Στο θέατρο ΑΘΗΝΩΝ παρουσιάζεται σε θεατρική μορφή ένα από τα τρία πεζά κείμενα που έχουν κυκλοφορήσει και στα ελληνικά του Schmitt Eric-Emmanuel, Φιλιά Όσκαρ.
Βέβαια το αρχικό κείμενο έχει τον τίτλο ΑΓΑΠΗΤΕ ΘΕΕ αλλά εδώ μιλάμε για την θεατρική προσαρμογή του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Όσοι από εσάς δεν έχουν γνώση για ποιο πράγμα μιλάμε, τότε να η ιστορία που κυκλοφόρησε το 2012 και έχει ξανά ανέβει στην ελληνική θεατρική σκηνή πριν κάποια χρόνια σε μετάφραση της Ντενίση.
Ο δεκάχρονος Όσκαρ ζει στο νοσοκομείο, γιατί υποφέρει από μια βαριά μορφή λευχαιμίας. Κάποια στιγμή μαθαίνει τυχαία ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα να θεραπευτεί και ότι πρόκειται να πεθάνει σε λίγες μέρες. Τότε μια εκκεντρική ηλικιωμένη κυρία, γνωστή ως κυρία Ροζ, μια από τις εθελόντριες του νοσοκομείου που κρατά συντροφιά στα παιδιά της πτέρυγας, του προτείνει ένα παιχνίδι: να θεωρεί ότι καθεμία μέρα που περνά ως μια δεκαετία απ’ την ζωή του. Έτσι ο Όσκαρ κατά την διάρκεια των τελευταίων έντεκα ημερών της ζωής του φτάνει στην ηλικία των 110 ετών μέσα από γεγονότα που έχουν από έρωτες και δάκρυα μέχρι προδοσίες και την συγχώρεση.
Άρα κατανοεί κανείς ότι από την αρχή, ο θεατής καλείται να βιώσει από την θέση του την πορεία ενός παιδιού προς το θάνατο, σε μια ηλικία που δεν θα έπρεπε καν να σκέφτεται το τέλος αλλά που τον αντιμετωπίζει ίσα στα μάτια. Ως θέμα μπορεί να φανεί αρκετά βαρύ αλλά είναι αυτές οι θεατρικές στιγμές που δημιουργούν τα ερωτήματα και γιατί όχι την όποια συνειδητοποίηση για το πως διαχειριζόμαστε την δική μας ζωή και τον χρόνο που μας αναλογεί.
Ο Λιθουανός θεατρικός σκηνοθέτης Cezaris Grauzinis, ο οποίος από το ’99 μας χαρίζει έντονες στιγμές στο ελληνικό θέατρο, μετά την επιτυχία του καλοκαιριού με την ΑΝΤΙΓΟΝΗ του Σοφοκλή αναμετριέται με αυτό το έργο και τις λεπτές ισορροπίες του. Τα σκηνικά του Kelly McLellan βοηθούν το σκηνοθέτη να αλλάζει εύκολα τις σκηνές που κατακλύζονται από έντονα συναισθήματα και να παρέχει μια είδους αποσυμπίεση στον θεατή. Όμως την ίδια στιγμή η δραματουργική προσέγγιση μπορεί να μπερδέψει το κοινό ότι παρακολουθεί, ειδικά στην πρώτη μισή ώρα, μια παράσταση με προσέγγιση να ικανοποιήσει ένα κοινό μικρότερης ηλικίας και όχι απαραίτητα τους ενήλικες. Η παράσταση είναι αρκετά αμήχανη και παρουσιάζει πολλά απότομα σκαμπανεβάσματα.
Όλα όμως έρχονται και δένονται, απαλύνονται με την παρουσία του Θανάση Τσαλταμπάση επί σκηνής. Ένας ηθοποιός που αργά και σταθερά έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να τον ακολουθεί το κοινό σε κάθε του θεατρική δουλειά και ποτέ να μην τους απογοητεύει, τουλάχιστον προσωπικά. Ο Τσαλταμπάσης προσεγγίζει τον ρόλο όχι με την αληθοφάνεια και την ευκολία κάποιου να παίξει ένα μικρό παιδί αλλά με την σκέψη ενός ανθρώπου που προσπαθεί να μπει στην θέση αυτού του παιδιού. Ίσως ο θεατής αργεί κάποια λεπτά για να παρασυρθεί από την ερμηνεία του ηθοποιού αλλά όταν αυτό γίνει εγκλωβίζεται σε μια πραγματικά υπέροχη ερμηνεία. Κάποιες κινησιολογικές παραφωνίες και κωμικές προσεγγίσεις του ηθοποιού απομεινάρια του πας έφτασε μέχρι εδώ μηδενίζονται όσο η ιστορία μπαίνει πιο βαθιά στις τελευταίες ώρες του Όσκαρ. Το πρόσωπο του Θανάση Τσαλταμπάση και η εκφραστικότητα του είναι ικανές κάποιες στιγμές να προκαλέσουν την συγκίνηση, σιγά και σιωπηλά, του θεατή.
Πρόκειται για μια παράσταση που μόνο το θέμα της αλλά και ο ίδιος ο Θανάσης Τσαλταμπάσης είναι ο λόγος για να την παρακολουθήσετε.
Χρήστος Βασιλακόπουλος