Αφιέρωμα: Ulrich Alexander Boschwitz

Ulrich Alexander Boschwitz

Το παρόν κείμενο αποτελεί μία μνεία στο Γερμανοεβραίο συγγραφέα Ulrich Alexander Boschwitz και το έργο του, το οποίο αφορά την Ευρώπη του μεσοπολέμου. Τα δύο εμβληματικά του έργα, Ο Ταξιδιώτης (2019, εκδ. Κλειδάριθμος) και     Άνθρωποι στο περιθώριο (2021, εκδ. Κλειδάριθμος), γράφτηκαν την περίοδο 1937-1938, τότε που συνέβησαν οι πρώτες εκδιώξεις των Εβραίων από τη Γερμανία.

Τα βιβλία του, ένα κράμα κοινωνικού και ιστορικού μυθιστορήματος, περιγράφουν ιστορίες καθημερινών ανθρώπων σε μία μεσοπολεμική Ευρώπη που καταρρέει και η ζωή γίνεται τόσο αποπνικτική και ανυπόφορη προκαλώντας δέος στην αναγνώστρια/στον αναγνώστη που γνωρίζει το τραγικό επακόλουθο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για την ανθρωπότητα.

Ο A. Boschwitz γεννήθηκε το 1915 στο Βερολίνο, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σορβόννη της Γαλλίας, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, αλλά λόγω πολιτικών αναταραχών αναγκάστηκε να διαφύγει στο Λουξεμβούργο. Σε ηλικία 22 ετών γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, Άνθρωποι στο περιθώριο. Ένα χρόνο αργότερα, το 1938, γράφει μέσα σε ένα μήνα (μετά την Νύχτα των Κρυστάλλων, 9 Νοεμβρίου 1938) το δεύτερο μυθιστόρημά του, Ο Ταξιδιώτης, το οποίο είναι και το πρώτο βιβλίο που γράφεται υπό μορφή μυθοπλασίας για τους διωγμούς των Εβραίων στη Γερμανία από τους Ναζί.

Το βιβλίο αφορμάται από αληθινά ιστορικά γεγονότα αλλά και προσωπικά βιώματα του ιδίου του συγγραφέα, καθώς ο ίδιος αναγκαζόταν διαρκώς να ταξιδεύει, μαζί με την μητέρα του, σε αναζήτηση ασφαλούς μέρους διαβίωσης. Το 1942, και ενώ επιστρέφει με πλοίο προς τη Μεγάλη Βρετανία φέροντας μαζί του το τελευταίο του χειρόγραφο, το νήμα της ζωής του κόπτεται βιαίως όταν γερμανικό υποβρύχιο τορπιλίζει το πλοίο που επιβαίνει ο Boschwitz και άλλοι 361 επιβάτες. Σε ηλικία μόλις 27 ετών βρίσκει τραγικό θάνατο αλλά έχει ήδη αφήσει πίσω του ένα λογοτεχνικό θησαυρό.

Στο πρώτο του λογοτεχνικό πόνημα, αποτυπώνει την πνιγηρή και μελαγχολική πραγματικότητα που βιώνουν γκροτέσκοι χαρακτήρες στο Βερολίνο τη δεκαετία του 1920. Ένας λαίμαργος άστεγος, ένας τυχοδιώκτης επαίτης, ένας σφιχτοχέρης μανάβης, ανάπηροι πολέμου, γυναίκες που οδηγούνται στην εκπόρνευση, άνθρωποι στα όρια της τρέλας. Το λούμπεν προλεταριάτο, που συνθέτει ο συγγραφέας με χειρουργική ακρίβεια και λογοτεχνική δεξιοτεχνία, είναι η γενιά που επιβίωσε από την ανθρώπινη τραγωδία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και καλείται να επιζήσει της φοβερής οικονομικής κρίσης που πλήττει τη μεσοπολεμική Ευρώπη, με αποκορύφωμα (μετά τον υψηλό πληθωρισμό που γνωρίζει η Γερμανία το 1922) το κραχ του 1929.

Οι αντιήρωες του βιβλίου μοιάζουν να είναι κλώνοι της πραγματικότητας που επικρατεί στη Γερμανία της περιόδου. Είναι άνθρωποι που η ανεργία τους έχει γονατίσει, η πείνα και η εξαθλίωση τους απανθρωποποιούν καθιστώντας τους πλάσματα μιας ημέρας και η καθημερινότητά τους μοιάζει να είναι σαν την Ημέρα της Μαρμότας[1], ένας καθημερινός αγώνας για εύρεση μερικών χρημάτων για τσιγάρα, φαγητό, ποτό, περιστασιακού ερωτικού συντρόφου και μέρους να κοιμηθούν.

Οι συγκλίσεις και αποκλίσεις των καθημερινών ενασχολήσεων των ηρώων συμπράττουν στην ολοκλήρωση ενός ζοφερού σκηνικού, εντός του οποίου καλούνται να συνυπάρξουν. Ο Boschwitz (περι)γράφει με αφοπλιστικό ρεαλισμό μία μεταβατική πραγματικότητα, λίγο πριν την έξαρση του εθνικού αισθήματος που θα οδηγήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ματιά του συγγραφέα από τα κάτω, μέσα από ήρωες που είναι οι κοινωνικά απόκληροι και δύσκολο να ταυτιστεί κανείς/καμία μαζί τους, φανερώνει άρρητα τη συνολική εικόνα της πραγματικότητας της Γερμανίας στο μεσοπόλεμο, που προοικονομεί την άνοδο του Γ’ Ράιχ. Οι ήρωες είναι άνθρωποι που έχουν χάσει την ανθρωπινότητά τους και το μόνο που τους κρατά στη ζωή είναι ο τυχοδιωκτισμός τους. Η ηθική και κοινωνική έκπτωσή τους είναι ο δείκτης του ρολογιού που κινείται αντίστροφα προς την ώρα μηδέν.

Η κοινωνικοοικονομική έκπτωση των ηρώων συνοδεύεται από το κλίμα μιας βαριάς μελαγχολίας. Η έκπτωση αποτελεί την ενθύμηση του ποιοι ήταν και ποιοι έγιναν. Μέσα από αυτοματισμούς που έχουν αναπτύξει, απλώς ζουν την καθημερινότητα περνώντας από τη μία μέρα στην άλλη. Στην ιστορία γνωρίζουμε μικρές κορυφώσεις που έχουν να κάνουν με παρεξηγήσεις σε καταγώγια και ερωτικές διεκδικήσεις.

Η διεισδυτικότητα του συγγραφέα γίνεται άμεσα ορατή από την αποτύπωση των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του κάθε ήρωα. Ο αφηγητής δεν κρίνει ανθρώπους και καταστάσεις, παρέχοντάς μας μία εξαιρετική νατουραλιστική αφήγηση. Επιπροσθέτως, θετική έκπληξη προκαλεί η στάση του συγγραφέα για τις γυναίκες και τα γυναικεία ζητήματα καθώς στο βιβλίο στηλιτεύει την εκμετάλλευση των γυναικών και τους βιασμούς τους από άνδρες ενώ ο τρόπος που γράφει τους γυναικείους χαρακτήρες φανερώνει την πεποίθησή του περί έμφυλης ισότητας.

Τέλος, τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι ο συγγραφέας τοποθετεί τους ήρωες της ιστορίας να αναφέρονται στο λογοτεχνικό τους παρόν ως «μεταπολεμική περίοδος», καθ’ ότι ο ίδιος δεν γνώριζε για την έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και δεν έζησε τόσο ώστε να γνωρίζει το τί επακολουθεί.

Ο Ταξιδιώτης, το δεύτερο έργο του Boschwitz, είναι μία ιστορία για έναν επιφανή Γερμανοεβραίο, τον Ότο Ζίλμπερμαν. Ο Ζίλμπερμαν ανήκει στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, καθώς είναι ένας ευκατάστατος επιχειρηματίας της αστικής τάξης. Έχει υπηρετήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έχει παρασημοφορηθεί γι’ αυτό.

Τίποτα δεν προϊδεάζει τον Ζίλμπερμαν για το πογκρόμ των Γερμανών κατά των Εβραίων στη Νύχτα των Κρυστάλλων και τις μαζικές διώξεις τους. Ο αφηγηματικός φακός στο παρόν μυθιστόρημα εστιάζει σε έναν κεντρικό πρωταγωνιστή, όπου μέσα από την αγωνία του, το μούδιασμά του και τον εγκλωβισμό ανάμεσα σε τρένα με προορισμό το πουθενά παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την ασφυκτική κατάσταση που επικρατεί στη Γερμανία για τους Εβραίους.  Βρίσκεται σε έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο χωρίς εξόδους, αφού όλοι οι δρόμοι και τα σύνορα έχουν μπλοκάρει την έξοδο των διωκόμενων Εβραίων από τη χώρα.

Η εφιαλτική αφήγηση γίνεται όλο και πιο ζοφερή. Η ανάγκη φυγής του πρωταγωνιστή παρασύρει το αναγνωστικό κοινό σε μία ιλιγγιώδη ανάγνωση. Η έκρυθμη κατάσταση φέρνει τον κεντρικό ήρωα προ των πυλών της τρέλας αφού πλέον του είναι αδύνατο να καταλάβει αν η κατάσταση που βιώνει είναι εκτός λογικής ή αν η λογική τον έχει εγκαταλείψει. Λίγο πριν την ύστατη στιγμή θα φτάσει να σκέφτεται:

«Η λογική απαιτεί από εμένα να βάλω τέρμα στη ζωή μου. Αλλά θέλω να ζήσω! Παρ’ όλα αυτά, θέλω να ζήσω! Ακόμα κι αν επιστρατεύσω όλη μου τη λογική… η λογική δεν μου αρκεί. Η λογική μου στρέφεται ενάντια σε εμένα τον ίδιο. Αρνείται την ύπαρξή μου. Τι να την κάνω, λοιπόν, τη λογική; Αυτή με οδηγεί στην απελπισία. Απελπίζομαι, ακριβώς επειδή σκέφτομαι. Αχ, μακάρι να μην καταλάβαινα. Μακάρι να μην αντιλαμβανόμουν σωστά την πραγματικότητα. Μόνο που αυτό δεν το μπορώ πια. Κι άλλωστε δεν μου ‘χει μείνει παρά ο κατάλογος με τις απώλειές μου. Εκτός απ’ αυτόν, τίποτα. Απολύτως τίποτα».

Το ύφος της γραφής του Boschwitz στον Ταξιδιώτη είναι εμβαθύνει περισσότερο στην ψυχική κατάσταση του ήρωα, ως τραγική απόρροια των κοινωνικών συνθηκών που βιώνει. Έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε ένα έργο με ένα ψυχογράφημα που αποτυπώνει τον αντίκτυπο της ναζιστικής ακρότητας. Το συναίσθημα του Ζίλμπερμαν και η σπασμωδικότητα των κινήσεών του, η αμφισβήτηση της πραγματικότητας αλλά και του ιδίου του του εαυτού, αποτελούν ένα από τα πιο καλογραμμένα λογοτεχνικά κείμενα για τις απαρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν, τόσο οι συγγραφείς όσο και οι ήρωες των μυθιστορημάτων αγνοούσαν το γεγονός αυτό.

Τα δύο έργα του Boschwitz αποτελούν μερικά από τα πιο πρόσφατα λογοτεχνικά έργα που ήρθαν στο φως για την περίοδο του μεσοπολέμου στην Ευρώπη. Η ανάγνωσή τους μας προ(σ)καλεί να ξανακοιτάξουμε στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που διαδέχθηκαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έφτασαν να κινητοποιήσουν έναν νέο πόλεμο, να αναστοχαστούμε το παρόν και να ανακαλύψουμε εκ νέου τα έργα του μεσοπολέμου που χάθηκαν για πολλά χρόνια στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για δύο λογοτεχνικά ντοκουμέντα υψηλής αξίας που αξίζει να βρεθούν στα χέρια σας.

Αλεξίου Πηνελόπη

[1] Αναφορά στην ταινία του Χάρολντ Ράμις, 1993.

https://www.klidarithmos.gr/o-taxidiotis