Με αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο “Το Κουτί” , το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell, η Κατερίνα Ζάχαρη απεύθυνε μερικές ερωτήσεις στον Γιώργο Γιώτσα.
Κύριε Γιώτσα, πείτε μας λίγα λόγια για το νέο σας βιβλίο;
“Το Κουτί” είναι η ιστορία ενηλικίωσης της Ζένιας, ενός κοριτσιού, που προσπαθεί να δώσει αγάπη ενώ δεν έχει λάβει ποτέ. Με εφόδια της την ελπίδα, ένα από τα ισχυρότερα συναισθήματα του ανθρώπου, αλλά και την ίδια αυτή την αγάπη… την κινητήρια δύναμη αυτού του κόσμου, θα προσπαθήσει να επιβιώσει, απέναντι στο θυμό, τη ζήλεια, το μίσος και στο τέλος την οργή.
“Το Κουτί” είναι ένα βιβλίο για το το bullying, τον ρατσισμό, το σεξισμό, την βία και την εκμετάλλευση, αλλά επίσης για την φιλία, την αγάπη, την ανακάλυψη, την ελπίδα και την μουσική. Για τις φωτεινές και για τις σκοτεινές πλευρές των ανθρώπων.
Το Κουτί είναι ένα μυθιστόρημα, το οποίο αναφέρεται σε πολύ δύσκολα κοινωνικά προβλήματα. Πως πήρατε την απόφαση να γράψετε ένα κοινωνικό μυθιστόρημα? Ποια ήταν η έμπνευσή σας;
Αφορμή για να το ξεκινήσω στάθηκε μια φωτογραφία που είδα στα social και με αιχμαλώτισε, μια φωτογραφία γεμάτη αντιθέσεις: Έδειχνε μια μαθήτρια σε κάποιο λύκειο. Το κορίτσι καθόταν με την πλάτη στον τοίχο ενώ το χέρι της έκρυβε το πρόσωπο της. Η πλάτη της ήταν γερτή, το κεφάλι της ήταν σκυφτό. Από την πλάτη της έβγαιναν σε γκραφίτι, δύο πανέμορφα φτερά πεταλούδας.
Πως ήταν η εμπειρία σας κατά τη διάρκεια της συγγραφής;
«Το Κουτί» είναι το πιο δύσκολο βιβλίο που έγραψα, ένα βιβλίο γεμάτο ρίσκα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην αλλαγή λογοτεχνικού ύφους. Όποιοι το έχετε ήδη διαβάσει καταλαβαίνετε τι εννοώ. Όποιοι θα το διαβάσετε θα ανακαλύψετε γιατί έχει τόσα ρίσκα. Η συγγραφή του μου πήρε περίπου τρία χρόνια. Μίλησα με παιδιά από μουσικά σχολεία που μοιράστηκαν τις εμπειρίες τους, μου άνοιξαν τα μάτια. Έκανα έρευνα, έβαλα το μυαλό μου να φορτιστεί και να τρέξει δίπλα στη φαντασία μου.
Ξέρετε οι συγγραφείς συνήθως γράφουμε καθισμένοι σε μια πολυθρόνα,σε μια καρέκλα. Δεν εννοώ κυριολεκτικά, προφανώς και οι συγγραφείς γράφουν καθισμένοι σε μια καρέκλα, είναι δύσκολο να γράφεις όρθιος. Εννοώ ότι οι συγγραφείς κάθονται στην καρέκλα και παρατηρούν την ιστορία να διαδραματίζεται μπροστά τους, βλέπουν τους ήρωες και καταγράφουν αυτή την ιστορία στο χαρτί. Προσωπικά, με «Το Κουτί» για πρώτη φορά σηκώθηκα από την καρέκλα. Μπήκα μέσα στην ιστορία, μέσα στην ίδια τη ζωή των ηρώων, αν θέλετε ήμουν σαν αερικό, δίπλα στη Ζένια και πίσω και μπροστά της και ένιωθα ότι ένιωθε, έβλεπα ότι έβλεπε, άκουγα τις σκέψεις τις, με συγκλόνιζαν οι αγωνίες και οι ελπίδες της. Για αυτό και «Το Κουτί» είναι το πιο αληθινό, το πιο έντονο βιβλίο που έχω μοιραστεί στη ζωή μου και χαίρομαι που το ταξιδεύουμε μαζί.
Τα θέματα που θίγεται στο βιβλίο, ακόμα και στις μέρες μας αποτελούν ταμπού. Πως αποφασίσατε να αναφερθείτε σε θέματα όπως ο ρατσισμός και η σεξουαλική κακοποίηση;
Το αποφάσισα γιατί είναι καταστάσεις που συμβαίνουν καθημερινά, δίπλα μας. Η Ζένια είναι το κορίτσι της διπλανής μας πόρτας. Πρέπει να κρατήσουμε το βιβλίο με θάρρος. Χαίρομαι ειλικρινά για την αγάπη και την θερμή αποδοχή των αναγνωστών όσο και για το αποφασιστικότητα τους να αφουγκραστούν την ιστορία πίσω από την σκληρή γλώσσα και τις έντονες εικόνες του βιβλίου. Το να μπορούμε να μοιραζόμαστε βιβλία όπως «Το Κουτί» με αναγνώστες οι οποίοι έχουν κριτική σκέψη όσο και πλούσια συναισθήματα, είναι κάτι το ανεκτίμητο. Ανακάλυψα καθώς το έγραφα, αλλά και όταν το διάβασα ολοκληρωμένο, πως είναι ένα βιβλίο πρωτοποριακό για τα ρίσκα του· καθαρά συγγραφικά μιλώντας, είμαι σίγουρος πως μετά την αποδοχή των αναγνωστών και την ειλικρινή τους αγάπη στο όραμα αυτό, πολλοί συνάδελφοι θα ακολουθήσουν το παράδειγμα μου.
Ποια μηνύματα θα θέλατε να περάσετε μέσα από το βιβλίο σας;
Στο «Κουτί» θίγω θέματα, συναισθήματα και κινητήριες δυνάμεις της ζωής μας, που με απασχολούν βαθιά. Δεν προσπαθώ όμως να περάσω κάποιο μήνυμα, ούτε να κάνω ηθικοπλαστικά τα βιβλία μου. Ο κάθε αναγνώστης θα αφουγκραστεί τη δικιά του αλήθεια.
Σε ποιο βαθμό η λογοτεχνική σας ενασχόληση μετατρέπεται σε ελευθερία στη ζωή σας;
Στην προσωπική μου ζωή προσπαθώ να ζω με ασφάλεια καθώς υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται άμεσα από εμένα. Στην λογοτεχνία όμως και στα βιβλία που γράφω, ανεβαίνω στο πιο ψηλό βουνό και μετά κάνω ελεύθερη πτώση.
Γνωρίζετε από την αρχή, το τέλος της κάθε ιστορίας που γράφετε ή σας οδηγούν οι ήρωές σας;
Πάντα ξεκινάω την ιστορία από μια ιδέα, από κάτι που εμπνεύστηκα, από κάτι που οπωσδήποτε πρέπει να ειπωθεί και στην πορεία μαθαίνω και εγώ που θα μας οδηγήσει αυτό… Όπως αναφέρει και ο Joe Hill:
“Συμφωνώ 100% στο θέμα της πλοκής που είναι σχεδιασμένη εκ των προτέρων -Όποιος συγγραφέας το κάνει αυτό, πρέπει να καίγεται στην πυρά. Και μάλιστα με το σχέδιο και τις σημειώσεις του να χρησιμοποιούνται για προσάναμα”
Ποτέ δεν έχω προσχεδιασμένη την πλοκή μιας ιστορίας (γιατί πάντα γράφω με ειλικρίνεια και αποφεύγω κάθε τι που θα είναι “στημένο”) αλλά όπως και σε πολλούς ομότεχνους μου, πολλές φορές μια ιστορία ξεκινάει από το τέλος! Η έμπνευση έρχεται ξαφνικά με την τελευταία σκηνή, και πρέπει μετά να ανακαλύψω πως φτάσαμε εκεί! Είναι συναρπαστικό όταν συμβαίνει.
Στο «Κουτί» το τέλος είναι γροθιά στο στομάχι όπως έχουν σημειώσει πολλοί αναγνώστες (και μάλιστα το βιβλίο έχει δύο φινάλε στην ουσία και όχι ένα) αλλά στο συγκεκριμένο βιβλίο η διαδρομή έχει μεγαλύτερη σημασία πιστεύω.
Ποιο νομίζετε ότι θα είναι το μέλλον του ελληνικού βιβλίου τα επόμενα χρόνια;
Αν μιλάμε καθαρά λογοτεχνικά, υπάρχουν πολλές και ταλαντούχες φωνές που περιμένω να δυναμώσουν αλλά και παλαιότεροι συγγραφείς που ακόμα έχουν πράγματα να πουν. Πιστεύω ότι ο προσεκτικός αναγνώστης –και ο προσεκτικός συγγραφέας- θα ξεχωρίσει από το σωρό των εκδόσεων «σούπερ μάρκετ» και θα βρει αυτά τα καλά βιβλία που έχουν να δώσουν το κάτι παραπάνω στην λογοτεχνία. Διαβάζω έλληνες συγγραφές που με εξιτάρουν, όπως η Φραντζέσκα Μάνγγελ, ο Γιώργος Γιαλούρης, η Αγνή Σιούλα, ο Αλέξης Σταμάτης αλλά και άλλοι σύγχρονοι συγγραφείς, οι οποίοι μου δίνουν ελπίδα για ένα πλούσιο συγγραφικά μέλλον στο ελληνικό βιβλίο, αν όχι γενικά, σίγουρα ειδικά.
Έχετε ήδη κάποιο επόμενο βιβλίο στα σκαριά;
Ναι. Υπάρχουν μερικές ιδέες που με ιντριγκάρουν αλλά τώρα θέλω να αφοσιωθώ και να απολαύσω τις στιγμές που θα μοιραστούμε με “Το Κουτί” (εκδ. Bell, 2020)
Πιστεύεται ότι η δυναμική του βιβλίου έχει μειωθεί με την άφιξη της τεχνολογίας στη ζωή μας; Πως μπορεί το βιβλίο να έχει θέση στην εποχή που ζούμε;
Το βιβλίο –και ιδιαίτερα το καλό βιβλίο- πάντα θα έχει θέση σε κάθε εποχή. Οπωσδήποτε έχει θέση στην (τεχνολογική) εποχή που ζούμε. Βοηθάει στην ισορροπία της ζωής μας. Η πανδημία πιστεύω βοήθησε τους ανθρώπους να διαβάσουν περισσότερο. Πολλοί άνθρωποι διαβάζουν ανεξαρτήτως. Το σίγουρο είναι ότι η λογοτεχνία διαχρονικά επιβιώνει και βρίσκει τα μέρη να ευδοκιμεί.