Ποιος δεν έχει ακούσει, διαβάσει ή δει -την ταινία ή τη σειρά- το Όνομα του Ρόδου; Αναφερόμαστε φυσικά στο πρώτο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο που μετρά ήδη 40 χρόνια κυκλοφορίας και αποτελεί σημείο αναφοράς για τον λογοτεχνικό κόσμο, αφού έχει συμπεριληφθεί και από τη γαλλική εφημερίδα Le Monde ανάμεσα στα 100 αριστουργήματα του 20ου αιώνα.
Πάνε 10 και πλέον χρόνια από τη στιγμή που το βιβλίο αυτό έπεσε στα χέρια μου, όχι απλά ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, μα ένα μεσαιωνικό χρονικό με φιλοσοφικές προεκτάσεις, ύμνο στην γνώση, διερευνητικό και μυστηριώδες, καθηλωτικό από τις πρώτες σελίδες.
Γεγονός που μεγαλώνει τις προσδοκίες, μα και τη δυσκολία μεταφοράς του στο θεατρικό σανίδι.
Το μεγάλο αυτό πόνημα ανέλαβε για πρώτη φορά στα ελληνικά δεδομένα ο Michael Seibel στο θέατρο Altera Pars, βασισμένο στη διασκευή του Stefano Massini, βραβευμένου θεατρικού συγγραφέα, σκηνοθέτη και δημοσιογράφου και σε μετάφραση Ντίνας Μπόγρη.
Μια εξαιρετικά προσεγμένη δουλειά που μας αφήνει με το στόμα ανοιχτό από την είσοδό μας ακόμη, και μόνο στην θέα του επιβλητικού σκηνικού, που αναπαριστά το μοναστήρι του τάγματος των βενεδικτίνων. Σκάλες, καμάρες, κρυφά δωμάτια και διαφορετικά επίπεδα, μαρτυρούν πως η δράση θα λάβει χώρα σε πολλαπλά σημεία και θα προσπαθήσει να υπερκεράσει το εμπόδιο του περιορισμένου χώρου της θεατρικής σκηνής.
Τα εντυπωσιακά κοστούμια των μοναχών και η εκκλησιαστική μουσική που ακούγεται μας εισάγει αμέσως σε μια μυστικιστική ατμόσφαιρα και αρχίζουμε κι εμείς το ταξίδι μας στο χρόνο, με τη φαντασία μας να περιπλανιέται στον Μεσαίωνα, ανάμεσα σε φραγκισκανούς και βενεδικτίνους μοναχούς.
Ένας μεγάλος θίασος δίνει σάρκα και οστά σε μοναχούς που κυριεύονται από θεολογικά, φιλοσοφικά και σαρκικά πάθη αποδίδοντας τα μέγιστα στην σκιαγράφηση των ηρώων. Υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Michael Seibel μας παρουσιάζουν διακριτούς χαρακτήρες και δίνουν καταιγιστικό ρυθμό στη μακροσκελή υπόθεση.
Στα μόνα αρνητικά που θα μπορούσαμε να βρούμε είναι η απουσία διαλείμματος σε μια παράσταση που αγγίζει τις δύο ώρες.
Ενώ, θα πρέπει να τονίσουμε πως πολύ έντεχνα επιτυγχάνουν, με διακριτική μαεστρία και υπονοήσεις, την επιθυμία που εκφράζει κι ο ίδιος ο Έκο στο Επιμύθιο για το Όνομα του Ρόδου, να μετασχηματίσουν τον θεατή σ’ έναν άνθρωπο του Μεσαίωνα και να προκαλέσουν τον τρόμο ή την αγωνία -όπως και ο ίδιος στον αναγνώστη- με το να του προσφέρουν «λατινικά, κι ελάχιστες γυναίκες, μπόλικη θεολογία και άφθονο αίμα».
Γερονικάκη Κωνστάντια