Μη χάσετε την παράσταση Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών για λίγες μόνο παραστάσεις στο Θέατρο Αριστοτέλειον στη Θεσσαλονίκη. Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά με ανανεωμένη διανομή εξακολουθεί να μαγεύει τους θεατές.
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης διασκευάζει και μεταφέρει στο θέατρο την ταινία (‘’Dead Poets Society’’ ) που κυκλοφόρησε το 1989 και συγκίνησε το φιλοθεάμον κοινό, βασισμένο σε σενάριο του Τομ Σούλμαν και σκηνοθεσία του Πίτερ Γουίαρ. Ο Ασπιώτης θα καταφέρει να θέσει με αμιγώς θεατρικούς όρους θεμελιώδη ερωτήματα και υπαρξιακούς προβληματισμούς που συνειδητά θα αφήσει ως ένα βαθμό αναπάντητα σε μια προσπάθεια να υπενθυμίσει στους θεατές του ότι μόνο η κριτική σκέψη μπορεί να ξεσκουριάσει τις ψυχές μας από τη κενότητα της καθημερινότητας.
Αν και θα παραμείνει πιστός έως το τέλος στο πνεύμα της ταινίας, καταφέρνει εντούτοις να μην υποκύψει στην ευκολία της άγονης αντιγραφής ούτε να επαναπαυτεί σε περιγραφικές ερμηνείες και φιλολογικές αοριστίες που πιθανώς απομακρύνουν το κοινό από τις παραστατικές τέχνες. Αντίθετα, έχοντας στη φαρέτρα του αξιοσημείωτες ερμηνείες κι ένα θίασο που αλληλεπιδρά και αλληλοσυμπληρώνεται διαρκώς αναδεικνύει με ποιητικότητα τη διαδρομή αναζήτησης της προσωπικής μας ταυτότητας με ένα τρόπο απτό και καθόλου διδακτικό.
Ο θεματικός άξονας της παράστασης Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών ακολουθεί αυτόν της ομώνυμης ταινίας και εστιάζει στο πρόσωπο του Τζον Κίτινγκ, ενός αντικομφορμιστή καθηγητή αγγλικών που έρχεται να διδάξει στην Ακαδημία Γουέλτον το 1959, της οποίας υπήρξε και ο ίδιος κάποτε μαθητής. Έχοντας να αντιμετωπίσει παιδιά που προέρχονται από συντηρητικά οικογενειακά περιβάλλοντα αλλά και ένα αυταρχικό σύστημα εκπαίδευσης, ο Κίττινγκ μέσα από την αγάπη του για τη ποίηση θα εμπνεύσει τα παιδιά να απελευθερώσουν κάθε καταπιεσμένη επιθυμία τους αλλά και να αφεθούν στις μεγαλύτερες φοβίες τους. Με αυτό το τρόπο, οι εύθραυστες ισορροπίες του μικρόκοσμου του σχολείου, διαταράσσονται για πάντα. Τόσο η εστίαση στην ευαίσθητη ψυχολογία των εφήβων όσο και η ανάδειξη αιρετικών μεθόδων αντιμετώπισης τους, αντανακλούν ένα απολυταρχικό περιβάλλον εκπαίδευσης. Φυσικά σε αυτό το πλαίσιο δεν εξαιρείται ούτε ο καταπιεστικός οικογενειακός παράγοντας με αποτέλεσμα η παράσταση να ακουμπά στις καρδιές των θεατών.
Τόσο ο σκηνοθέτης όσο και οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης συμπλέουν δημιουργώντας ένα ομοιογενές αποτέλεσμα. Μια κλασικής αισθητικής παράσταση που χάνει σε ελάχιστες στιγμές τη ροή της, την ίδια στιγμή που κινείται δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο ρεαλισμό και τις λυρικές εξάρσεις. Ακόμη καιοι λάτρεις του μοντερνισμού, που ενδεχομένως βρουν τη σκηνοθετική αυτή πρόταση σε κάποια σημεία της κοινότυπη, δεν υπάρχει περίπτωση να μείνουν ασυγκίνητοι από την αφοπλιστική σαφήνεια με την οποία αναδεικνύεται η δύναμη της ποίησης που κρύβεται στη καθημερινότητα μας και την ανάγκη υπεράσπισης του ελεύθερου πνεύματος.
Κάτω από αυτό το πρίσμα η θεατρική αυτή πρόταση καθίσταται εύληπτη στο ευρύ κοινό, σε καμία όμως περίπτωση δεν γίνεται εύπεπτη, αφού έχει πετύχει τον απόλυτα εύστοχο καταμερισμό των ρόλων. Λειτουργικά και ατμοσφαιρικά αποδείχθηκαν τα σκηνικά της Αρετής Μουστάκα, αν και θα μπορούσαν να υπογραμμίσουν περισσότερο τη σύγκρουση εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, ενώ στην ίδια λογική κινήθηκαν και τα κοστούμια της ΗλένιαςΔουλαδήρη.
Η μουσική της Μαρίζας Ρίζου σχολιάζει πολύ επιτυχημένα τις ερμηνευτικές κορυφώσεις των ηθοποιών ενώ ο φωτισμός ( Ζωή Μολυβδά – Φαμέλη) αντανακλά το κυνήγι των ονείρων και τον χαμένο ρομαντισμό των κοινωνιών μέσα από τις ψυχρού τόνου φωτοσκιάσεις της.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη αρετή της παράστασης εντοπίζεται στις δυνατότητες των ηθοποιών. Έξοχος ο Άκης Σακελλαρίου ως Τζον Κίττινγκ που κρατά στις πλάτες του το μεγαλύτερο βάρος του έργου ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στη φρεσκάδα του αιώνιου έφηβου – τέλεια αντίθεση με το γκρίζο περιβάλλον του σχολείου – και τη μεστότητα του κατασταλαγμένου μεσήλικα. Η ανάλαφρη διάθεση του συγκρούεται με τη στιβαρότητα του διευθυντή Νόλαν ( Τάσος Χαλκιάς) που φέρει επί σκηνής στο ακέραιο, το κατεστημένο σύστημα που εκπροσωπεί. Ο Γεράσιμος Σκαφίδας στο ρόλο του κύριου Πέρι κατορθώνει να ξεφύγει από τον περιορισμό της μονοδιάστατης φιγούρας του τυραννικού πατέρα αποφεύγοντας την περιγραφικότητα.
Οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Θοδωρής Θεοδωρακόπουλος, Νικόλας Παπαιωάννου, Θήσεας Παπαναγιώτου, Στέφανος Παπατρέχας, Ζαχαρίας Γουέλα, Τάσος Τυρογαλάς, Αλέξανδρος Τωμαδάκης) που υποδύονται τους μαθητές του σχολείου κατορθώνουν κάτι το αναπάντεχο, να αποδώσουν με ακρίβεια τη διαφορετική προσωπικότητα του ήρωα τους, χωρίς να χάσουν στιγμή την ενέργεια της ομάδας. Με πάθος μεταβαίνουν από τους τραγικότερους τόνους στους πιο ανέμελους αποφεύγοντας τις υπερβολικές εξάρσεις. Τέλος, η Λυδία Στέφου δίνει το καλύτερο της εαυτό και δένει αρμονικά με το σύνολο παρά το μικρό και ανολοκλήρωτο ρόλο που διαθέτει.
Συμπερασματικά, όλοι οι ρόλοι ερμηνεύονται μέσα από την ίδια υποκριτική κατεύθυνση που κινείται με άνεση στο μεταίχμιο ηθογραφίας και ρεαλισμού και χάρη σε αυτό επιτυγχάνεται τόσο η πειστική απόδοση του συναισθηματικού κόσμου των ηρώων όσο και η άριστη διάδραση όλων των επιμέρους στοιχείων της παράστασης.
Μαρίνα Κ. Κονδάκη – Θεατρολόγος
https://www.more.com/theater/o-kiklos-ton-xamenon-poiiton-sto-aristoteleion-theatro/