Πάντα υπάρχει ένας έργο του Σαίξπηρ στην θεατρική Αθήνα κάθε χρόνο και φέτος μπορείτε να δείτε ανέβασμα ενός από τα έργου του Άγγλου συγγραφέα, στο Θέατρο Φούρνος και την παράσταση Αγάπης Αγώνας Άγονος.
Πρόκειται για ένα από τα πρώιμα έργα του Σαίξπηρ, σύγχρονο έργων όπως ο Ρωμαίος και Ιουλιέτα ή το Όνειρο Θερινός Νυκτός. Σε αυτό το θεατρικό κείμενο ο Σαίξπηρ μιλάει για τον βασιλιά Φερδινάνδο αλλά και τρεις ευγενείς που αποφασίζουν για τρία ολόκληρα χρόνια να απαρνηθούν τα εγκόσμια για χάρη της μελέτης. Μέσα στις απολαύσεις που απαρνιούνται με την απόφαση τους είναι και οι γυναίκες. Μέχρι και την στιγμή που στην Ναβάρρα, εμφανίζεται η πριγκίπισσα της Γαλλίας με τρεις νεαρές βοηθούς. Ο ερχομός της ανατρέπει τις αποφάσεις και το ερωτικό παιχνίδι μπερδεύει τους πάντες και τα πάντα.
Η παράσταση στο Θέατρο Βαφείο έχει κάποιες παραλλαγές που όμως δεν αλλάζουν το κεντρικό νόημα του κειμένου. Πρόκειται ίσως για ένα από τα δυσνόητα, για το ευρύ κοινό, κείμενα του Άγγλου συγγραφέα, μιας και το σχολιαστικό του χιούμορ είναι πιο εκλεπτυσμένο από τα άλλα του κείμενα. Λογοπαίγνια, λογοτεχνικές αναφορές και μια συρραφή ποιητικών φορμών δυσχέραινουν ακόμα περισσότερο το αμύητο κοινό.
Γι’ αυτό το λόγο οι όποιες αλλαγές θα γίνουν πάνω στο κείμενο πρέπει να είναι προσεκτικές ώστε να μην μπερδέψουν ακόμα περισσότερο το κοινό. Δυστυχώς στην συγκεκριμένη παράσταση οι όποιες παρεμβάσεις πέφτουν στο κοινό και αφήνουν ένα κοινό μετέωρο με αρκετά χάσματα στην εξέλιξη του έργου. Με λίγα λόγια η παράσταση πάσχει αρχικώς από αρκετές χρονικές ”κοιλιές”. Κάποιες από τις καλές στιγμές του έργου είναι ορισμένα ιντερλούδια με έξυπνο κωμικό στίχο.
Στο πιο ”διανοητικό” κείμενο του Σαίξπηρ, φαντάζουν άσχετες και ως ξένο σώμα όποιες νεοτερίστικες προσθήκες που έχουν ως σκοπό να γελάσει το κοινό πιο εύκολα. Οι λεγόμενες ”ευκολίες” είτε στον τρόπο παιξίματος είτε στις αναφορές σε κάτι σύγχρονο, κλωτσούν μέσα στο αρχικό κείμενο. Σε σημεία ο θεατής αναρωτιέται αν βλέπει παράσταση με τον έμμετρο λόγο του Σαίξπηρ ή ένα copycat ανέβασμα κωμωδίας του Μποστ.
Ο θίασος προσπαθεί να ακολουθήσει την αρρυθμία της παράστασης και εμφανίζει χαραμάδες υποκριτικής ευφυίας από ορισμένους. Στην κατά τόπος υπερβολική ερμηνεία της Χρύσας Κολοκούρη αντιτίθεται και λειαίνει τον λόγο ο Στέλιος Κουλετάκης, ο οποίος όπου του δίνεται χώρος και χρόνος αποδεικνύει ότι έχει κωμική στόφα. Ο Αντώνης Καραστεργίου έχει αρκετές καλές στιγμές που όμως θολώνουν από την ευκολία του πλασαρίσματος μιας κατάστασης μέσω δυνατού λόγου.
Μια παράσταση που η διασκευή και η σκηνοθεσία δεν βοηθάει ένα θίασο που προσπαθεί να περάσει στο κόσμο ένα δύσκολο κείμενο του Σαίξπηρ, να κάνει το κάτι παραπάνω. Αλλά πάντα αν βρεθείς θεατής σε μια παράσταση σε κείμενο που αναφέρεται σε κείμενο του Άγγλου συγγραφέα, βγαίνεις κερδισμένος με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Χρήστος Βασιλακόπουλος