Σιωπηλή σαν τον θάνατο
Βρισκόμαστε στο Κίτο, την πρωτεύουσα του Εκουαδόρ. Είναι 1983. Η δικτατορία στην Αργεντινή μόλις έχει λάβει τέλος και στην αυγή της δημοκρατίας οι χουντικοί διαφεύγουν σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ένας από αυτούς, είναι ο πρώην στρατιωτικός και βασανιστής Μορόνι.
Η ιστορία ξεκινάει με τον αφηγητή να μας διηγείται τη ζωή ενός μεσήλικου γιατρού, ο οποίος αποφασίζει να αποσυρθεί από το επάγγελμα του. Ένας νέος γείτονας, μια δολοφονία και η ανακάλυψη της μυστικής ταυτότητας ενός βασανιστή γίνονται οι αφορμές για να τον βγάλουν από το λήθαργο που βρισκόταν. Κάπως έτσι ξεκινάει μια άρτια νουάρ νουβέλα, από τις γνωστές καλογραμμένες και αγαπημένες του λάτιν νουάρ, οι οποίες δεν απογοητεύουν ποτέ την αναγνώστρια/τον αναγνώστη.
Ο συγγραφέας έχει δημιουργήσει μια ιστορία στην οποία, πίσω από την αστυνομική πλοκή, υπάρχει ένα τεράστιο κομμάτι σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Αργεντινής ενώ παράλληλα σκιαγραφείται η κοινωνική πραγματικότητα του Εκουαδόρ. Η έλευση της δημοκρατίας στις χώρες της Λατινικής Αμερικής είναι τόσο πρόσφατη και τόσο καινούργια που ακόμη δεν έχει αλλάξει σημαντικά την καθημερινότητα των ανθρώπων: προπαγάνδα, διαφθορά και πελατειακές σχέσεις συνεχίζουν να ορίζουν το πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο. Το βάρος ίσως πέσει στους απλούς ανθρώπους.
Ποιοι ήταν επί δικτατορίας και ποιοι επιλέγουν να είναι στο νέο δημοκρατικό καθεστώς; Είναι η χούντα που ορίζει τη σκληρότητα του χαρακτήρα τους; Ποιοι είναι χωρίς τη χούντα;
Το εκπληκτικό που καταφέρνει ο Ουμπίδια και με εντυπωσίασε σημαντικά σε αυτό το βιβλίο είναι ότι έχει γράψει με φοβερή μαεστρία και βάθος χαρακτήρες που είναι συνηθισμένοι, δυστυχισμένοι και αποκρουστικοί. Το καλοδουλεμένο ψυχογράφημα και η «απολογία» ενός πρώην βασανιστή, αποτελεί την πρώτη κορύφωση της ιστορίας που δεν προοικονομεί σε τίποτα τη συνέχεια της ιστορίας και επόμενες κορυφώσεις.
Ο βασανιστής, στο πιο κρίσιμο σημείο της πλοκής, λαμβάνει το λόγο σε πρώτο πρόσωπο, διαρρηγνύοντας τη γραμμικότητα της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Ο συγγραφέας τοποθετεί το χαρακτήρα αυτό σε ευάλωτη θέση και τον ωθεί στο να εξηγήσει το λόγο που επέλεξε να γίνει βασανιστής επί στρατιωτικής χούντας, χωρίς να προκαλεί τη συμπόνοια της αναγνώστριας/του αναγνώστη. Ο εξομολογητικός τόνος είναι τέτοιος που απαντά στα αλλεπάλληλα «γιατί» γύρω από τους τόσους άδικους βασανισμούς και αφανισμούς πολέμιων της χούντας χωρίς να αισθάνεται οικειότητα ή ταύτιση το αναγνωστικό κοινό για το πρόσωπό του, παρά το ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.
Στο αμέσως επόμενο σημείο έρχεται η πραγματική κορύφωση του έργου. Ο φαινομενικά αδιάφορος γιατρός, ένας απλός «ευτυχισμένος πολίτης που ζει στον κόσμο του», βάσει της οπτικής του βασανιστή, ανοίγει τα χαρτιά του. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα βαθιά ανθρώπινο, που δεν διστάζει να αναγνωρίσει τα ελαττώματα του και να αντικρύσει το είδωλό του στον καθρέφτη. Παίρνει θέση πολιτικά και κοινωνικά, χωρίς να απαρνηθεί το περί δικαίου αίσθημα και την ανθρωπιά του. Είναι η κορύφωση τόσο της πλοκής όσο και του ίδιου του έργου. Στη συνέχεια, η λύτρωση και η λύση του μυστηρίου έρχεται σιωπηλή σαν τον θάνατο!
Το βιβλίο Σιωπηλή σαν το θάνατο αποτελεί ακόμη μία από τις προσεκτικές επιλογές νουάρ μυθιστορημάτων των εκδόσεων Carnivora. Η προσεγμένη μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη μεταφέρει με ζωντάνια το ύφος του συγγραφέα και την αμεσότητα του ιδίου του έργου. Ένα καλογραμμένο νουάρ μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί και υπόσχεται να σας ενθουσιάσει!
Αλεξίου Πηνελόπη