό;
Το «Ήμουν έντεκα όταν πέθανα» πραγματεύεται την ιστορία της Σοφίας. Πρόκειται για ένα νεκρό κορίτσι το οποίο ακούει στο απόλυτο σκοτάδι μία φωνή, η οποία της ανακοινώνει ότι μπορεί να της δώσει μία δεύτερη ευκαιρία για να επιστρέψει στη ζωή της. Δεν θα έχει όμως τη δυνατότητα να αναβιώσει στιγμές από τη ζωή της μετά από αυτή την αλλαγή. Ωστόσο όλα τα άτομα που θα επηρεαστούν από αυτή θα ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους με βάση αυτή την αλλαγή. Η Σοφία ξεκινάει να αφηγείται την ιστορία της από την περίοδο που βρισκόταν σ’ ένα ίδρυμα, τη δεκαετία του 1950, όπου πάντα ένιωθε μόνη κι αντισυμβατική. Ώσπου μία φαινομενικά τέλεια οικογένεια, ένας γιατρός και μία δασκάλα, αποφασίζουν να την τεκνοθετήσουν. Όταν όμως μετακομίζει μαζί τους, όλα αλλάζουν.
Για ποια ζητήματα μιλάς μέσω της νέας σου ιστορίας;
Στην ιστορία αυτή υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη μητέρας. Για τους δικούς τους λόγους κρίνονται ικανές αλλά και ανίκανες μητέρες της Σοφίας. Η δύναμη της γυναίκας, η πραγματικότητα των παιδιών στα ιδρύματα, η ενδοοικογενειακή βία, ο ρατσισμός, η δύναμη της λογοτεχνίας – των βιβλίων που βοηθούν την Σοφία να αντέξει τις δυσκολίες της ζωής της αλλά και η παιδική φιλία, αποτελούν ορισμένα από τα θέματα του βιβλίου.
Το βιβλίο αποτελεί συνέχεια του πρωτόλειού σου; Υπάρχει κάποια σύνδεση;
Το βιβλίο δεν αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου. Τρεις ήρωες όμως εμφανίζονται από το πρώτο στο δεύτερο οπότε σίγουρα η ανάγνωση του πρώτου θα φανεί πιο οικεία για τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες. Η βάση και των δύο είναι ο θάνατος και η φωνή, η οποία δίνει στους πρωταγωνιστές την ευκαιρία γι’ αυτή την αλλαγή.
Τι είναι αυτό που σε οδηγεί να γράφεις βιβλία τέτοιας θεματολογίας;
Νομίζω ίσως τα δικά μου απωθημένα. Τα δικά μου ανεκπλήρωτα «αν». Ορισμένα θέματα που θίγω στα βιβλία μου, όπως αυτό της κώφωσης, της ομοφυλοφιλίας και της τεκνοθεσίας αποτελούσαν θέματα που είχα ανάγκη να διαβάσω ως αναγνώστης, αλλά δεν τα συνάντησα ή τουλάχιστον δεν τα έβρισκα συχνά σε άλλα βιβλία.
Τι ήταν αυτό που σε δυσκόλεψε περισσότερο κατά τη συγγραφή του βιβλίου;
Να γράψω σαν ένα εντεκάχρονο κορίτσι και να αντέξω την ψυχολογική πίεση που ένιωθα καθώς έγραφα μία δυσάρεστη ιστορία, ενώ η ίδια μου η ψυχολογία δεν ήταν καθόλου καλή. Έπρεπε να κάνω έρευνα και να έρθω σε επαφή με ιδρύματα αλλά και με μία φίλη μου που είχε θετούς γονείς. Τέλος, ήταν σημαντικό να έχω, σχεδόν σε καθημερινή βάση, επαφή με τη μαθήτρια μου τη Σοφία, που με βοήθησε να αντιληφθώ πώς σκέφτεται ένα εντεκάχρονο κορίτσι.
Πώς κατάφερες να γίνεις η φωνή ενός μικρού κοριτσιού;
Ανέκαθεν θεωρούσα πως τα κορίτσια στο σχολείο, κι ειδικά από το δημοτικό κι έπειτα, έτειναν να αναλύουν περισσότερο, να έχουν μία ενσυναίσθηση, που εμένα προσωπικά μου δημιουργούσε μία οικειότητα. Έτσι αποφάσισα η ηρωίδα μου να είναι κορίτσι κι όχι αγόρι. Γιατί ίσως πάντα αισθανόμουν ότι μπορούσα να καταλάβω τα κορίτσια περισσότερο από τα αγόρια. Έπειτα ζήτησα τη βοήθεια από την τότε μαθήτριά μου, την εντεκάχρονη Σοφία. Της έκανα μαθήματα περίπου 4 χρόνια. Οπότε αφού πήρα την έγκριση της ίδιας και της μητέρας της, ξεκίνησα να τη ρωτάω πράγματα σχετικά με την ιστορία. Πώς θα αντιδρούσε σε καταστάσεις, πώς θα έγραφε, πώς θα μιλούσε. Την παρότρυνα να μου στέλνει τις απαντήσεις της στο viber για να βλέπω τον γραπτό της λόγο και να τον υιοθετώ. Στην αρχή απαντούσε σαν πολιτικός. «Παγκόσμια ειρήνη, όλα υπέροχα». Ακόμη το θυμάμαι και γελάω. Της έλεγα «Ρε Σοφία μου, δεν είναι τεστ αυτή τη φορά, είναι η αλήθεια σου. Πες μου ό,τι σκέφτεσαι και πώς πραγματικά θα αντιδρούσες». Δεν ανέφερα όμως ποτέ τις πιο σκληρές σκηνές. Αυτές έπρεπε να τις σκεφτώ μόνος…
Τέλος, αφού σε ευχαριστήσουμε για το χρόνο σου, θα θέλαμε να σε ρωτήσουμε αν υπάρχει άλλη ιστορία στο μυαλό σου αυτή τη στιγμή. Έχεις ξεκινήσει τη συγγραφή; Τι να περιμένουμε μελλοντικά;
Γράφω όταν ερωτεύομαι κι όταν είμαι πολύ πεσμένος ψυχολογικά. Γενικά όταν έχω έντονα συναισθήματα. Τίποτα από τα δύο δεν συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Οπότε δεν γράφω. Έχω κάποιες ιδέες στο μυαλό μου αλλά θέλω να πάρω λίγο χρόνο, να ζήσω εμπειρίες, να γνωρίσω ανθρώπους, να ακούσω τις κριτικές για το δεύτερο βιβλίο μου ώστε να βελτιώσω το επόμενο. Επίσης τώρα δίνω όλη μου την προσοχή στη μετάφραση και στην προώθηση του πρώτου μου βιβλίου με τίτλο «Τι θυμάσαι απ’ τον θάνατό σου;» στο εξωτερικό.