Η Κληρονομιά γράφτηκε το 1736 από τον Πιέρ ντε Μαριβώ. Κεντρικός άξονας στο σύνολο των έργων του είναι η αδυναμία έκφρασης των αισθημάτων. Εν προκειμένω, μια κληρονομιά έρχεται για να δοκιμάσει τα συναισθήματα των ηρώων.
Στην Γαλλία του 18ου αιώνα η οικονομική κρίση κυριαρχεί. Εκεί, έξι άνθρωποι διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, ζυγίζουν την ανάγκη να ερωτευτούν. Αντίβαρο; Τα χρήματα που θα λάβουν ή θα δώσουν.
Ο μαρκήσιος πρέπει να παντρευτεί την Ορτάνς, διαφορετικά της οφείλει 200.000 φράγκα. Ο ιππότης αγαπά την Ορτάνς, όμως δεν έχει οικονομική άνεση. Η κόμισσα αρνείται να διανοηθεί ότι αγαπά τον μαρκήσιο μέχρι να μάθει για τα αισθήματα του.
Ο Λεπίν προσπαθεί να προσεγγίσει την Λιζέτ, που είναι το ίδιο άτεγκτη με την κόμισσα. Έτσι, ξετυλίγεται σιγά σιγά μια ερωτική κωμωδία. Φλερτάρει με την ιλαροτραγωδία, διακωμωδώντας την φοβερά λυπηρή αδυναμία των ανθρώπων στην εξομολόγηση έρωτα.
Εξ αρχής, όπως σε κάθε παράσταση, το πρώτο που τραβάει την προσοχή είναι το σκηνικό. Η εποχή επιβάλει την μπαρόκ αισθητική. Τα σκηνικά και τα κουστούμια έχουν μια απόλυτα μινιμαλιστική προσέγγιση του μπαρόκ. Η αφαιρετική αισθητική αποβάλλει την επιτήδευση και δίνει περισσότερο χώρο στους ηθοποιούς.
Ακόμα, από τεχνικής καταβολής, ο φωτισμός ήταν άρτια μελετημένος. Ακολουθούσε το ύφος χωρίς να αναλώνεται σε περιττές εξεζητημένες φιγούρες. Η μουσική υπηρετούσε αρμονικά την παράσταση, εξυπηρετώντας τα δραματικά και τα κωμικά στοιχεία.
Το έργο ήταν πολύ σωστά επιλεγμένο για την εποχή που ζούμε
Την χρονική περίοδο που εκτυλίσσεται, η Γαλλία πλήττεται από την πανούκλα. Έξυπνα τοποθετημένα σχόλια για τα υγειονομικά μέτρα και τις συνθήκες , προσιδιάζουν στην δική μας πανδημία.
Ο Μαριβώ δημιουργεί ρεαλιστικούς έρωτες που δυσκολεύονται να εκφραστούν και ο Ανδρέας Στάικος διατήρησε αυτό το ύφος στην μετάφραση. Υπήρχε μια μικρή αδυναμία στο μη ενιαίο χαρακτήρα του λόγου. Η έκφραση δεν αντιστοιχεί πάντα στην εποχή, χωρίς να αλλοιώνεται ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα.
Ο Γιάννης Νταλιάνης, συνέλαβε και απέδωσε έξοχα το κεντρικό θέμα, χρησιμοποιώντας τα κωμικά στοιχεία σαν πάρεργο. Η Μαριλίτα Λαμπροπούλου και ο Νίκος Νίκας, χάρισαν μια ιδιαίτερη φυσικότητα τους ρόλους τους. Μας μεταφέρουν στην εποχή με την απαράμιλλη εκφραστικότητα τους , χωρίς υπερβολές και επιτηδεύσεις.
Οι νεότεροι πρωταγωνιστές είχαν πολύ εντονότερες εκφράσεις τονίζοντας την αντίθεση των χαρακτήρων των ρόλων τους. Αποδίδουν μια σύγκρουση της ηλικίας και της κοινωνικής τάξης, δίνοντας βάθος στην αντίληψη του έρωτα από τις διαφορετικές θέσεις που κατέχουν. Ο Γιώργος Κορομπίλης ξεχώρισε ως Λεπίν, που άλλαζε από τον εύθυμο κομπέρ σε τραγικά ερωτευμένο ήρωα.
Ο Γιάννης Σοφολόγης ως ιππότης απέδωσε εξίσου ικανοποιητικά τον ρόλο του. Ενώ η Ορτάνς Παρή Τρίκα και η Λιζέτ Μπίλιω Μαρνέλη συμπλήρωναν άρτια τους επί σκηνής συντελεστές. Η δεύτερη μάλιστα συνέβαλε καθοριστικά με την επιμέλεια της κίνησης.
Η «κληρονομιά», έδωσε στον κάθε ήρωα άλλη χροιά και χρωμάτισε διαφορετικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Η αγάπη και ο έρωτας στην εποχή της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα; Οι άνθρωποι στους καιρούς των κρίσεων αποκτηνώνονται;
Το σκηνοθετικό εγχείρημα καταφέρνει να μην σταθεί μόνο στην ευχάριστη πλευρά κάνοντας το έργο μια φάρσα. Προχώρησε στην απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων και πέτυχε τον βασικό εγγενή στόχο της τέχνης. Να μην αφήσει το κοινό με τις ίδιες σκέψεις με τις οποίες το παρέλαβε.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό, όχι μόνο κατά την άποψη μου, αλλά και του λοιπού κοινού. Ψίθυροι ενθουσιασμού συνόδευσαν το τέλος της παράστασης, δηλώνοντας πόσο ευχάριστα πέρασαν αυτά τα 90’. Μην το χάσετε!