σάμερταϊμ | Κριτική Παράστασης

σάμερταϊμ

To σάμερταϊμ ξεκίνησε το θεατρικό του ταξίδι το καλοκαίρι, όποτε και το είχα βάλει στο μάτι. Τελικά κατάφερα να το δω στην χειμερινή του στέγη, στο Θέατρο Μπέλλος. Μια όχι και τόσο καλοκαιρινή Δευτέρα. Σε αυτή τη σκηνή θα παραμείνει για λίγα ΔευτερόΤριτα ακόμα.

Την ομάδα bijoux de kant, την γνώρισα και την αγάπησα σε μια περιπλάνηση στα άδυτα του ίντερνετ που με έβγαλε στα κείμενα της Γλυκερίας Μπασδέκη, το μακρινό 2017 κι ύστερα όλο και περίμενα μια ευκαιρία να τους δω στο θέατρο, να δω τι είναι αυτό το τρομερό πράγμα που έχει την υπογραφή του Σκουρλέτη και κατανάλωνα πάντα αποσπασματικά. Μπορώ να πω πως όχι μόνο δεν απογοητεύτηκα αλλά με σαγήνευσε κάτι ουσιαστικότερο, στην πρώτη ολοκληρωμένη συνάντηση με το αντικείμενο του θαυμασμού μου.

Έπειτα από 8 συναπτά έτη αφόρητης ζέστης, ένας νεαρός ξεναγός και μια ραδιοφωνική παραγωγός επαρχιακού σταθμού, συναντιούνται στον ναό του Απόλλωνα στην Καρδίτσα. Λιώνουν κάτω απ΄τον ήλιο. Και όλο και λιώνουν πάνω τους οι επιθυμίες και τα απωθημένα, οι ελπίδες για έρωτες, για ανθρώπους που θα έρθουν να τους πάρουν από αυτό το ατέλειωτο καλοκαίρι. Η κλιματική κρίση γίνεται ένα πεδίο ανθρώπινης κρίσης. Το πεδίο της προσωπικής αγωνίας. Οι ήρωες μας θα μπορούσαν να είναι ο Διόνυσος και η Μυρρίνη. Σε άλλες εποχές θα τους αποθέωναν, θα τους έκαναν αγάλματα, θα γίνονταν η μούσα του Αριστοφάνη. Αλλά η μοίρα τους έριξε σε ένα παγκάκι χωρίς νερό και με άπειρο αντηλιακό.

Το κείμενο του Άκη Δήμου χτύπησε κατευθείαν στις σπείρες του κεφαλιού που φιλοξενούν το κομμάτι «συλλογική μνήμη». Άρπαξε τα ένστικτά μας που μας καθιστούν ταπεινούς απέναντι στον έρωτα και άγριους απέναντι στους ερωτευμένους. Χάιδεψε με προσοχή την πλήρη απάθεια μας απέναντι στο παράδοξο των «δύο εποχών» που αντικαθιστά τις 4, τις 4 εποχές του Βιβάλντι, τα τόσα καλοκαίρια του Δάκη, τα χειμωνιάτικα της Βέμπο. Παρασυρθήκαμε από τις μουσικές και το αισθαντικό ακορντεόν που ανοιγόκλεινε την φυσούνα του και κάτι μέσα στο ρομαντισμό του μας φύσαγε κάποια αισιοδοξία μέσα στην ψυχή.

Μια ωδή στον σύγχρονο Έλληνα και την ελληνικότητα που του έχει απομείνει, μια σπουδή πάνω στην ανάγκη, στην κάθε ανάγκη που κινεί την ανθρώπινη ύπαρξη. Με λυρικότητα και τέμπο, πότε ρυθμού αρχαίας τραγωδίας, πότε ρυθμού νεότερης τραγωδίας, και ύστερα με απαράμιλλη ποιητικότητα, μας πέταξε σε μια συνθήκη που λες κρυφά μέσα σου  «κάπου κάποτε, αν δεν έχει συμβεί, θα συμβεί».

Ο Γιάννης Τσουμαράκης έχτισε προοδευτικά και με υποδειγματική στόφα τον χαρακτήρα του. Μας βύθιζε όλο και βαθύτερα στο δαιδαλώδες και σύνθετο ήρωά του, με κορυφαία στιγμή τον μονόλογο του Διονύσου. Το στήσιμο τόσο σκηνοθετικά όσο ερμηνευτικά έφερε μια άψογη αισθητική και με την επιλογή του λιτού φωτισμού, το αποτέλεσμα ήταν εκπάγλου κάλους.

Η Καλλιρόη Μυριαγκού, πέρα από τις εξαιρετικές εμβόλιμες κωμικές της νότες, που αποφόρτιζαν λιτά και εύστοχα έντονα συγκινησιακές στιγμές (τεχνική που απολαύσαμε και από τον συμπρωταγωνιστή της), κρατούσε μια μεστότητα στον χαρακτήρα που της ανατέθηκε. Ο ρόλος της, ενδεχομένως και από γραφής, δεν ήταν τόσο πολυδιάστατος, όμως κατάφερε με την απόδοσή του, να τον χρωματίσει και να αφήσει το στίγμα της.

Η φετινή πρόταση της ομάδας bijoux de kant, είναι ο φόρος τιμής στα καλοκαίρια μας που έφυγαν και μας άφησαν την ζέστη τους. Το κείμενο του Άκη Δήμου με την σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη και την υπέροχη μουσική της Χαρούλας Τσαλπαρά μας ταξίδεψαν σε μια διαδρομή μέσα στην ανθρώπινη ψυχή που προσπαθεί να πάρει ανάσα μέσα στην πύρινη λαίλαπα. Θα έγραφα, θα έγραφα και άλλα, αλλά τι λέω μετά; «Τίποτα, μετά βγαίνει η Στεφανία Γουλιώτη».

Και να θυμάστε «ο έρωτας, είναι λιγούρης, όσο και να του δίνεις, δε χορταίνει».

Λένια Παλαιολόγου