Πρόσωπα σε απόγνωση – Paula Fox
Τι είναι αυτό που προκαλεί απόγνωση;
Τρεις χαρακτήρες στο βιβλίο επιχειρούν να απαντήσουν. Για τον Ότο, είναι η έλλειψη νοήματος και συνοχής μεταξύ των πραγμάτων. Για τη Σόφη, είναι η ίδια η ζωή. Μάταιη και δίχως μεγάλες συγκινήσεις καταλήγει σε μια κατάσταση απόγνωσης. Για τον Τσάρλι, είναι ίσως η αλλαγή στην επαγγελματική του πορεία και, αναμφίβολα, η φιλαυτία της μεσαίας τάξης.
Ο μεταπολεμικός ρεαλισμός του κειμένου αναφέρεται στον εξευγενισμό της Νέας Υόρκης των τελών της δεκαετίας του 1960, την πειθαρχία και την πίστη πως «ο νόμος πρέπει να δικαιωθεί», τη διακαή ανάγκη για το ριζικά νέο ως ρήξη με το παλιό (έλευση του μεταμοντέρνου) καθώς και στην εμμονή των νεόπλουτων με την επίπλωση των σπιτιών τους, τη gourmet κουζίνα και τις αγορές παλαιών κατοικιών προς αναπαλαίωση και ανακαίνιση. Τα παραπάνω αντανακλούν τη διαμόρφωση μιας κοινωνίας των άκρων, αφού στην ίδια γειτονιά καταλήγουν να (συγ)κατοικούν άνθρωποι κάτω από το όριο της φτώχειας και νεόπλουτοι αστοί. Όλα αυτά, συμβαίνουν χρονικά σε μια χώρα που μόλις έχει δώσει νομικά τέλος στο φυλετικό διαχωρισμό, χωρίς ωστόσο να σημαίνει πως οι μαύροι άνθρωποι απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους λευκούς. Μάλλον το αντίθετο’ ο ρατσισμός υποβόσκει και σε πολλές περιπτώσεις συνεχίζει να εκδηλώνεται με βία.
Μέσα σε αυτό το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, η Πόλα Φοξ χτίζει μια ιστορία για τις δυσκολίες που βιώνει στο γάμο του ένα ζευγάρι, ο Ότο και η Σόφη. Χρησιμοποιεί από την αρχή του βιβλίου ως βασικό στοιχείο της πλοκής το δάγκωμα της γάτας στο χέρι της Σόφη. Το στοιχείο αυτό καταλήγει να είναι αδύναμο λογοτεχνικά, δεν φτάνει σε κάποια κορύφωση και μάλλον εκβιάζει συμπεράσματα, πολλές φορές προσφέροντάς τα ως μασημένη τροφή, τα οποία θα μπορούσαν να εξαχθούν και χωρίς την ύπαρξη του.
Θα μπορούσε η αδεσποτη γάτα που δαγκώνει την λευκή πλούσια άστη να συμβολίζει την ταξική πάλη μεταξύ φτωχών και νεόπλουτων; Ίσως, αν η συγγραφέας έγραφε καλύτερα το συγκεκριμένο στοιχείο της πλοκής, συνδέοντας το με την ευρύτερη πλοκή και όχι παρουσιάζοντάς το με απλές αναφορές σε διάσπαρτα σημεία του βιβλίου.
Ο γάμος της Σόφη και του Ότο ήταν ένας γάμος χωρίς ευτυχία, τοξικός, που η συνήθεια ήταν η μόνη που ένωνε τις ζωές των δύο ανθρώπων, χωρίς ιδιαίτερα συναισθήματα και ένα κοινό όραμα για τη ζωή. Μέσα από φλύαρους διαλόγους, χωρίς να έχουν πάντοτε λόγο ύπαρξης, το βιβλίο έρχεται να διηγηθεί περίπου μία εβδομάδα από τον ταραχώδη γάμο του προαναφερθέντος ζεύγους.
Σε αρκετά σημεία διακρίνεται έλλειψη συνοχής και νοήματος. Η συγγραφέας δεν εστιάζει ιδιαίτερα στον ψυχισμό των χαρακτήρων και στην ολοκληρωμένη δόμησή τους, με αποτέλεσμα να βλέπουμε τα διαφορετικά πρόσωπα της ιστορίας να μιλούν με πανομοιότυπο τρόπο.
Αν και τα ζητήματα που επιλέγει να πραγματευτεί η συγγραφέας είναι καίριας σημασίας για τις διαπροσωπικές σχέσεις, η ασάφεια στη γραφή και τα κενά στην αφήγηση κάνουν το έργο να μοιάζει επιφανειακό και χωρίς λογοτεχνικό βάθος. Διαβάζοντάς το, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάνεις τα πρόσωπα της ιστορίας ως πρόσωπα ρεαλιστικά, ως πραγματικούς ανθρώπους που θα μπορούσαν ίσως να ζουν ως μεσήλικες στη Νέα Υόρκη του 1960. Μοναδική εξαίρεση σε αυτό είναι ίσως ο Ότο, που αποτελεί από τους πιο μισητούς ανδρικούς χαρακτήρες, καθότι έχει γραφτεί ως ένας λευκός νεόπλουτος ρατσιστής και μισογύνης μεσήλικας, ο οποίος μεταχειρίζεται τη γυναίκα του ως κτήμα, ενίοτε και ως αντικείμενο ηδονής φτάνοντας σε ακραία πράξη.
Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα χάρη στην αμεσότητα απλότητα των διαλόγων που του δίνει ζωντάνια. Δεν θα το χαρακτήριζα ως έργο-ορόσημο του μεταπολεμικού ρεαλισμού στη λογοτεχνία, διότι η συγγραφέας επιλέγει να εστιάσει με ακατάπαυστο τρόπο στις εφήμερες σκέψεις και συνεχείς διαλόγους των ηρώων που στερούν από το, κατά τα άλλα, άρτιο σκηνικό που έχει τοποθετήσει τους χαρακτήρες της ιστορίας της.
Αλεξίου Πηνελόπη