Μια μάνα, μια σύγχρονη Μήδεια, αντιμετωπίζει τα δικά της ζόρια και προσπαθεί να αντέξει. Είτε με τον άντρα της τον Ιάσονα, που την κερατώνει και μάλιστα με καλόγρια, είτε με τα ‘ανεπρόκοπα’ τα δυο παιδιά της που την ταλαιπωρούν, και δεν θέλουν να δουλέψουν, και την αναγκάζουν να τα σφάξει. Και κάπου εκεί ενδιάμεσα, μέσα σε όλο αυτό το δράμα, όλη η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας παρελαύνει μπροστά μας.
Παρακολουθώντας το συγκεκριμένο έργο, σκεπτόμουν πως θα ήταν τότε, εκείνα τα αρχαία χρόνια, να πρότεινε ο Ευριπίδης στον Αριστοφάνη, να ανεβάσουν μαζί μια παρωδία της Μήδειας. Θα είχε ενδιαφέρον. Όμως αυτό δεν έγινε. Για αυτό κάποια χιλιάδες χρόνια μετά, ήρθε ο Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ), και έκανε αυτό ακριβώς.
Και ποιους δεν είδαμε κατά την διάρκεια της παράστασης. Ηθοποιούς που βιάζονται να παίξουν, ο ίδιος ο Οιδίποδας (ναι ξέρω αυτός είναι από άλλο έργο), καλόγριες, παπάδες και πολιτικοί, σκάνδαλα αλλά και αναφορές στην σημερινή πολιτική σκηνή. Αναφορές σε αγαπημένες ελληνικές ταινίες, ο Οιδίποδας σαν αόμματος, σαν άλλος Μίμης Φωτόπουλος από την κάλπικη λίρα, όπου ερμήνευσε υπέροχα ο ηθοποιός Κώστας Τριανταφυλλόπουλος.
Όσον αφορά την σκηνοθεσία, η οποία είναι του Νικορέστη Χανιωτάκη, ευρηματική σε όλα της. Τι να πει κανείς για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Εκτός από την ερμηνεία του, παίζοντας τον Ιάσωνα, έχει καταφέρει να ντύσει σκηνοθετικά το έργο με τέτοιο τρόπο ώστε, ο θεατής, να μην χάνει λεπτό από την δράση και τα αστεία του κειμένου. Το σίγουρο είναι ότι θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον, κάτι το οποίο βέβαια το κάνει ήδη, με τις πάντα, πολύ αξιόλογες δουλειές του.
Στο ρόλο της Μήδειας βλέπουμε τον Μάκη Παπαδημητρίου. Το να ερμηνεύεις ένα ρόλο αντίθετου φύλου στο θέατρο πάντα είναι παράτολμο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως, κατάφερε να μας κάνει να γελάμε κάθε δευτερόλεπτο παρουσίας του επί σκηνής. Σατιρίζοντας ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό ( οι στιγμές που ξεχνά να μιλήσει σαν Μήδεια αλλά με την κανονική του φωνή) χάρισε με το αστείρευτο χιούμορ του μια μοναδική κωμική εμπειρία σε όλους μας.
Σχετικά με το ενδυματολογικό κομμάτι, το οποίο επιμελήθηκε η Χριστίνα Πανοπούλου, αποτελούταν κυρίως από ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τονίζοντας και με αυτό τον τρόπο την σατιρική διάθεση του έργου.
Τέλος μια ιδιαίτερη αναφορά στη μουσική, η οποία ήταν ζωντανή επί σκηνής, εκτός από το ότι έφερε την υπογραφή της Monika, μας μετέφερε υπέροχα με το πιάνο του ο ταλαντούχος Γιάννης Μαθέ.