Η παράσταση ξεκινά με ένα σουρεαλιστικό τραπέζι δείπνου, στο οποίο πέντε σημαντικές γυναικείες προσωπικότητες, μοιράζονται εμπειρίες μαζί με μία επαγγελματία της σύγχρονης εποχής. Η εξερευνήτρια Ιζαμπέλα Μπερντ (Μαρία Καβογιάννη) που όργωσε τον κόσμο, η Γιαπωνέζα παλλακίδα Νίτζο (Αλεξάνδρα Αϊδίνη) που εναντιώθηκε στον αυτοκράτορα βασιλιά, η ιδιόμορφη Γκρέτα (Άλκηστις Πολυχρόνη) που αποτέλεσε θέμα μιας ελαιογραφίας του ζωγράφου Πίτερ Μπρίγκελ, η Πάπισσα Ιωάννα (Βίκυ Βολιώτη), η οποία κατέλαβε τον παπικό θρόνο και η Γκριζέλντα (Ευδοκία Ρουμελιώτη), ένας λαογραφικός χαρακτήρας που διακρίθηκε για την υπομονή του. Ταυτόχρονα, σκιαγραφείται η προσωπικότητα της καριερίστας Μάρλεν (Αλεξία Καλτσίκη), ενώ αχνοφαίνονται οι αγωνίες και η ένταση που κρύβει η ζωή της.
Η κάθε μία από αυτές προέρχεται από ξεχωριστή χρονική περίοδο της ιστορίας, αλλά κι από διαφορετικό σημείο της γης. Αφηγούνται, εναλλάξ και αποσπασματικά, επεισόδια γεμάτα προσωπικές κατακτήσεις και θυσίες. Από τη συζήτηση απουσιάζει ο ξύλινος λόγος: είναι ανθρώπινη, χωρίς φανφάρες, έτσι ακριβώς όπως θα άκουγε κανείς μια κουβέντα γυναικείας παρέας σε καφετέρια. Όλες κατάφεραν -με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο- να ξεγελάσουν το κατεστημένο της πατριαρχίας μέσω της ιδιαίτερης προσέγγισης τους απέναντι στη ζωή.
Στη συνέχεια ακολουθούμε τις ίδιες γυναίκες με άλλο ρόλο, σε σκηνικό γραφείου, όμως αυτή τη φορά τα γεγονότα διαδραματίζονται σχεδόν στη σύγχρονη εποχή. Το ιδιαίτερο είναι πως οι χαρακτήρες μοιάζουν να μην έχουν σκοπό να απολογηθούν για τις επιλογές τους. Κρατούν ξεχωριστές βεντάλιες γνωρισμάτων και δείχνουν να είναι αποφασισμένοι να ζήσουν, όπως αυτοί επιθυμούν, προσπαθώντας να αποφύγουν ψυχολογικές παγίδες και κοινωνικά εμπόδια.
Παράλληλα, παρατηρούμε κάποιες αναλογίες μεταξύ των προσώπων που υποδύεται η κάθε ηθοποιός (παρελθόν-παρόν). Στην περίπτωση της Βίκυς Βολιώτη, στο δείπνο έπαιζε την Πάπισσα Ιωάννα, η οποία έχοντας θαυμάσια ρητορική ικανότητα, κατάφερε, μεταμφιεσμένη σε άντρα, να αναρριχηθεί στις βαθμίδες της εκκλησίας και να εκλεγεί Πάπας. Στο παρόν, αποτελεί μία πετυχημένη εργασιακά γυναίκα που έφτασε ψηλά με την ίδια σχεδόν δεινότητα εντός ενός ανδροκρατούμενου επαγγελματικού περιβάλλοντος. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και η ίδια, επιβίωσε γιατί οι γύρω της ξεχνούσαν πως είναι γυναίκα, αφού ακολουθούσε ευλαβικά μια ανδρική νοοτροπία (κάτι σαν μεταμφίεση κι εδώ).
Η τελευταία πράξη που περιλαμβάνει τη σύγκρουση μεταξύ δύο αδελφών (Καβογιάννη- Καλτσίκη), νομίζω αποτελεί την πιο μεστή ερμηνεία του έργου. Γυναίκες που επιτίθενται με χτυπήματα κάτω από τη μέση και συγκρίνουν τους διαφορετικούς δρόμους που πήραν με κοινό γνώμονα κάποιο μεγάλο μυστικό που τελικά θα αποκαλυφθεί. Το αποτέλεσμα είναι ένα δυνατό ψυχογράφημα της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας μέσα από οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες. Αξίζει να αναφερθεί η επιτυχής απουσία κάθε υπερβολής και περίσσιας δράματος: ήταν όλο, όσο έπρεπε.
Το σημαντικότερο με την απόδοση του σεναρίου είναι πως κανένας από τους ήρωες δεν επιτρέπει να νιώσεις οίκτο, αλλά αντίθετα σε προκαλεί να θαυμάσεις και να σεβαστείς την πορεία που διέγραψαν. Η καθεμία έστεψε σημαντικό στη ζωή της τον τομέα που θεωρούσε αυτή ως πρωτεύοντα. Η γυναικεία φύση παρουσιάζεται πολυδιάστατα σε μία παράσταση βαθιά φεμινιστική. Αληθινές μάχες και αγώνες επιβίωσης που πραγματοποιούνται χαμηλόφωνα και με εσωστρέφεια σε προσωπικό λέβελ, χωρίς να χρειαστούν κραυγαλέες δηλώσεις. Είναι όλες τους, πράγματι, top girls.
Χριστίνα Χανιώτου