Ο Stig Dagerman ήταν ένας από τους πιο αναγνωρισμένους συγγραφείς της Σουηδίας. Ποιήματα, νουβέλες, μικρές ιστορίες αλλά και πέντε θεατρικά έργα μέσα σε μια πενταετία μετά τοn Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα από αυτά τα έργα με τίτλο Η Σκιά του Μαρτ, παρουσιάζεται στο Θέατρο Αργώ.
Στο μεταπολεμικό Παρίσι, μια πλούσια χήρα πενθεί του χαμό του γιου της Marty ενώ ζει μαζί με τον μικρό της γιο, Gabriel. Ο Marty που σκοτώθηκε στο πόλεμο και ήταν μέλος της Γαλλικής Αντίστασης ρίχνει μια βαριά σκιά πάνω στον εν ζωή αδερφό του Gabriel που δεν ακολούθησε τα χνάρια του και δεν πολέμησε λόγω δειλίας. Στην προσπάθεια να κερδίσει τον σεβασμό και την εύνοια της μητέρας του, βρίσκεται αντιμέτωπος με ακόμα έναν ήρωα πολέμου που ”εισβάλει” στο σπίτι τους έπειτα από προτροπή της μητέρας του.
Ο Dagerman ήταν ανάμεσα στους Fyrtiotalisterna ή αλλιώς Οι Συγγραφείς του ’40. Μια ομάδα Σουηδών συγγραφέων που εκφράστηκαν μέσω των κειμένων για την υπαρξιακή κρίσης μιας γενιάς που ακολούθησαν τα γεγονότα του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Ο φόβος. Η αποξένωση αλλά και η ματαιότητα απέναντι στα πάντα. Είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της γραφής τους. Ενδεικτικό αυτού του ψυχισμού είναι η αυτοκτονία του Dagerman στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Μέσα σε αυτό το ενοχικό, φοβικό περιβάλλον εξελίσσεται το συγκεκριμένο έργο.
Ένας χαρακτήρας αδύναμος ενάντια στις απαιτήσεις μιας μάνας που ειδωλοποιεί εκείνον που έφυγε
Δεν κατανοεί τις πράξεις εκείνου που έμεινε και επέζησε με τρόπο αντίθετο από τα πιστεύω της. Το κείμενο είναι ένας καθρέπτης για το πως αντιμετωπίζουμε όλους εκείνους που δεν συμφωνούν με τα πιστεύω μας. Δεν κατανοούμε πως η στάση μας δημιουργεί συγχρόνως μεγαλύτερα προβλήματα. Όταν το χρέος και η ηθική αντιτίθεται της ψυχικής αδυναμίας και της αποξένωσης του διαφορετικού.
Η Χρύσα Καψούλη παραδίδει μια σκηνοθεσία προβληματική. άχρωμη, άγευστη και άνευρη. Αφήνει τους ηθοποιούς της ανεκμετάλλευτους. Πιόνια σε μια σκακιέρα χωρίς σαφή προσανατολισμό εκτός της ίδιας της προκαθορισμένης πορείας τους από το κείμενο. Σε ένα έργο εποχής, αρκετά βαρύ από το ίδιο του το πυρήνα, αφήνει την αίσθηση να βουλιάζει. Το μετατρέπει αντί ενός ψυχολογικού θρίλερ σε μια αδιάκοπη παράθεση ιδεών χωρίς το στοιχείο του ηλεκτρισμού που προκαλεί η όποια διαφωνία.
Η βετεράνος της σκηνής Αιμιλία Υψηλάντη διασώζεται μέσα από την ίδια της εμπειρία που διοχετεύεται ακόμα και στις βουβές στιγμές της μέσω των εκφράσεων του προσώπου της. Ακόμα και τις στιγμές που απλά στέκεται, το βλέμμα της περιγράφει καλύτερα το τι θέλει να πει από το να είχε ένα ολόκληρο μονόλογο. Όμως αυτό δεν μπορείς να το πεις και για τους υπόλοιπους του θιάσου. Ιδιαίτερα για τον Φώτη Καραλή που επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος του έργου. Ο νέος ηθοποιός αφήνεται σε μια προσχηματική ερμηνεία χωρίς να βρίσκει ποτέ απόλυτα το κέντρο του χαρακτήρα του. Οι δραματικές εκρήξεις μοιάζουν ως κινήσεις υποκριτικού εντυπωσιασμού, για να καλύψουν τις όποιες αδυναμίες εμβάθυνσης στον ψυχισμό του χαρακτήρα.
Η καλύτερη σκηνή και των δυο είναι αυτή στην σκάλα λίγο πριν το τέλος του έργου. Εκεί όπου η απομόνωση τους σε ένα σημείο της σκηνής γίνεται το κλειστό κάδρο για να μεγεθυνθούν οι αντιθέσεις τους. Γίνονται ευδιάκριτες οι διαφορετικές πορείες που ακολουθεί πλέον ο κάθε ρόλος. μέχρι το τραγικό τέλος.
Χρήστος Βασιλακόπουλος