Η Εκάβη του Ευριπίδη, του 427 π.χ., περιοδεύει ανά την Ελλάδα με μια από αυτές τις στάσεις να είναι και στην Επίδαυρο, στις 11 και 12 Αυγούστου.
Στο έργο του Ευριπίδη βλέπουμε την Εκάβη, μετά τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου να βιώνει σε ένα έργο δυο καταστάσεις. Από την μια, στο πρώτο μέρος, βλέπουμε την θυσία της Πολυξένης. Κόρης του Πριάμου και της Εκάβης, στον τύμβο του Αχιλλέα. Ενώ από την άλλη, στο δεύτερο μέρος, βλέπουμε την εκδίκηση που παίρνει η Εκάβη. Σκοτώνει τον βασιλιά των Θρακών Πολυμήστορα, επειδή φόνευσε το γιο της Πολύδωρο για να του πάρει το χρυσό που του είχε δώσει ο πατέρας του, Πρίαμος.
Η Ιώ Βουλγαράκη επιστρέφει στο είδος της αρχαίας τραγωδίας και σκηνοθετεί μια παράσταση θρήνου και εκδίκησης. Με μια λιτή σκηνικά παράσταση δίνει έμφαση στο λόγο, αφήνοντας τα συναισθήματα να κατακλύσουν την σκηνή. Χωρίς ευρηματικές προσθήκες, αφήνει τους ηθοποιούς να γεμίσουν το χώρο και να αναδείξουν τον λόγο. Αυτό θα ήταν στα συν της παράστασης αν υπήρχε η απαιτούμενη χημεία ανάμεσα στο θίασο που δυστυχώς δεν την βρίσκει κανείς εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων. Η σκηνοθετική κατεύθυνση της Βουλγαράκη αφήνει ερμηνευτικά εκτεθειμένους τους ηθοποιούς της. Φαίνονται κινησιολογικά δεσμευμένοι και αμήχανα τοποθετημένοι στο περισσότερο μέρος της παράστασης.
Ένα μεγάλο μέρος της αδυναμίας της παράστασης είναι ο χορός.
Οι Τρωάδες της Εκάβης που της συμπαραστέκονται, ακούν και την βοηθούν σε ότι αυτή τους ζητήσει, σε αυτή την παράσταση είναι η ηχώ των σκέψεων αλλά και όσων λέγονται από την Εκάβη. Όμως ο τρόπος που έχει επιλεχθεί και έχει δοθεί αυτό προς το κόσμο φτάνει στα όρια του άβολου και αλλοπρόσαλλο, με αποκορύφωμα κάποια χορικά να είναι περισσότερο ατυχείς πειραματισμοί.
Ο Θανάσης Κουρλαμπάς ως Οδυσσέας είναι άμεσος και με σκηνική βαρύτητα. Ενώ ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης ως Ταλθύβιος ξεπερνάει την συνολική υποκριτική μετριότητα του θιάσου και καταφέρνει να ξεχωρίσει.
Ο Πολύδωρος του Ερρίκου Μηλιάρη χάνεται σε μια άνευρη διεκπεραιωτική ερμηνεία εκ μέρος του ηθοποιού. Κάτι που το συναντάμε και στον Αγαμέμνονα του Αλέκου Συσσοβίτη που μοιάζει να είναι εκείνος το φάντασμα της υπόθεσης και όχι ο Πολύδωρος. Ο Συσσοβίτης φαίνεται σκηνικά αδύναμος να σηκώσει το βάρος της παρουσίας του Αγαμέμνονα.
Η Μαρίνα Καλογήρου ως Πολυξένη έχει τις καλές και τις κακές της στιγμές. Με μια διαφορετική τοποθέτηση φωνής, η ηθοποιός προσπαθεί να μετριάσει τις όποιες αδυναμίες της και να της εξισορροπήσει με το σκηνικό της πάθος που ήταν πάντα το προσόν της.
Στους κερδισμένους της παράστασης, είναι ο Άκης Σακελλαρίου. Ο Πολυμήστορας αν και εμφανίζεται στο τελευταίο κομμάτι της παράστασης είναι ξεκάθαρα αυτός που σου μένει στο μυαλό. Η σκηνική αρτιότητα του Σακελλαρίου καταφέρνει και ξεπερνά τις όποιες σκηνοθετικές αδυναμίες που αποτελούν υποκριτικές παγίδες για όλους τους άλλους. Στα συν είναι και η χημεία του με την Ελένη Κοκκίδου.
Η Ελένη Κοκκίδου ως Εκάβη, έχει τον πιο δύσκολο και μεγάλο ρόλο της παράστασης.
Υποκριτικά είναι εκείνος με τις μεγαλύτερες προκλήσεις μιας και από την θλίψη και τον θρήνο πρέπει λειτουργικά να γίνει η συναισθηματική μετατόπιση στο μένος της εκδίκησης. Η Κοκκίδου στο πρώτο μέρος είναι αμήχανη. Κινησιολογικά δύσκαμπτη με αρκετές υποκριτικές αρρυθμίες. Στο δεύτερος μέρος και σε μεγάλο βαθμό χάρη στην χημεία της με τον Σακελλαρίου βρίσκει τα υποκριτικά της πατήματα καταφέρνοντας να δείξει το υποκριτικό της εύρος που δεν είναι μυστικό ότι έχει. Όμως έχει γίνει η επιλογή μιας ερμηνείας με δόσεις στόμφου άλλης εποχής που πλέον φαίνεται παράταιρος στο σήμερα. Με έμφαση στην φωνή και όχι στο συναίσθημα, απομένει μια γενική ξύλινη ερμηνεία πάνω στο ρόλο της Εκάβης.
Τέλος, η παράσταση Εκάβη μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις, αλλά σκοντάφτει σε θεμελιώδη προβλήματα. Τα οποία η ίδια η σκηνοθέτης τοποθετεί και δυσχεραίνει το έργο των ηθοποιών της.
Χρήστος Βασιλακόπουλος