Στην κάτω σκηνή του Από μηχανής θέατρο, από τις 30 Οκτωβρίου, θα δείτε το κλασσικό έργο του Έντουαρντ Άλμπι, Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ. Την σκηνοθεσία υπογράφει ο Ορέστης Τάτσης, σε μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη.
Ένα από τα σημαντικότερα έργα του κινήματος του θεάτρου του παραλόγου, οπαδός της άποψης πως ούτε η πραγματικότητα διαπνέεται από κάποιο νόημα .Το γνωστό ψυχολογικό θρίλερ, περνάει μέσα από την διάθλαση των χαμηλών ποτηριών για ουίσκι και των ψηλών για τζιν, την πραγματικότητα των σχέσεων εξουσίας, των διεθνών γεγονότων και των κοινωνικών μεταβολών των 60s. Διαχρονικό, καυστικό και πάντα με την αίσθηση του mind fuck, μας βάζει στο σαλόνι του Τζόρτζ και της Μάρθας, ένα βράδυ Σαββάτου και εκεί αρχίζει το πάρτυ.
Ο Τζόρτζ είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα της ιστορίας και η Μάρθα είναι κόρη του πρύτανη του πανεπιστημίου. Η μακροχρόνια σχέση τους βασίζεται σε δεσμούς εξάρτηση και αλληλοϋποταγής. Δυο ετερόκλητες προσωπικότητες που βρίσκονται σε μια διαρκή σύγκρουση και σε αδιάλειπτους γλωσσικούς αγώνες, αγώνες προσβολών και πάσης φύσεως προσπάθειες καταβαράθρωσης του άλλου.
Καλούν το νεαρό ζευγάρι Νικ και Χάνι μετά από ένα πάρτυ του πατέρα της Μάρθα. Ο Νικ είναι βιολόγος, μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας και για αυτό έχουν μόλις βρεθεί στην περιοχή. Κανείς από τους δυο τους δεν περιμένει σε τι καταστάσεις θα μπλεχτούν αποδεχόμενοι αυτή την πρόσκληση.
Μέσα στο παραδόξως όχι κουραστικό διάστημα των 150 λεπτών, κυλάει ένα γαϊτανάκι που περιπλέκει ολοένα τους χαρακτήρες διερευνώντας την ανθρώπινη φύση και τα όρια που τίθενται στο λογικό και το παράλογο. Τα παιχνίδια του Τζορτζ και της Μάρθα, άλλοτε είναι εργαλεία για να περάσουν σαφή μηνύματα για τα ψυχολογικά μοτίβα και άλλοτε είναι σχόλιο για τις σχέσεις μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου.
Η ιστορία αν και αναπτύσσεται αριστοτεχνικά με την αφηγηματική τεχνική του Άλμπι, αφήνει ερωτηματικά και ασάφειες, μεταξύ των κρυμμένων νοημάτων και των αναφορών. Η ερμηνεία που θα δώσει ο καθένας ποικίλει σαφώς με το εύρος των αναφορών που μπορεί να αντιληφθεί. Γραμμένο πριν τις πολιτικοκοινωνικές μεταβολές με τον θάνατο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, όπου όλοι σταδιακά έπαιρναν θέση στα ζητήματα λευκών-μαύρων, αλλά και στην σεξουαλική απελευθέρωση της δεκαετίας του 60, με την γενικότερη ανάγκη αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης.
Ο Νικ εκπροσωπεί τις θετικές επιστήμες και μια θεώρηση με κέντρο την εξέλιξη ενώ ο Τζορτζ εμμένει στην αμάθεια μας απέναντι στην ιστορία. Ταυτόχρονα, τα μυστικά και τα ψέματα των οικοδεσποτών, χτίζουν και συντηρούν μια πραγματικότητα για τους καλεσμένους και έτσι δημιουργούν επίπλαστες σχέσεις μεταξύ τους.
Αν και η μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη θεωρείται κλασσική, για εμένα, μια θεατή της γενιάς gen Ζ, η γλώσσα όχι μόνο ήταν παρωχημένη, αλλά και ακατάλληλη για να αποδώσει τα μηνύματα σήμερα, χάθηκε σε επιτηδεύσεις και σε ξενόφερτες εκφράσεις που δεν ευοδώθηκε να αντιστοιχηθούν σε ελληνικές. Αντιλαμβάνομαι ότι ένα εξ αρχής δύσκολο έργο, είναι δυσεπίτευκτο να αποδοθεί σε άλλη γλώσσα, αλλά και να σταθεί διαχρονικά, άλλωστε η γλώσσα είναι ένα όργανο ζωντανό και ευπαθές στις κινήσεις του καιρού, όμως εκεί έγκειται και η ευθύνη σκηνοθέτη και ηθοποιών για την ομαλή προσαρμογή.
Το σκηνοθετικό εγχείρημα του Ορέστη Τάτση δεν είχε να προτείνει τίποτα εξεζητημένο, ούτε κάποια καινούρια ανάγνωση. Χειρίστηκε το κείμενο με σεβασμό και αξιοπρέπεια, περιπλανήθηκε σχιζοειδώς μαζί με τους ήρωες, έφτιαξε μια εξαιρετικά ευχάριστη συνθήκη 2,5 ωρών (οριακά περιττό το διάλλειμα), όμως στο τέλος έμεινε ένα αίσθημα ανικανοποίητου, μια αδυναμία να ολοκληρωθεί η ιστορία.
Ερμηνευτικά οι συντελεστές ήταν άρτιοι, με εξαιρετική σκηνική παρουσία και φανταστική χημεία μεταξύ τους. Η μπριόζα Μάρθα της Ναταλίας Στυλιανού, έδενε άψογα με τον μυστηριώδη Τζορτζ του Δημήτρη Ξανθόπουλου, που μπλέχτηκαν σε διαφορετικές δυναμικές με τρομερή επιτυχία. Ο δε μονόλογος της Μάρθα στην δεύτερη πράξη, ήταν καθηλωτικός.
Το νεαρό ζευγάρι, που υποδύθηκε ο Άγγελος Ανδριόπουλος και η Σεμίνα Πανηγυροπούλου, στάθηκαν επάξια δίπλα στους μεγαλύτερους. Η εύθυμη και άδολη Χάνι, ήταν εξαιρετική κωμική νότα μέσα στην τραγικότητα της, ενώ ο φιλόδοξος και αδίστακτος Νικ μας μαγνήτισε με την μεστότητά του.
Δεν είναι life changing παράσταση, αλλά είναι παράσταση που ξέρω ότι θα κουβαλάω μαζί μου για καιρό και ίσως την βάλω και σε μερικές συζητήσεις με φίλους.
Λένια Παλαιολόγου