Με τη Βίκυ Αλυσσανδράκη γνωριστήκαμε πριν από δύο δεκαετίες, σε ένα κοινό μάθημα στη Νομική Σχολή Αθηνών. Τότε, πέρα από το γεγονός ότι καθόμασταν δίπλα δίπλα και λέγαμε απλώς μια καλημέρα, δεν κάναμε παρέα. Το εξάμηνο τελείωσε, καθεμιά πήρε τον δρόμο της, δεν ειδωθήκαμε για πολλά χρόνια.
Πέρσι, χάρη σε μια τυχαία συγκυρία (αν και δεν πολυπιστεύουμε στην τύχη), ξαναβρεθήκαμε διαδικτυακά. Συνειδητοποιήσαμε πως, τελικά, έχουμε πάρα πολλές κοινές αγάπες – τη γλώσσα, τη λογοτεχνία, τη Σκανδιναβία και, βεβαίως, τη μετάφραση. Όλα αυτά (και πολλά άλλα) έθεσαν τα θεμέλια για μια βαθιά φιλία και μια ειλικρινή συναδελφική αλληλοεκτίμηση. Το καλοκαίρι που μας πέρασε, συναντηθήκαμε και μιλήσαμε με αφορμή την κυκλοφορία της Ομίχλης (του βιβλίου του Ragnar Jonasson που συμπληρώνει την τριλογία Hidden Iceland, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη).
Το παρόν κείμενο δεν είναι συνέντευξη. Είναι μια πολύωρη, φιλική κουβέντα μεταξύ δύο μεταφραστριών, οι οποίες αντάλλαξαν σκέψεις για όσα αγαπούν: τη γλωσσολογία, την ιστορία, τη λογοτεχνία, τη μετάφραση, την επικοινωνία, τον πολιτισμό, τον φεμινισμό, την αλληλεγγύη, το ποδόσφαιρο, το nordic noir, τους Βίκινγκς, τη Σκανδιναβία, την Ισλανδία και, βεβαίως, την επιθεωρήτρια Χούλντα Χερμανσντόττιρ, που πλέον είναι “φίλη μας”.
Χριστίνα Κασσεσιάν
ΧΚ. Τρίτο βιβλίο Χούλντας, λοιπόν. Μέσα σε πόσα χρόνια;
Β.Α. Μέσα σε ενάμιση χρόνο ως προς τις κυκλοφορίες και δύο χρόνια για τις μεταφράσεις.
ΧΚ. Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με το έργο του Ράγκναρ Γιόνασον;
Β.Α. Η πρώτη επαφή με το έργο του Ράγκναρ ήταν μέσω ενός δείγματος που έκανα για τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Χ.Κ. Αυτή ήταν και η πρώτη σου μεταφραστική δουλειά από τα Ισλανδικά ή έχει προηγηθεί κι άλλη;
Β.Α. Όχι, εκείνη την περίοδο μετέφραζα και την “Μη Αναστρέψιμη Απώλεια Ψευδαισθήσεων” του Έιρικουρ Ερτν Νόρδνταλ, για λογαριασμό των Εκδόσεων Σαιξπηρικόν. Δεν έχει προηγηθεί άλλη μετάφραση από τα Ισλανδικά. Και η πρώτη μου επαφή με τη γλώσσα έγινε μέσω των Old Norse, δηλαδή των μεσαιωνικών Ισλανδικών, στα οποία έχουν γραφτεί οι Σάγκες και η Έδδα.
Χ.Κ. Πώς ήρθες σε επαφή με αυτό το κομμάτι της ισλανδικής γλωσσικής παράδοσης;
Β.Α. Μέσω των σπουδών μου. Έχω σπουδάσει Σκανδιναβικές Γλώσσες και Πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Μέρος του κύκλου των σπουδών μας ήταν και τα αρχαία Σκανδιναβικά, τα Old Norse. Δεν ξέρω αν υπάρχει όρος στα Ελληνικά που να το περιγράφει. Αν δεν υπάρχει, κακώς.
Χ.Κ. Υπάρχει. Αρχαία Νοδρικά, εξ όσων γνωρίζω.
Β.Α. Ωραία! Η πρώτη επαφή που είχα, λοιπόν, με αυτή τη γλώσσα, που μετεξελίχθηκε στα Ισλανδικά, ήταν μέσω αυτού του κύκλου. Να πω ότι, η γλωσσική απόσταση μεταξύ των Old Norse και των νέων Ισλανδικών είναι πολύ μικρότερη από ό,τι η απόσταση που έχουν μεταξύ τους τα αρχαία με τα νέα Ελληνικά.
Χ.Κ. Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον, αν και δεν έχω επαφή με καμία από τις δύο γλώσσες. Δεν ξέρω τι συμβαίνει με τις υπόλοιπες γλώσσες της περιοχής. Αναφέρομαι στις σκανδιναβικές γλώσσες, κυρίως στα Σουηδικά τα οποία μαθαίνω αυτό το διάστημα, και αναρωτιέμαι εάν υπάρχει κάποια αντιστοιχία.
Β.Α. Τα Old Norse έχουν αρκετή απόσταση από τα Σουηδικά. Αυτό συμβαίνει γιατί οι πρώτοι Ισλανδοί ήταν στην πραγματικότητα Νορβηγοί, οι οποίοι μεταξύ των τελών του 8ου και των αρχών του 9ου αιώνα κατέκτησαν την Ισλανδία. Τότε η Νορβηγία ήταν χωρισμένη σε μικρά βασίλεια από τον νότο μέχρι τον βορρά. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, έρχεται ένας Νορβηγός βασιλιάς, ο Χαράλδουρ Χάουρφάργκρι (Haraldr hinn hárfagri στα αρχαία Νορδικά / Haraldur hárfagri στα σύγχρονα Ισλανδικά). Αυτόν θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε στα Ελληνικά με μια μεσαιωνική μετάφραση, ως Χαράλδουρ με την ωραία κόμη. Στα βυζαντινά κείμενα έχει βρεθεί αναφορά σε έναν συνονόματό του, ο οποίος αναφέρεται ως Αράλδης.
Χ.Κ. Πόσο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι βρίσκονται τέτοιες αναφορές σε βυζαντινά κείμενα!
Β.Α. Πολύ! Οι Βίκινγκς είναι πολύ πιο κοντά μας από ό,τι νομίζουμε.
Χ.Κ. Είναι ιστορικά καταγεγραμμένο το ότι υπήρξε σώμα μισθοφόρων Βίκινγκς, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στον στρατό του Βυζαντίου, οι λεγόμενοι Βαράγκοι. Άραγε, έχουμε κάποια υπολείμματα στην ελληνική γλώσσα από τη γλώσσα των Βίγκινγκς;
Β.Α. Λες τη λέξη γρασίδι; Λες τη λέξη κοκόνα; Τη λέξη γάδος; Στο Φισκάρδο έχεις πάει; Αν παρατηρήσεις το Φισκάρδο, στην πραγματικότητα είναι ένα φιόρδ. Τα πρώτα γράμματα της ονομασίας του Φισκάρδου τι σου θυμίζουν;
Χ.Κ. Μάλλον τη λέξη fisk από τα Σουηδικά, το ψάρι. Ψαρονήσι το Φισκάρδο;;
Β.Α. Ψαρόκηπος! Φισκ γκόρντεν, ο ψαρόκηπος. Τη λέξη γλέντι, που όλοι νομίζουν ότι είναι τούρκικη, τη χρησιμοποιούμε όλοι. Το γλέντι έχει ως ρίζα τη λέξη glad, που σημαίνει χαρούμενος. Αυτό ακριβώς είναι· μια γιορτή με πολύ φαγητό, πολύ ποτό και πολλή χαρά. Ας μη μιλήσουμε για τα Αγγλικά, τα οποία έχουν πάρα πολλές λέξεις με σκανδιναβική ρίζα.
Χ.Κ. Τα Αγγλικά προηγήθηκαν;
Β.Α. Τα Αγγλικά είναι μια πολύ περίεργη περίπτωση. Στο νησί υπήρχαν οι Κέλτες και τα γερμανικά φύλα, οι Αγγλοσάξονες, οι οποίοι κατέλυσαν τους Κέλτες. Γύρω στον 8ο αιώνα έρχονται οι Δανοί και οι Βίκινγκς με αρχηγό τον Ράγκναρ Λόθμπροκ και κάνουν τα πάντα…λαμπόγυαλο. Και κάνουν λαμπόγυαλο και τη γλώσσα. Γιατί λες στα Αγγλικά “I got to know that”; Γιατί ήρθαν οι Βίκινγκς. Γιατί λες skill, sky, knife; Υπάρχουν τοπωνύμια που προέρχονται από τη γλώσσα των Βίκινγκς. Το Warwick, για παράδειγμα. Η λέξη wick -vik στα Νορδικά- σημαίνει κόλπος και Βίκινγκ είναι αυτός που εισβάλλει στον κόλπο και κάνει πλιάτσικο. Στα wicks πήγαιναν και πουλούσαν τα λάφυρα που είχαν λεηλατήσει από πόλεις και χωριά.
Χ.Κ. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα πολύ…ωραίο πλιάτσικο, για να θυμηθούμε και τον αγαπημένο μας Jonathan Coe.
Β.Α. Ναι! Κάπως έτσι! Οι Βίκινγκς είναι πλιατσικολόγοι. Και κάνεις…βίκινγκ, όπως κάνεις σέρφινγκ, όπως κάνεις σόπινγκ και πάει λέγοντας. Μιας και είπαμε για τους Βαράγκους, οι αρχαίοι Σκανδιναβοί, ανάλογα με το πού κινήθηκαν –γιατί ήταν θαλασσοπόροι και ανήσυχα πνεύματα και ήθελαν να ταξιδεύουν και να φεύγουν γενικώς– εάν κινήθηκαν δυτικά, ονομάζονται Βίκινγκς. Αυτούς που κινήθηκαν ανατολικά τους ονομάζουμε Βαράγκους. Αυτοί που κινήθηκαν ανατολικά ήταν κυρίως οι Σουηδοί Βίκινγκς. Αυτοί που κινήθηκαν δυτικά ήταν οι Δανοί και οι Νορβηγοί.
Συνεχίζω, λοιπόν, μετά από αυτή τη μεγάλη παρένθεση, την ιστορία για τον Χαράλδουρ. Ο οποίος ήταν βασιλιάς της Νορβηγίας, μυθικός γιατί έκανε ό,τι έκανε ο Μπίσμαρκ στη Γερμανία, αλλά πολύ πιο βάρβαρα, μεσαιωνικά. Ένωσε όλα τα μικρά βασίλεια της Νορβηγίας και έφτιαξε ένα πολύ μεγάλο κράτος, υπό την ηγεμονία του και όχι με ειρηνικό τρόπο πάντα. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, υπήρξαν αντιφρονούντες. Και όποιους δεν καθάρισε, πήραν τα πλοία και κινήθηκαν δυτικά, προς τον Ατλαντικό. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι οι οποίοι βρήκαν στο δρόμο τους την Ισλανδία.
Υπάρχουν δύο μεγάλα ιστορικά κείμενα του μεσαίωνα, τα οποία καταγράφηκαν, όπως όλα, από τον 11ο μέχρι τον 13ο αιώνα. Το ένα είναι το Landnaumabook (Λάντνάουμαμπούκ), το Βιβλίο του Αποικισμού. Το άλλο είναι το Íslendingabók (Ίσλεντινγκαμπούκ), το Βιβλίο των Ισλανδών. Όταν οι Ισλανδοί έφτιαξαν κοινωνίες σε αυτό το νησί που ήταν ιδιαίτερα αφιλόξενο και δύσκολο να ζήσει κανείς, ενδιαφέρθηκαν να μάθουν πώς κατέληξαν να βρίσκονται εκεί. Για τους Ισλανδούς, η λογοτεχνία τους είναι η ψυχοθεραπεία τους. Οι Ισλανδοί με τη λογοτεχνία ψυχαναλύονται από καταβολής κόσμου.
Χ.Κ. Θέλω να μου σχολιάσεις αυτή την αγάπη των Ισλανδών για το διάβασμα και τη λογοτεχνία. Εξ όσων γνωρίζω, είναι πολύ υψηλό το ποσοστό των Ισλανδών, οι οποίοι ασχολούνται με το γράψιμο. Τουλάχιστον ο ένας στους δέκα ή έχει ήδη εκδώσει κάποιο βιβλίο ή πρόκειται να το κάνει στο μέλλον.
Β.Α. Οι Ισλανδοί είναι φοβεροί παραμυθάδες, τους αρέσει πάρα πολύ να λένε ιστορίες. Και να λένε και να ακούνε. Και επειδή στις μη μεταξύ τους σχέσεις, φαινομενικά δεν είναι εξωστρεφής λαός, δυσκολεύονται να μιλήσουν για αυτά στους άλλους. Και τα γράφουν.
Χ.Κ. Δηλαδή το γράψιμο τούς βοηθά στην αυτογνωσία, αλλά και στην ψυχική ισορροπία και την επικοινωνία. Αλλά, αυτό δεν είναι εμπόδιο στην καθημερινή τους ζωή; Πρέπει να γράφεις ή να αφηγείσαι ιστορίες για να επικοινωνείς με τους άλλους;
Β.Α. Δεν έχει να κάνει με την επικοινωνία η αφήγηση, αλλά με την κατανόηση του άλλου. Όταν πήγα στον “Πλανήτη Ισλανδία” για πρώτη φορά το 2015, ένα από τα πράγματα που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ο εξής συνειρμός. Όταν καλείσαι να ζήσεις σε έναν τέτοιο τόπο, το πρώτο πράγμα ή, αν θες, και το μόνο πράγμα που σκέφτεσαι είναι ότι δεν έχεις άλλη επιλογή από την επιβίωση. Και να επιβιώσεις μόνος σου δεν γίνεται. Όταν ζεις σε ένα νησί, όπου τα νερά του Ατλαντικού μπλέκονται με αυτά του Αρκτικού ωκεανού, που κάθε δέκα μέρες έχεις έκτακτο δελτίο θυέλλης, δεν έχεις άλλη επιλογή.
Όταν για παράδειγμα, η μητέρα μιας φίλης μου ξεκινάει να πάει στη δουλειά τα χαράματα, Γενάρη μήνα κι από τον αέρα και το χιόνι σπάνε τα πίσω παράθυρα του αυτοκινήτου της και πρέπει να διανύσει εξήντα χιλιόμετρα με σπασμένο τζάμι με χιονοθύελλα, στις 7.30 το πρωί που έχει απόλυτο σκοτάδι και θα ξημερώσει στις 11, εκεί αντιλαμβάνεσαι ότι η μόνη σου επιλογή είναι η επιβίωση και ότι ισχύει το “United we stand, divided we fall”. Η επικοινωνία αυτών των ανθρώπων είναι μη λεκτική, γιατί οι λέξεις μάς τρώνε χρόνο.
Χ.Κ. Αυτό είναι μέρος της κουλτούρας τους ή δική σου διαπίστωση;
Β.Α. Είναι δική μου διαπίστωση. Και με όσους Ισλανδούς το έχω συζητήσει, η απάντηση είναι συνήθως “Δεν το έχουμε σκεφτεί έτσι, αλλά, πράγματι, έτσι είναι”.
Χ.Κ. Με πας στα δικά μου λημέρια τώρα, της πολιτιστικής επικοινωνίας. Όταν έγραφα τη διπλωματική για το μεταπτυχιακό μου, διάβασα πολύ για τη μη λεκτική επικοινωνία. Βέβαια, η έρευνά μου αφορούσε τις επικοινωνιακές και θεραπευτικές διαστάσεις της φωτογραφίας, όχι της λογοτεχνίας. Αλλά η οπτική επικοινωνία είναι μη λεκτική. Διάβασα, λοιπόν, για την Οικολογία των Media και την ιδέα ότι το σώμα μας είναι από μόνο του ένα πολύπλοκο σύστημα μη λεκτικής ενδοεπικοινωνίας, άποψη την οποία ενστερνίζομαι. Είμαστε κατασκευασμένοι για να επικοινωνούμε, αλλιώς δεν θα επιβιώναμε. Οπότε έχει νόημα αυτό που είπες, το “United we stand”. Η απορία μου για τους Ισλανδούς είναι σχετική. Πώς αυτοί οι άνθρωποι, που λόγω του φυσικού τους περιβάλλοντος και της κουλτούρας τους είναι φαινομενικά εσωστρεφείς και επικοινωνούν μη λεκτικά, έχουν γίνει μάστορες της επικοινωνίας γενικότερα; Πώς αυτός ο λιγομίλητος λαός έχει καταφέρει να μεταφέρει τα μηνύματά του σε κουλτούρες όπως η δική μας –που είναι πολύ πιο εξωστρεφής και η λεκτική επικοινωνία είναι η βάση μας– και να γίνει αρεστός, αγαπητός και μέρος της καθημερινότητάς μας;
Β.Α. Καταρχάς, αν πας στην Ισλανδία και βρεθείς σε αυτό το φυσικό περιβάλλον, η ίδια η φύση θα σε κάνει να την υμνείς, θες δε θες. Η βάση όλων είναι αυτό. Από εκεί και πέρα, οι νύχτες είναι μεγάλες, το χιόνι πολύ, ο χρόνος που περνάνε μέσα στο σπίτι –και τα πολύ παλιότερα χρόνια ήταν στον ίδιο χώρο δυο-τρεις γενιές ανθρώπων μαζί– είναι πολύς. Τηλεόραση δεν υπήρχε, ήρθε για πρώτη φορά στην Ισλανδία το 1947, με τις βάσεις των Αμερικάνων, θα το διαβάσεις και στις υποσημειώσεις της Ομίχλης. Κάποιος μέσα στο Νησί, το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας, λέει ότι πριν έρθουν οι Αμερικάνοι, το νησί έμοιαζε να μην έχει μπει καν στον 20ο αιώνα.
Ήθελα, όμως, να επανέλθω στο Βιβλίο του Αποικισμού, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως, και να μιλήσω για το πώς εξαπλώθηκε η κουλτούρα των Βίκινγκς στον υπόλοιπο κόσμο. Το βιβλίο αναφέρεται στο πώς έφτασαν οι πρώτοι άνθρωποι στην Ισλανδία, που δεν ήταν οι πρώτοι κάτοικοι βέβαια. Βρήκαν στο νησί κάποιους ανθρώπους, τους οποίους ανέφεραν ως papar, δηλαδή παπάδες. Ήταν Ιρλανδοί Κέλτες μοναχοί, τρωγλοδύτες που ζούσαν στις σπηλιές της Ισλανδίας. Τους κατέσφαξαν.
Το Βιβλίο του Αποικισμού ξεκινάει με τη φράση “Η Ισλανδία χτίστηκε από τη Νορβηγία”. Και ήταν αυτοί ακριβώς οι αντιφρονούντες φύλαρχοι, με τις οικογένειές τους, οι οποίο έφυγαν για να γλυτώσουν τη σφαγή από τον Χάραλδουρ. Ένας από αυτούς τους γενάρχες ήταν και ο Ερρίκος ο Ερυθρός. Ο γιος του, ο Λέιφουρ Έρικσον –από τον οποίο έχει πάρει το όνομά του το αεροδρόμιο του Ρέικιαβικ, το Κέπλαβικ– ταξίδεψε ακόμη δυτικότερα. Προς τη Γροιλανδία και μετά συνέχισε, φτάνοντας σε μια ξερή γη, την οποία ονόμασε Vinland, δηλαδή Γη των Αμπελιών, δεν γνωρίζουμε γιατί την ονόμασε έτσι.
Το σημείο γεωγραφικά ταυτίζεται με το New Foundland του Καναδά. Άρα οι Βίκινγκς έφτασαν εκεί πολύ πιο πριν από τον Κολόμβο. Οι Βαράγκοι έφυγαν από τη Σουηδία αναζητώντας ζεστές θάλασσες. Στα ταξίδια τους βρέθηκαν και σε δέλτα ποταμών. Μέσω των ποταμών έφτασαν μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, αλλά στο πέρασμά τους δημιούργησαν πόλεις, ηγεμονίες και συγκρούστηκαν και με τους λαούς που ζούσαν εκεί.
Ένα από τα κλαν των Βαράγκων λέγονταν Ρως. Η πρώτη Ρωσία δημιουργήθηκε από Σκανδιναβούς. Αυτοί εκχριστιανίστηκαν από τους Βυζαντινούς, δεν είχαν επαφή με το Βατικανό, και ίδρυσαν το πρώτο ρωσικό κράτος του Κιέβου. Το Βυζάντιο κάποια στιγμή δεχόταν επιθέσεις από Σαρακηνούς πειρατές. Αναζήτησαν, λοιπόν, τους χειρότερους πλιατσικολόγους του τότε γνωστού κόσμου για να τους φέρουν ως μισθοφόρους. Αυτοί ήταν οι Βαράγκοι, οι οποίοι πλέον είχαν φτάσει ως τη Μεσόγειο και τα νησιά του Αιγαίου και συγκρούστηκαν με τους Σαρακηνούς, για να τους διώξουν από τις θάλασσες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κάποιες στρατιές και ορδές Βαράγκων έγιναν υπασπιστές του Αυτοκράτορα. Ένας από αυτούς ήταν τόσο ικανός ναυτικός και έτυχε της εύνοιας του Αυτοκράτορα, που έφτασε να διοικεί τον στόλο και να διεκδικεί τον βαθμό του Μεγάλου Αμιράλη, δηλαδή του αρχιναυάρχου του αυτοκρατορικού στόλου. Αυτός ήταν ο Χάραλντουρ Σίγκουρσον, που στα βυζαντινά χρονικά αναφέρεται ως Αράλδης. Γι’ αυτό και ανέφερα προηγουμένως –και το λέω ξανά– ότι οι Βίκινγκς είναι πολύ πιο κοντά μας από ό,τι νομίζουμε.
Χ.Κ. Ας αφήσουμε απ’ έξω τη νεότερη ιστορία, τον φιλελληνισμό των Σκανδιναβών και τις σχετικές αναφορές, γιατί είναι τεράστιο κεφάλαιο. Στη σημερινή εποχή, στην παρούσα φάση, υπάρχει φιλοσκανδιναβισμός και φιλοϊσλανδισμός στην Ελλάδα;
Β.Α. Ζώντας στη Γαλλία, μπορώ να σου πω ότι, αν δεν είναι παγκόσμιο φαινόμενο, είναι σίγουρα πανευρωπαϊκό, ειδικά όσον αφορά τους Ισλανδούς. Και, πώς κατάφεραν 340.000 άνθρωποι να κάνουν όλους εμάς που διατεινόμαστε ότι είμαστε η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού, να μας πουν “Δείτε μας” και να τους δούμε, να τους θαυμάσουμε, να τους αγαπήσουμε, να τους λατρέψουμε, είναι μεγάλη κουβέντα.
Χ.Κ. Τελικά τι είναι εκείνο που μας έχει οδηγήσει σε αυτή την έλξη; Είναι το ξένο του πράγματος ή το οικείο του;
Β.Α. Και τα δύο. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ένα μοναδικό ταλέντο να μας βλέπουν από μακριά κι από ψηλά και να βλέπουν τα χάλια μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Επίσης, έχουν ένα απίστευτο ταλέντο να ξεφτιλίζουν ακόμα και το πιο τραγικό, το πιο σοβαρό, το πιο βαρύ πράγμα που μπορεί να υπάρχει στον κόσμο. Είναι ένα τρίτο μάτι που παρατηρεί εμάς τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, που παίρνουμε τόσο πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μας, και μας βλέπουν τόσο γυμνούς σαν τον Αυτοκράτορα και αυτό μας αρέσει. Γιατί ίσως έχουμε μπουχτίσει πολύ κι εμείς από αυτή τη σοβαροφάνεια.
Χ.Κ. Με άλλα λόγια, αυτή η σοβαρότητα και ο καθωσπρεπισμός μας, ενώ θα μπορούσαν να είναι η πανάκεια που θεραπεύει κάθε κακό και πάσα νόσο, που θα μας προστατεύει από τον κίνδυνο έκθεσης, σαν ένα κουκούλι ασφαλείας για τον τοπικό και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό μας, τις αξίες και τα ιδανικά μας, καταλήγει να είναι σοβαροφάνεια σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μας αρέσει, λοιπόν, το ότι σπάει αυτό το κουκούλι και ότι οι Ισλανδοί μας κάνουν πλάκα;
Β.Α. Ναι, ίσως μας αρέσει να βλέπουμε τα πράγματα να σπάνε και μας αρέσει το ότι μας κάνουν πλάκα, ακόμη κι αν δεν το καταλαβαίνουμε. Ένας από αυτούς καταλαβαίνει ότι μας κάνει πλάκα και του αρέσει πολύ αυτό.
Χ.Κ. Και αναφέρεσαι στον;
Β.Α. Στον Έιρικουρ Νόρδνταλ.
Χ.Κ. Ας μιλήσουμε για τον Έιρικουρ, που είναι πολύ αγαπητός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Η Μη Αναστρέψιμη Απώλεια Ψευδαισθήσεων ήταν η πρώτη σου μετάφραση από τα Ισλανδικά, όπως προαναφέραμε. Συμπτωματικά, υπήρξε και το πρώτο βιβλίο του που διάβασα, το οποίο πλέον είναι από τα αγαπημένα μου. Στην αρχή σοκαρίστηκα, γιατί από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσα να διακρίνω αν είναι κυριολεκτικός, αν μιλάνε οι ήρωές του, αν μιλάει μεταφορικά. Αλλά το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν απόλυτες, σε βάθος ενοχές για αυτό που είμαι, το οποίο σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται με τη δυτική κουλτούρα, τον δυτικό τρόπο σκέψης και ζωής, τον καθωσπρεπισμό και τη σοβαροφάνεια. Σε έχει επηρεάσει αυτό το έργο ως άνθρωπο και ως μεταφράστρια; Ρωτώ και σε συναδελφικό πλαίσιο, γνωρίζοντας πως μου είναι σχεδόν αδύνατο να αποστασιοποιηθώ από το κείμενο το οποίο καλούμαι να μεταφράσω και κάποιες φορές αυτό μπορεί να είναι και οδυνηρό.
Β.Α. Καταρχάς, δεν μπορείς να αποστασιοποιηθείς από το έργο που μεταφράζεις. Και αν το κάνεις, τότε χάνεις το παιχνίδι. Η διαδικασία της μετάφρασης του συγκεκριμένου βιβλίου ήταν πολλές φορές οδυνηρή. Και δεν εννοώ κοπιαστική μόνο, αλλά κυρίως καθαρτική. Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη μου επαφή με την ισλανδική γλώσσα. Ωστόσο, εκείνη την εποχή τα Ισλανδικά μου ήταν σχεδόν σε ανύπαρκτο επίπεδο.
Χ.Κ. Είπαμε προηγουμένως για τα Old Norse. Αλλά με τα Ισλανδικά πώς ήρθες σε επαφή;
Β.Α. Μιλούσα ήδη Σουηδικά. Κάποια στιγμή επισκέφθηκα την Ισλανδία και συνειδητοποίησα ότι καταλαβαίνω πολύ περισσότερα από ό,τι περίμενα. Για παράδειγμα, παρήγγειλα τον καφέ μου στα Old Norse, που αυτό ήταν πάρα πολύ γελοίο, ήρθα σε επαφή με τους ανθρώπους, τους συναναστράφηκα, άρχισα να ενδιαφέρομαι περισσότερο για τη γλώσσα τους. Ξεκίνησα να τα μαθαίνω μόνη μου από το 2015 και για τρία χρόνια διάβαζα μόνη μου, προσπαθούσα να δω τι καταλαβαίνω, έπαιρνα λέξη λέξη και έκανα συγκρίσεις, τέτοια πράγματα.
Χ.Κ. Να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι είσαι πολύγλωσση. Μιλάς Ισπανικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Αγγλικά, Σουηδικά, Φινλανδικά, Σέρβικα, Old Norse και Ισλανδικά. Τα Σουηδικά, μαζί με τα Αγγλικά και τα Γερμανικά, ήταν εργαλεία που σε βοήθησαν στην εκμάθηση των Ισλανδικών; Και, η πρώτη σου μετάφραση έγινε χωρίς να έχεις κάνει μαθήματα;
Β.Α. Σίγουρα βοήθησαν τα παραπάνω. Όμως δεν αρκούσαν. Αλλά όλα αυτά ήταν ένας καμβάς, πάνω στον οποίο μπορούσα να κεντήσω. Τα πρώτα δύο-τρία ποιήματα τα μετέφρασα χωρίς να έχω κάνει μαθήματα. Κάπου τότε ξεκίνησα να κάνω και μαθήματα με δάσκαλο.
Χ.Κ. Πώς είναι, λοιπόν, το να κατακτάς με δικό σου κόπο μια γλώσσα, χωρίς να έχεις κάνει μαθήματα, έστω μέχρι ενός σημείου; Πώς νιώθεις ως μεταφράστρια;
Β.Α. Είναι σαν να βρίσκεσαι σε escape room. Είναι η προσπάθειά σου να βγάλεις άκρη στα τυφλά και να προσπαθείς να βγεις από το λαβύρινθο. Είναι πολύ γοητευτικό όλο αυτό. Βέβαια, είχα την απόλυτη βοήθεια του Έιρικουρ, ο οποίος ήταν ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Χ.Κ. Γενικώς, όταν μεταφράζεις, υπάρχει επικοινωνία με τους συγγραφείς;
Β.Α. Ναι, φυσικά.
Χ.Κ. Ας μιλήσουμε λίγο για την τριλογία και την επαφή με τον Ράγκναρ Γιόνασον. Επικοινωνήσατε προηγουμένως ή αφού ξεκίνησες να μεταφράζεις τα βιβλία; Τι άνθρωπος είναι;
Β.Α. Η επικοινωνία μας ξεκίνησε αφού μου έδωσε ο εκδοτικός οίκος το μέιλ του. Του έστειλα ένα μήνυμα, συστήθηκα, τον ενημέρωσα ότι θα μεταφράσω το βιβλίο του και ρώτησα εάν θα μπορώ να έχω τη βοήθειά του σε οτιδήποτε θα μπορούσε να προκύψει. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Μου απάντησε αμέσως ότι έχω την αμέριστη συμπαράστασή του. Δεν επικοινωνούμε πολύ συχνά. Φυσικά είναι πολύ συνεργάσιμος και πρόθυμος να με βοηθήσει, αλλά η σχέση μας είναι τυπική και επαγγελματική, ενώ με τον Έιρικουρ είναι πιο φιλική. Δεν έχουμε γνωριστεί από κοντά με τον Ράγκναρ, δυστυχώς, αλλά είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα συμβεί.
Χ.Κ. Στο λίγο που τον γνωρίζεις, εντοπίζεις στοιχεία της προσωπικότητάς του στη γραφή του; Καθρεφτίζεται ο συγγραφέας στις ιστορίες της τριλογίας; Είναι μια μόνιμη απορία των αναγνωστών αυτό. Ίσως να μην μπορείς να το διακρίνεις ως μεταφράστρια, αλλά ως αναγνώστρια τι σκέφτεσαι;
Β.Α. Ναι, ως μεταφράστρια δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Αλλά, αυτό που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση και σκέφτομαι ότι δε γίνεται να μην αντανακλάται η προσωπικότητα ή τα βιώματά του μέσα στον χαρακτήρα της ηρωίδας του, της Χούλντας Χερμανσντότιρ, την οποία περιγράφει τόσο σφαιρικά, διεισδύει μέσα στην ψυχοσύνθεση και την προσωπικότητά της τόσο βαθιά. Αυτός, που είναι ένας άντρας σαράντα χρονών, της σύγχρονης εποχής, μιλάει με τόση λεπτομέρεια και τόση διεισδυτικότητα για την ψυχολογία μιας γυναίκας εξήντα πέντε χρονών, η οποία θα μπορούσε να είναι μητέρα του. Είναι εντυπωσιακό. Και σε αυτό το σημείο μόνο είπα ότι, αποκλείεται να μην έχει βιώματά του μέσα αυτός ο χαρακτήρας.
Χ.Κ . Δεν μένει παρά να το μάθουμε. Θα ήθελα να μιλήσουμε για τη Χούλντα, την οποία συζητάμε συχνά μεταξύ μας και έχουμε αποφασίσει ότι είναι “φίλη μας”. Έχοντας διαβάσει την τριλογία, νιώθω πως αυτή η ηρωίδα, αυτός ο χαρακτήρας μυθοπλασίας, μια εξηνταπεντάρα αστυνομικός σε μια έρημη γη, είναι τόσο κοντά στην ψυχοσύνθεση και την καθημερινότητά μου, που με προβληματίζει λίγο. Μίλα μας για τη Χούλντα, λοιπόν!
Β.Α. Ναι, η Χούλντα είναι φίλη μας, το έχουμε ξαναπεί. Καταρχάς, το πρώτο που έχω να πω πολύ πεζά είναι ότι μερικά στοιχεία των ανθρώπων είναι πανανθρώπινα. Είναι κοινά μας, ανεξάρτητα από το πού έχουμε γεννηθεί και πώς έχουμε μεγαλώσει. Πόσο μάλλον χαρακτηριστικά που μοιράζονται δύο άνθρωποι, που ο ένας είναι τριάντα πέντε και ζει στην Ελλάδα ενώ ο άλλος είναι εξήντα πέντε και ζει στην Ισλανδία, στον δυτικό κόσμο εν γένει. Η Ισλανδία είναι ξεκάθαρα μέρος του δυτικού κόσμου. Είναι, όμως, απομακρυσμένη από τη μέση δυτική κουλτούρα. Και από το ηπειρωτικό κομμάτι, αυτό έχει μεγάλη σημασία. Με πολύ απλούς όρους, είμαστε στεριανοί και είναι νησιώτες.
Χ.Κ. Έχουμε, όμως, και νησιά στην Ελλάδα. Δεν παίζει κάποιο ρόλο αυτό; Κατάγομαι από την Κύπρο και από τα παράλια της Μικράς Ασίας, ζω στην ηπειρωτική Ελλάδα. Θέλω να πω, έχω σχέση και με τα δύο στοιχεία. Βέβαια, η Ισλανδία είναι ένα νησί αρκετά μοναχικό, στη μέση του πουθενά.
Β.Α. Είσαι από νησί. Αλλά καταλαβαίνεις τη διαφορά; Άλλο το νησί, άλλο η ηπειρωτική χώρα και, φυσικά, άλλο τα παράλια. Και η Ισλανδία, ως ένας τόπος στη μέση του πουθενά, ένα νησί που κατοικείται μόνο στις ακτογραμμές και όχι στην ηπειρωτική χώρα γιατί αυτό είναι αδύνατο, πρέπει να είναι αύταρκες για να επιβιώσει. Είναι αύταρκες, παρόλα αυτά; Όχι. Δε φυτρώνει τίποτα εκεί. Δεν υπάρχει χώμα. Εισάγουν τα πάντα και γι’ αυτό η ζωή είναι πανάκριβη. Στην Ισλανδία υπάρχουν πράγματα, τα οποία εμείς δεν μπορούμε να σκεφτούμε. Για παράδειγμα, τώρα με τον κορωνοϊό, ξέμειναν από εμβόλια και έπρεπε να περιμένουν να γίνει ξανά εισαγωγή για να εμβολιαστεί ο κόσμος. Μέσα σε αυτό το διάστημα, επέβαλαν πιο αυστηρά μέτρα για την ασφάλειά τους.
Χ.Κ. Ωστόσο, μέσα σε αυτές τις αρνητικές συνθήκες για τη χώρα τους, οι Ισλανδοί έχουν καταφέρει να έχουν στη διάθεσή τους ένα πολύ σημαντικό όπλο, ένα πολιτιστικό απόθεμα, το οποίο έχουν μετουσιώσει σε εξαγώγιμο προϊόν. Η λογοτεχνία, η μουσική τους, το σινεμά τους, η Αγία Τριάδα τους, αν θες, αποτελούν ισχυρά εξαγώγιμα πολιτιστικά αγαθά.
Β.Α. Βεβαίως και όχι μόνο τα τρία παραπάνω, αλλά όλη η τέχνη τους. Να επισημάνω και να υπογραμμίσω σε αυτό το σημείο, ότι το ισλανδικό κράτος έχει αντιληφθεί τη σημασία των πολιτιστικών προϊόντων. Τα στηρίζει, τα χρηματοδοτεί και τα προωθεί. Το ισλανδικό κράτος έχει αντιληφθεί πόσο σημαντικό είναι να μεταφράζονται οι Ισλανδοί συγγραφείς σε άλλες γλώσσες, για να τους γνωρίζει ο υπόλοιπος κόσμος. Είναι και η επιθυμία τους να μάθει ο υπόλοιπος κόσμος ποιοι είναι, αλλά προωθεί γενικώς και τον τουρισμό τους. Βέβαια, το τελευταίο έχει περιοριστεί κάπως.
Μετά το 2008, όταν η Ισλανδία βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας με την κρίση, για να ρεφάρουν άρχισαν μια τεράστια επένδυση στον τουρισμό, η οποία δούλεψε. Οι τουρίστες άρχισαν να καταφθάνουν σωρηδόν. Οι Ισλανδοί, βέβαια, είχαν τη μαγκιά να αρνηθούν να πληρώσουν τα χρέη τους, γιατί μπορούσαν. Δεν είχαν ευρώ, Μάαστριχτ, ούτε αυτό το αρτηριοσκληρωτικό μοντέλο στο οποίο μπήκαμε εμείς ούτε την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μαζί με το τουριστικό προϊόν τους έκαναν ένα τεράστιο και σφαιρικό nation branding, κάνοντας χρήση του πολιτιστικού προϊόντος, το οποίο αντιλήφθηκαν πόσο σημαντικό είναι. Άρχισε μια περίοδος εξωστρέφειας. Και μετά από αυτό το χρονικό σημείο άρχισε η ισλανδική λογοτεχνία να παίρνει τα πάνω της.
Χ.Κ Το αναφέρω γιατί, σε αντίθεση με τη μουσική τους, την οποία ακούμε ήδη από τα 90s –τους Sigur Ros, την Bjork, τις Amiina, τους Mum, τους Sugarcubes, τους Of Monsters and Men και τόσους άλλους που αγαπάμε ιδιαίτερα στην Ελλάδα– πόσο περιθώριο έχουμε εμείς οι απ’ έξω να έρθουμε σε επαφή με τον Πλανήτη Ισλανδία; Εννοώ, τι άλλο μπορούμε να μάθουμε εκτός από την τέχνη τους, τι άλλο μας κρύβουν που ίσως θα θέλαμε να το μάθουμε; Αν υπάρχει αυτό το επιπλέον, στα βιβλία του Ράγκναρ το βλέπουμε;
Β.Α. Εσύ τι λες; Καταρχάς είναι μια χώρα με τόσο όμορφο τοπίο, που σε καλεί να το επισκεφθείς. Εγώ θέλω να ακούσω τη δική σου γνώμη, γιατί μπορεί να είμαι προκατειλημμένη και να σου πω άλλα αντ’ άλλων.
Χ.Κ. Προσωπικά, ονειρεύομαι την Ισλανδία από τότε που ήρθα σε επαφή με τη μουσική της στα εφηβικά μου χρόνια. Και στα βιβλία του Ράγκναρ εντοπίζω πράγματα, που θα ήθελα να δω από κοντά. Ας μη μιλήσουμε για τη μεταφράστρια, αλλά για τη θετικά κείμενη αναγνώστρια τότε. Στα βιβλία που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής, η γραφή μού μεταφέρει την εικόνα μιας απόκοσμης χώρας, η οποία είναι γοητευτική και τρομακτική ταυτόχρονα. Σαν ένας απαγορευμένος καρπός, που σε καλεί να τον γευθείς, τον οποίο φοβάσαι όμως γιατί μπορεί μέσα σε όλη αυτή τη σιωπή και το Σκοτάδι και την ερημιά του Νησιού και την Ομίχλη που καλύπτει και τη χώρα αλλά και εσένα ως αναγνώστη, μπορεί να βρεις τον εαυτό σου. Και αυτό ίσως να είναι τρομακτικό. Σε αφήνει, ίσως, γυμνό.
Β.Α. Συμφωνώ απόλυτα, έτσι είναι ακριβώς.
Χ.Κ. Συμφωνείς ως μεταφράστρια, ως άνθρωπος που έχει αγαπήσει αυτόν τον λαό ή και τα δύο;
Β.Α. Και τα δύο. Πρωτίστως ως αναγνώστρια του Ράγκναρ, ο οποίος παίζει πολύ με τον καμβά του τοπίου της Ισλανδίας. Η φύση δεν μπορεί να είναι αμέτοχη σε ένα ισλανδικό λογοτεχνικό έργο. Και δεν μένει απ’ έξω, γιατί η φύση καθορίζει ολόκληρη τη ζωή των ανθρώπων εκεί. Δεν δαμάζει ο άνθρωπος τη φύση. Ο άνθρωπος προσαρμόζεται στα τερτίπια της φύσης για να επιβιώσει. Η ελληνική φύση δεν είναι καθόλου εχθρική, είναι πολύ εύκολη. Ό,τι και να κάνουν οι άνθρωποι, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τη φύση.
Χ.Κ. Ως αναγνώστρια, έχω να πω ότι στο Νησί ερωτεύτηκα το Έτλιδαέι, το μικρό νησάκι στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία. Το μέρος αυτό σού κόβει την ανάσα με την ομορφιά του, αλλά σε τρομάζει και εκ θεμελίων. Γιατί είναι ένα νησί έρημο, με ένα σπίτι και έναν φάρο, στη μέση του αρχιπέλαγου. Κάποια στιγμή γράφοντας για το βιβλίο στο λογαριασμό μου στο instagram, έθεσα το ερώτημα εάν θα πηγαίνατε στο συγκεκριμένο μέρος με τον/την σύντροφό σας, τους φίλους σας ή μόνοι για διακοπές στο Έτλιδαέι. Εσύ πώς το σκέφτεσαι; Θα το έκανες;
Β.Α. Ένα σαββατοκύριακο όπως το έκαναν οι ήρωες του βιβλίου, ίσως να το έκανα. Ξέροντας, βέβαια, ως μεταφράστρια τι τους συνέβη, αλλά και ως Ελληνίδα τρελά φοβική που έχει μεγαλώσει με το “μη” και το “πρόσεχε, μη φας τα μούτρα σου”. Η αλήθεια είναι ότι θα με επηρέαζε η ιστορία!
Χ.Κ. Μίλησέ μου λίγο για τα ταξίδια σου στην Ισλανδία. Πώς βιώνει μια Ελληνίδα μεταφράστρια την επαφή της με αυτή τη χώρα και τη φύση της;
Β.Α. Έχω πάει τέσσερις ή πέντε φορές. Έχω μείνει κυρίως στο Ρέικιαβικ, ελάχιστα εκτός πόλης. Θα σου πω ένα περιστατικό. Την πρώτη φορά που επισκέφθηκα τη χώρα, έμεινα σε ένα φιλικό σπίτι. Ένα απόγευμα, η φίλη μου, ο σύντροφός της κι εγώ πήγαμε κάπου εκτός Ρέικιαβικ για να φάμε. Ήταν γύρω στα τριάντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Ρέικιαβικ, Ιούνιος, μισή ώρα δρόμος. Η διαδρομή ήταν μια ευθεία, ένας ίσιος δρόμος, γύρω γύρω ομίχλη, μαύρα βράχια με βρύα εκατέρωθεν. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ έτσι και τότε δεν ήμουν φαν της ισλανδικής αστυνομικής λογοτεχνίας, ούτε καν της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Πηγαίναμε, πηγαίναμε και κάποια στιγμή ήταν σαν να μας οδηγεί ο δρόμος στο διηνεκές. Λες και δεν τελείωνε πουθενά και η ζωή μας από εδώ και στο εξής θα είναι αυτή η ευθεία μέσα στην ομίχλη κι εμείς θα συνεχίζουμε να προχωρούμε. Και κάνω την εξής σκέψη. “Πω πω, αν θέλεις να κρύψεις εδώ πτώμα, το κάνεις πολύ άνετα”. Και το λέω στη φίλη μου. Και μου απαντάει, “Ναι, να κρύψεις πτώμα δεν έχει συμβεί, αλλά έχει συμβεί κάτι παρόμοιο”.
Η ιστορία έχει ως εξής. Κάπου εκεί κάποτε υπήρχε ένα σπίτι, ένα μόνο, στο οποίο ζούσαν δύο συνταξιούχοι. Ένα βράδυ κάποιος τους χτύπησε την πόρτα. Ζήτησε βοήθεια γιατί είχε χαθεί, είπε ότι πεινάει, έχει ανάγκη από ένα πιάτο φαΐ, λίγο ύπνο. Πράγματι, οι δύο ηλικιωμένοι τον φιλοξένησαν και τον βοήθησαν. Την επόμενη μέρα τους ευχαρίστησε και έφυγε. Το βράδυ άκουσαν στις ειδήσεις ότι ο συγκεκριμένος τύπος ήταν ένας καταζητούμενος φυγάς από τις φυλακές. Δεν τους πείραξε, αλλά ζήτησε καταφύγιο.
Χ.Κ. Η ιστορία αυτή φέρνει λίγο και στην υπόθεση της Ομίχλης, αλλά θέλω να ρωτήσω κάτι άλλο. Μπορούμε να συμπεράνουμε γενικά ότι οι Ισλανδοί είναι κατά βάσιν ένας φιλόξενος λαός;
Β.Α. Ναι, βέβαια. Τα σπίτια τους είναι ανοιχτά κι αυτό συμβαίνει λόγω της ανάγκης για επιβίωση. Λόγω αυτής της δαρβινικής τάσης, που κάνει τον ισχυρότερο να είναι σε θέση να επιβιώσει. Αν αφήσεις ένα νεογέννητο, γυμνό, χωρίς τρίχες, δόντια, προστασία εναντίον της φύσης και των άλλων ζώων, θα πεθάνει, μπορεί και σε λιγότερο από μια μέρα. Αυτό που μας κάνει να επιβιώνουμε δεν είναι η σωματική ρώμη, αλλά η αλληλεγγύη. Αυτό το “United we stand” που λέγαμε προηγουμένως. Η επικοινωνία, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση.
Χ.Κ. Αυτή την τάση των Ισλανδών για αλληλεγγύη ξέρεις πού την εντόπισα πρώτη φορά; Πριν τέσσερα χρόνια, όταν προκρίθηκαν για πρώτη φορά στο Μουντιάλ. Εκεί είδαμε όλοι μια ποδοσφαιρική ομάδα που δεν είχε καμία πιθανότητα για πρόκριση, όπως παραδοσιακά έχουν οι σκανδιναβικές ομάδες, που έχουν γράψει χρυσά κεφάλαια στην ιστορία του θεσμού. Ωστόσο, δεν εστίαζαν στο ποδόσφαιρο, δεν τους ενδιέφερε εάν θα κερδίζουν ή θα χάνουν. Χρησιμοποίησαν την πρόκρισή τους ως ένα εργαλείο πολιτιστικής διπλωματίας, ως ένα εξαγώγιμο προϊόν, κάνοντας μια εξαιρετική διαφημιστική εκστρατεία παγκοσμίως. Τους έμαθε ολόκληρος ο πλανήτης. Εκείνη τη χρονιά ήμασταν όλοι με το #teamIceland. Και μου έκανε απίστευτη εντύπωση το πώς μια χούφτα ανθρώπων κατάφεραν να γίνουν ένα.
Β.Α. Δεν τα κατάφεραν να γίνουν ένα λόγω του πρωταθλήματος. ΕΙΝΑΙ ένα!
Χ.Κ. Αρχίσαμε, όμως, να μιλάμε για τη Χούλντα…
Β.Α. Ναι, για τη Χούλντα. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση στην ηρωίδα, όπως είπα, ήταν το πώς ένας ένας άντρας όπως ο Ράγκναρ κατάφερε να διεισδύσει στον ψυχισμό μιας εξηνταπεντάχρονης γυναίκας και να αποτυπώσει όχι μόνο τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, αλλά και κάθε της κίνηση, κάθε μικρή λεπτομέρεια. Και μιας γυναίκας τόσο τσακισμένης από τη ζωή, όπως είναι η Χούλντα. Γιατί είναι μια γυναίκα που έχει βιώσει απίστευτες καταστάσεις και αντιξοότητες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της.
Χ.Κ. Πώς εξελίσσεται η προσωπικότητα της Χούλντας μέσα στην τριλογία και πώς, ως μεταφράστρια, τη γνώρισες λίγο καλύτερα κατά τη διάρκεια της μετάφρασης και σε τι βαθμό ταυτίστηκες με την ηρωίδα;
Β.Α. Καταρχάς να πούμε για όσους δεν έχουν διαβάσει τα βιβλία, ότι η τριλογία είναι φλας μπακ. Πιάνει τη Χούλντα όταν είναι εξήντα πέντε χρονών και τη φτάνει στα σαράντα. Είναι τριλογία “Μπέντζαμιν Μπάτον” και κάπως έτσι τη βλέπουμε. Στο Σκοτάδι, η Χούλντα είναι μια γυναίκα εξήντα πέντε χρονών στη δύση της καριέρας της, ένα χρόνο πριν τη σύνταξη. Μια καταξιωμένη αστυνομικός, με πάρα πολλές επιτυχίες, είναι όμως γυναίκα.
Χ.Κ. Τι σημαίνει αυτό; Γιατί έχουμε μια εικόνα για τους βόρειους λαούς, ότι αντιμετωπίζουν τις γυναίκες με ισοτιμία. Εξακολουθούν να υπάρχουν διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα;
Β.Α. Πώς δεν υπάρχουν διακρίσεις! Η Χούλντα, μιας και την αναφέρουμε, είναι αστυνομικός. Και το αστυνομικό σώμα και στην Ισλανδία και παντού είναι ανδροκρατούμενο εξ ορισμού. Επίσης, είναι μια γυναίκα που έχει γεννηθεί μετά τον πόλεμο. Προφανώς, ο καιρός που η ηρωίδα αποφάσισε να γίνει αστυνομικός δεν ήταν το σήμερα. Υπάρχει μια σκηνή στο βιβλίο, που η Χούλντα έχει τελειώσει το σχολείο και βλέπει με μια φίλη της την αγγελία για το αστυνομικό σώμα και η φίλη της την αποθάρρυνε, λέγοντάς της ότι είναι γυναίκα. Και αυτά τα λόγια προέρχονται από μια άλλη γυναίκα. Και η Χούλντα της απαντά ότι δεν έχει λιγότερες δυνατότητες και πιθανότητες να καταλάβει τη θέση από ό,τι ένας οποιοσδήποτε άντρας.
Χ.Κ. Είναι ενδιαφέρον, λοιπόν, το πώς ο συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια τον εσωτερικευμένο μισογυνισμό και πώς τον σβήνει με μία φράση της ηρωίδας του.
Β.Α. Ναι, ακριβώς. Μάλιστα, άντρας συγγραφέας. Πλην όμως σύγχρονος άντρας και Ισλανδός, αν έχει κάτι να πει αυτό.
Χ.Κ. Είναι φεμινιστές οι Ισλανδοί;
Β.Α. Ναι, είναι. Μην ξεχνάμε ότι και οι κοινωνίες των Βίκινγκς, χωρίς να είναι μητριαρχικές, ήταν ισότιμες. Οι γυναίκες ήταν εξίσου πολεμίστριες με τους άντρες. Συναντάμε τις γυναίκες στη μυθολογία, στα βιβλία τους, στα κόμιξ, στις τέχνες τους. Η Χούλντα θα μπορούσε να είναι μια βαλκυρία. Η οποία, όμως, δεν είναι άτρωτη. Είναι μαχήτρια, ακριβώς επειδή είναι πολύ τρωτή και ευάλωτη. Σε μια συζήτηση που είχα πρόσφατα με μια αγαπημένη φίλη, που έχει περάσει και αυτή πάρα πολλά στη ζωή της, είπε το εξής. “Όλοι με θαυμάζουν επειδή είμαι ατρόμητη”. Λάθος! Επειδή φοβάμαι πάρα πολύ, πολεμώ. Επειδή φοβάμαι μη χάσω συγκεκριμένα πράγματα, επειδή βλέπω πράγματά μου να απειλούνται, γι’ αυτό παλεύω. Για να μην τα χάσω.
Αυτό είναι και η Χούλντα. Μια ηρωίδα της διπλανής πόρτας, η οποία θα μπορούσε να είναι η μάνα μας. Για μένα η ανάγνωση του βιβλίου και δη του πρώτου, στο οποίο βρίσκουμε τη Χούλντα ένα βήμα πριν από τη σύνταξη, ήταν ψυχοθεραπεία. Δεν ξέρω αν ενδιαφέρει τους αναγνώστες σας αυτό, αλλά η ανάγνωση με έκανε να συμφιλιωθώ με τη μητέρα μου, η οποία κατά τη διάρκεια της μετάφρασης ήταν ακριβώς σε αυτή τη φάση. Στη συνταξιοδότηση, μαζί με όλα τα προβλήματα που φέρνει αυτό. Κάθισα με τον εαυτό μου και σκέφτηκα “Βούτα τη γλώσσα σου στο μυαλό σου πριν πεις οτιδήποτε σε αυτή τη γυναίκα”.
Χ.Κ. Οπότε η λογοτεχνία είναι διδακτική, αλλά μπορεί να είναι εξίσου διδακτική και για τον μεταφραστή.
Β.Α. Ε, βέβαια. Πόσο μάλλον για τον μεταφραστή, που πρέπει να μπει μέσα στο έργο για να το αποδώσει. Δεν γίνεται. Αυτό που λέγαμε πριν, δεν γίνεται να αποστασιοποιηθείς γιατί χάνεις το παιχνίδι.
Χ.Κ. Στη δική μου περίπτωση, επειδή έχει τύχει να μεταφράσω αρκετά κείμενα και κάποια βιβλία σχετικά με το αρμενικό και το μικρασιατικό μέρος της καταγωγής μου, μάλιστα κάποια από αυτά πρόσφατα, έχει τύχει να σταματήσω τη μετάφραση γιατί δεν μπορούσα να διαχειριστώ τα συναισθήματα που προέκυπταν από την ωμότητα των περιγραφών. Χωρίς να θέλω να κάνω παραλληλισμό, θέλω να ρωτήσω εάν κατά τη μετάφραση της τριλογίας βρέθηκες αντιμέτωπη με κάποια συναισθηματική φόρτωση. Είπες κάποια στιγμή “Δεν μπορώ να συνεχίσω, κλείνω το κείμενο τώρα”;
Β.Α. Βέβαια, πάρα πολλές φορές. Όχι μόνο με τη Χούλντα, αλλά και με τους άλλους ήρωες των βιβλίων. Για παράδειγμα, μια μέρα έτυχε να σκέφτομαι “Όχι άλλο, βρε Ράγκναρ, σε παρακαλώ, μη χτυπάς άλλο” και τα έκλεισα. Δεν άντεξα άλλο, ήταν πολύς ο ζόφος. Ο οποίος, φυσικά, μιλούσε και στη δική μου φρίκη για να με κάνει να μαυρίσω έτσι. Δεν ήταν ένας ζόφος ξένος από μένα.
Θα συμπληρώσω μερικά πράγματα για τη Χούλντα. Την οποία ο Ράγκναρ μας συστήνει στο Σκοτάδι, στα εξήντα πέντε της. Αυτό που κάνει τον Ράγκναρ ιδιαίτερο σε σχέση με την mainstream αστυνομική λογοτεχνία και τον διακρίνει από τους υπόλοιπους είναι ότι δεν εστιάζει πάντα και απαραίτητα στο έγκλημα. Εστιάζει πολλές φορές στο τι έφερε κάποιον μέχρι εδώ. Μου θυμίζει μια γερμανική αστυνομική σειρά, που λεγόταν Motif. Ήταν αυτοτελή επεισόδια, γνώριζες από την αρχή τον δολοφόνο, το θύμα και το έγκλημα. Και έψαχνες να βρεις το κίνητρο πίσω από όλα αυτά. Η πλοκή στηριζόταν στο τι έφερε τον συγκεκριμένο δράστη σε τέτοια κατάσταση ώστε να σκοτώσει το συγκεκριμένο θύμα.
Και τη Χούλντα θέλει να μας τη γνωρίσει ο Ράγκναρ. Από το τέλος. Θέλει να μας δείξει ποια είναι αυτή η γυναίκα, που τώρα βρίσκεται σε αυτή την ηλικία. Αυτό δεν έχει σημασία για το έγκλημα, γιατί θα μπορούσαμε να την είχαμε γνωρίσει μέσα από τις αντιδράσεις της, πιο επιφανειακά, ως επιθεωρήτριας που λύνει ένα μυστήριο. Δεν αρκείται σε αυτό. Να μας πει, για παράδειγμα ότι ο τάδε πρωταγωνιστής γυρίζει στο σπίτι του και τρώει μια φέτα ψωμί και γίνεται λιάρδα από το ουίσκι. Τον Ράγκναρ τον ενδιαφέρει ποια είναι η ηρωίδα από την αρχή της ζωής της και ποια ήταν όλα αυτά που την έκαναν αυτό το οποίο είναι σήμερα. Θέλει να μας τη συστήσει πολύ βαθιά. Ακόμη και το όνομά της είναι πολύ συμβολικό.
Χ.Κ. Θες να πεις στους αναγνώστες μας κάτι γύρω από το όνομα της Χούλντας, που ξέρω ότι δεν είναι τυχαία επιλογή;
Β.Α. Ναι. Οι Ισλανδοί έχουν μεγάλη αγάπη για τη μυθολογία τους, σε βαθμό κακουργήματος. Πριν από μερικά χρόνια χτιζόταν μια μεγάλη οδική αρτηρία στην Ισλανδία και σε ένα συγκεκριμένο σημείο ήταν κάτι σαν το γιοφύρι της Άρτας. Συνεχώς γίνονταν ατυχήματα, κατολισθήσεις, σεισμοί, έπεφταν πέτρες κλπ και χαλούσε την άσφαλτο την οποία έστρωναν το πρωί. Και βγήκαν οι τοπικές αρχές μαζί με τους εργολάβους και είπαν ότι όλο αυτό γίνεται γιατί ενοχλούμε τους κρυμμένους ανθρώπους, το Huldufólk όπως ονομάζουν στα Ισλανδικά τα ξωτικά. Και οι κρυμμένοι άνθρωποι εμφανίζονται μόνο σε εκείνους που θέλουν. Διαφορετικά είναι κρυμμένοι μέσα σε βράχια, σε σπηλιές, σε κουφάλες δέντρων. Ενόχλησαν, λοιπόν, τους κρυμμένους ανθρώπους και έκαναν τελετή για να τους εξευμενίσουν.
Χ.Κ. Μεταξύ μας, αυτό διαφέρει πολύ από τις δικές μας δοξασίες και παραδόσεις;
Β.Α. Όχι βέβαια. Και τα της εκκλησίας και οι παραδόσεις μας είναι κοντά σε αυτό. Η λαογραφία μας αυτό είναι. Μπαίνεις στον πειρασμό να πιστέψεις σε αυτά; Γιατί, μετά τον εξορκισμό που έκαναν, κατάφεραν να ολοκληρώσουν ανενόχλητοι το έργο τους και έκτοτε δε συνέβη τίποτα κακό.
Χ.Κ. Κάτι ανάλογο είχα διαβάσει και στην περίληψη του Almost Nearly Perfect People (Σ.Σ.: Michael Booth, “The Almost Nearly Perfect People: Behind the myth of the Scandinavian utopia”, Vintage, 2015) που λέει ότι το 54% των Ισλανδών πιστεύουν στα ξωτικά;
Β.Α. Μα, ναι! Και υπάρχει και το γυναικείο όνομα Χούλντα, που σημαίνει κρυμμένη, το θηλυκό ξωτικό, το ελφ. Γι’ αυτό λέω και για εμάς τους μεταφραστές ότι είμαστε το Χούλντουφόλκιδ της λογοτεχνίας.
Χ.Κ. Είναι κρυμμένοι οι μεταφραστές της λογοτεχνίας;
Β.Α. Δεν είναι;
Χ.Κ. Πρέπει να είναι;
Β.Α. Εξαρτάται.
Χ.Κ. Υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες η μετάφραση αναδεικνύει την ομορφιά του πρωτοτύπου, γιατί αυτό είναι κάπως ξερό, χωρίς να το ωραιοποιούν όμως. Υπάρχουν και περιπτώσεις, οι οποίες ωραιοποιούν τόσο πολύ ένα έργο, ώστε γίνεται mainstream και όταν διαβάσεις το πρωτότυπο, νιώθεις ότι έχεις διαβάσει άλλο έργο. Εκεί πού είναι ο μεταφραστής;
Β.Α. Εκεί είναι φανερότατος ο μεταφραστής.
Χ.Κ. Θέλω να πω, η μετάφραση είναι μια άκρως δημιουργική εργασία. Το να προβληθεί το όνομα και η συμβολή του μεταφραστή στο έργο δε σημαίνει ότι ο μεταφραστής παύει να είναι ταπεινός. Το λέω, γιατί παρατηρώ ότι μόλις πρόσφατα άρχισε να εκτιμάται ονομαστικά η συμβολή των μεταφραστών. Μέχρι πρότινος δεν δινόταν ιδιαίτερη σημασία σε αυτό.
Β.Α. Συμφωνώ. Δεν θεωρώ ότι τον μεταφραστή πρέπει να τον κλείνουμε στο ντουλάπι. Οφείλουμε να ξέρουμε ποιος είναι ο μεταφραστής. Οφείλουμε να ξέρουμε ποιος είναι αυτός που μας έχει συστήσει αυτό το μικρό κομμάτι της λογοτεχνικής παράδοσης ενός άλλου λαού. Για να του αποδίδουμε τα εύσημα ή να του ζητήσουμε τα ρέστα.
Χ.Κ. Για μένα οι μεταφραστές είναι πολιτισμικοί διαμεσολαβητές. Και οφείλουν να γνωρίζουν με κάποιο τρόπο τις κουλτούρες τις οποίες προσπαθούν να συνενώσουν και να τις φέρουν σε ένα, έστω υποτυπώδες, επίπεδο επικοινωνίας και σύγκλισης μεταξύ τους. Τι γίνεται, όμως, όταν ο μεταφραστής φτάσει σε ένα μεταφραστικό αδιέξοδο, ακόμη κι όταν είναι γνώστης της συγκεκριμένης κουλτούρας, της γλώσσας την οποία μεταφέρει στη δική του; Σου έχει τύχει κάτι τέτοιο;
Β.Α. Δεν μου έχει τύχει κάτι τόσο χοντρό, να σου πω την αλήθεια. Μου έχει τύχει να βλέπω ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να πει κάτι συγκεκριμένο, αλλά να διαβλέπω η ίδια ότι θέλει να πει κάτι βαθύτερο και να αποδώσω αυτό το βαθύτερο, αντί για αυτό το ξερό το οποίο φαινομενικά αποδίδει το νόημα. Σε ένα πολύ μικρό κομμάτι μου έτυχε. Μισή φράση, τρεις τέσσερις λέξεις. Σκέφτεται η Χούλντα ότι οι λέξεις σύνταξη, τρίτη ηλικία κλπ ήταν πάντοτε για αυτήν αφηρημένες ιδέες. Ίσως να σκεφτόταν και ότι δεν θα τις έφτανε ποτέ. Και λέει ο Ράγκναρ, ότι τώρα τις έβλεπε να υλοποιούνται. Αλλά εμένα δεν μου αρκούσε αυτό. Και μετέφρασα ότι τις έβλεπε να μετουσιώνονται στα χειροπιαστά κομμάτια μιας σκληρής πραγματικότητας. Διότι το χειροπιαστό ερχόταν σε αντίθεση με το ιδεατό, το οποίο ήδη περιέγραφε. Και είναι άλλη η πραγματικότητα και άλλο το χειροπιαστό. Το χειροπιαστό το νιώθεις με όλες σου τις αισθήσεις.
Χ.Κ. Όταν, λοιπόν, δεν βρίσκεις τις κατάλληλες λέξεις για να αποδώσεις στα Ελληνικά το πρωτότυπο, πώς το λύνεις; Πώς βρίσκεις τις μεταφραστικές πηγές και τα εργαλεία; Τι διευκολύνει τη δουλειά σου;
Β.Α. Σίγουρα τα λεξικά με διευκολύνουν, το διαδίκτυο πάρα πολύ για να ψάξω μια έννοια που δεν γνωρίζω, και οι άνθρωποι. Για παράδειγμα, σε ένα άλλο βιβλίο που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα σε μετάφρασή μου (Σ.Σ: Η Λεία, της Ύρσα Σιγουρδαρντότιρ, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο), βρέθηκα σε ένα μικρό αδιέξοδο με κάποιον συγκεκριμένο όρο, το Tetra kerfið. Κέρφιδ είναι το δίκτυο. Ρώτησα έξι-εφτά φίλους Ισλανδούς και κανείς δεν γνώριζε να μου πει τι είναι αυτό το τέτρα κέρφιδ. Ώσπου μίλησα με τη φίλη που συνήθως με φιλοξενεί στην Ισλανδία. Είναι νομικός και κάποτε εργαζόταν ως νομική σύμβουλος της αστυνομίας. Και μου εξήγησε ότι αυτό είναι το ενδοδίκτυο δορυφορικής επικοινωνίας που χρησιμοποιούν η αστυνομία, η πυροσβεστική και τα συνεργεία διάσωσης.
Χ.Κ. Υποθέτω ότι θα δούμε και τη σχετική υποσημείωση. Πόσο σημαντικές είναι οι υποσημειώσεις για ένα έργο; Δίνεις χρόνο στις υποσημειώσεις;
Β.Α. Πάρα πολύ σημαντικές, ειδικά για θέματα κουλτούρας. Για να γνωρίσεις ποια είναι η κουλτούρα και η καθημερινότητά τους. Και δίνω αρκετό χρόνο σε αυτές. Σταματάω τη μετάφραση και κάνω την έρευνά μου επί τόπου, για να μην ξεχαστώ αργότερα. Πολλές φορές, μάλιστα, μια υποσημείωση μπορεί να μου πάρει πολύ περισσότερο χρόνο από τη μετάφραση μιας ολόκληρης σελίδας. Για παράδειγμα, μια υποσημείωση για τη θέση της Ισλανδίας στο ΝΑΤΟ και μέσα στον πόλεμο και πώς τη χρησιμοποίησαν οι βάσεις μού πήρε πάρα πολύ χρόνο να τη γράψω και να την αποδώσω σε μόλις πέντε γραμμές. Αλλά είναι συναρπαστικό όλο αυτό.
Χ.Κ. Θα σου πω ότι αγαπώ και απολαμβάνω τις υποσημειώσεις σου. Κάπου εδώ, όμως, πρέπει να κλείσουμε τη συζήτησή μας. Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να προσθέσεις; Νομίζω πως άφησα στην άκρη κάτι που ήθελα να σε ρωτήσω για το όνομα της Χούλντας…
Β.Α. Είπαμε ότι το όνομά της σημαίνει κρυμμένο ξωτικό. Γιατί είναι κρυμμένο; Θα το δούμε στα βιβλία μας. Κυρίως στο Σκοτάδι.
Χ.Κ. Σύμφωνοι, αλλά αυτό το κρυμμένο ξωτικό το διαπιστώνεις σε όλα τα βιβλία της τριλογίας ή φτάνεις σε κάποιο σημείο να σκέφτεσαι ότι ίσως δεν της ταιριάζει τόσο πολύ τελικά;
Β.Α. Πολύ ωραία ερώτηση. Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ έτσι, ότι δεν της ταιριάζει το όνομά της. Αυτό που έχω σκεφτεί είναι ότι κάνει αγώνα, κυρίως στο πλαίσιο της δουλειάς της, για να δείξει ποια είναι. Άρα δεν είναι τόσο κρυμμένη. Αυτοί που της έδωσαν το συγκεκριμένο όνομα για λόγους που ήθελαν εκείνοι, στην αρχή της ζωής της ήθελαν να είναι κρυμμένη. Όμως η Χούλντα δεν τους έκανε τη χάρη. Και το επίθετό της, το πατρωνυμικό της, έχει το συμβολισμό του αλλά θα είναι απόλυτο spoiler αν μιλήσω για αυτό. Υπάρχουν οι σχετικές αναφορές ήδη από το πρώτο βιβλίο. Ωστόσο, ο Ράγκναρ δεν έχει μιλήσει ποτέ για τριλογία της Χούλντας. Έχει αφήσει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Ως τριλογία το παρουσίασε η αγγλική έκδοση. Μπορεί να μην κάνει και τίποτα βέβαια.
Χ.Κ. Ωραία. Να ρωτήσω και το εξής. Μέχρι στιγμής, νιώθω ότι ο Ράγκναρ και οι ήρωες με τις ηρωίδες του έχουν περιθώριο να αναπτυχθούν και να τους γνωρίσει καλύτερα το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι βρίσκω παντού βιβλία των ροκ σταρ του είδους, για παράδειγμα, του Φίτζεκ ή του Νέσμπε. Αλλά με τα βιβλία του Ράγκναρ δεν συμβαίνει το ίδιο, ενώ στο εξωτερικό είναι και αυτός ροκ σταρ του είδους. Τι να περιμένουμε ως αναγνώστες;
Β.Α. Το Hidden Iceland, η τριλογία της Χούλντας, είναι τα πρώτα δείγματα γραφής με τα οποία έχουν έρθει σε επαφή οι Έλληνες αναγνώστες. Στο εξωτερικό και, κυρίως, στην Αγγλία έχουν ήδη εκδοθεί πολλά περισσότερα. Ως αναγνώστες έχουμε να περιμένουμε αρκετά. Έχουμε να περιμένουμε και υπό τύπον τριλογίας και αυτόνομα αστυνομικά μυθιστορήματα.
Χ.Κ. Τσιμπήσαμε λαβράκι για τους αναγνώστες της Πάστα Φλώρα; Τι περιμένουμε από τον Ράγκναρ; Τι περιμένουμε από εσένα ως μεταφράστρια;
Β.Α. Μπορούμε να το πούμε κι έτσι. Αν θυμάσαι από την τριλογία, η Χούλντα αναγκάζεται να βγει πρόωρα στη σύνταξη, γιατί έχουν βρει κι έναν νεαρό τον οποίον θέλουν να εκπαιδεύσουν για τη συγκεκριμένη θέση. Αυτό πρέπει να περιμένουμε από τον Ράγκναρ. Σε προσωπικό επίπεδο, αρχικά περιμένουμε το νέο βιβλίο της Ύρσα Σιγουρδαρντότιρ, “Η Λεία”, που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Κατά τα άλλα, έχω μεγάλη αγάπη για την ισλανδική λογοτεχνία, από τον μεσαίωνα που αρχίζει να υπάρχει έως σήμερα. Η ισλανδική λογοτεχνία έχει να μας δώσει και κλασικά έργα της σύγχρονης περιόδου. Και μοντέρνα λογοτεχνία πάρα πολύ αξιόλογη. Δεν μιλάω μόνο για την αστυνομική λογοτεχνία, αλλά και για βιβλία με πολύ λυρισμό. Όχι τον λυρισμό όπως τον εννοούμε στην υπόλοιπη Ευρώπη, τον πομπώδη και φλύαρο, αλλά έναν λακωνικό και περιεκτικό, πολλές φορές σκληρό, λυρισμό. Θα δούμε πολύ ωραία πράγματα σύντομα και εύχομαι να γνωρίσουμε από κοντά την ισλανδική λογοτεχνία. Μέχρι τώρα έχουν γίνει προσπάθειες να γίνουν μεταφράσεις της ισλανδικής λογοτεχνίας στα Ελληνικά. Αλλά τα περισσότερα έχουν μεταφραστεί είτε από τα Αγγλικά είτε από τα Δανέζικα. Μέσω γλώσσας-διαμεσολαβητή. Έχω πολλή όρεξη να μεταφράσω από την πρωτότυπη γλώσσα, ακόμη και βιβλία τα οποία έχουν ήδη γνωρίσει οι Έλληνες αναγνώστες. Να μεταφράσω ξανά, δηλαδή, από το πρωτότυπο.