Ο Βρετανογκανέζος συγγραφέας – φωτογράφος, Caleb Azumah Nelson, αυτοσυστήνεται μέσω ενός πυκνογραμμένου μυθιστορήματος, με τίτλο Ανοιχτή θάλασσα, που περιέχει πάμπολλες καλλιτεχνικές αναφορές.
Επιχειρεί, με θάρρος, να μιλήσει μέσω μιας δευτοροπρόσωπης αφήγησης και μάλιστα, με απόλυτη επιτυχία. Αυτή ακριβώς η επιλογή του, δίνει την εντύπωση ενός προτεταμένου δείκτη στραμμένου σε καθένα από εμάς. Άλλωστε το βίωμά τους μας αφορά όλα ανεξαιρέτως, έστω κι από διαφορετική σκοπιά.
Με μια πρώτη ματιά, θα πίστευε κανείς πως πρόκειται για τον έρωτα δύο ανθρώπων, εκπροσώπων της τέχνης. Για την ένωση δύο ελεύθερων ψυχών. Εκείνη εκφράζεται μέσω της αέναης κίνησης που χαρίζει ο χορός. Εκείνος μέσω της αιωνιότητας που απαθανατίζει σε μια στιγμή ο ευρυγώνιος φακός του. Ο συγγραφέας όμως αποφάσισε να μιλήσει για πολλά περισσότερα, πέρα από τον έρωτα και τις συνιστώσες του.
Ο Caleb Azumah Nelson έγραψε ένα βαθιά ανθρώπινο και τρυφερό μυθιστόρημα.
Δημιούργησε, με έναν αρκετά διαφορετικό και ευφάνταστο τρόπο, μουσικότητα, παντρεύοντας διαφορετικά είδη μουσικής. Τραγούδησε ρυθμικά τον έρωτα. Γεννώντας ήχους και μελωδικά ρεφρέν, που εκπέμπονται από τα βάθη της καρδιάς του. Σαν άλλος αοιδός στάθηκε στους δρόμους. Παρατήρησε την αδικία και δημιούργησε ένα έπος για τα πάθη των μαύρων ανθρώπων. Των ανθρώπων που μέχρι και σήμερα δέχονται ρατσιστικές επιθέσεις. Πνίγονται από την μπότα στο λαιμό, λέγοντας ξέπνοα «I can’t breathe».
Ο φωτογράφος δεν κοιτάζει απλώς, βλέπει κι απαθανατίζει το βάθος, την ψυχή, την ανάγκη που κρύβεται στα μάτια. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και στις σελίδες αυτού του βιβλίου.
Ο συγγραφέας, χρησιμοποιεί τη δεύτερή του ιδιότητα, φωτογραφίζοντας σώματα και στιγμές. Εστιάζοντας όμως, κάθε φορά, στις ζωές των Μαύρων ανθρώπων. Στη μουσική που παράγουν τα κορμιά τους, στη δυναμική των ψυχών τους.
Ταυτόχρονα, αναζητά την ανάσα που τους στερούν. Υπογραμμίζοντας το χρέος τους για την διεκδίκηση της προσωπικής τους ελευθερίας. Παροτρύνοντάς τους να αναζητήσουν τη δική τους αλήθεια. Να πιστέψουν στον έρωτα και να βουτήξουν στα νερά της αγάπης χωρίς δισταγμό.
Η ελευθερία υπάρχει στη μουσική, στις τέχνες, στην αφήγηση. Βρίσκεται εκεί όπου κάθε άτομο μπορεί να είναι ο εαυτός του χωρίς να στοιχειώνεται από τον πόνο και την αδικία. Εκεί όπου εκφράζεται ελεύθερα για όσα αγαπά.
Ο C.Nelson γνωρίζει όλα τα παραπάνω, γι’ αυτό κι αποφάσισε να μιλήσει στις (αλλά και για τις) ψυχές των κατατρεγμένων. Εκείνων που κρύβονταν πάντα. Αρνούμενοι να παραδεχτούν πως είναι όλα εκείνα που οι άλλοι κυνηγούν, απλώς επειδή έτυχε να είναι διαφορετικά.
«Πονάς. Πονάς παντού. Πονάς για να είσαι ο εαυτός σου, αλλά φοβάσαι το τι σημαίνει αυτό.»
Μέσω του πρωτόλειού του, υμνεί τον έρωτα. Την ελευθερία. Τους αγώνες των μαύρων ανθρώπων. Την ανάγκη για σύνδεση, καταδικάζοντας οποιαδήποτε μορφή βίας και καταστολής.
«Ήθελες να χαμογελάς, να σηκώνεις τα χέρια σου θριαμβευτικά. Ήθελες απλώς να νιώθεις κάτι σαν χαρά, έστω και μικρή. Ήθελες μόνο να είσαι ελεύθερος.»
Η αλήθεια είναι πως γύρευα τη γυναικεία εμπειρία καταπίεσης. Στις τελευταίες του σελίδες όμως αναφέρει πως θα επιστρέψει με αυτήν σε ένα επόμενο βιβλίο. Δε μένει, λοιπόν, παρά να περιμένουμε για το επόμενο.
Έλλη Μουτσοπούλου