Space Invaders
Φανταστείτε πως θα ήταν η ζωή σας αν έμοιαζε με το παιχνίδι Space Invaders. Πλάσματα να εισβάλλουν στον κόσμο σας με πρόθεση να σας εξολοθρεύσουν κι εσείς να πρέπει να αμυνθείτε σκοτώνοντας τα πριν σας προλάβουν εκείνα. Και μόλις νιώσετε ότι καταφέρατε να τα αποκρούσετε, μία στρατιά νέων εισβολέων να έρχεται κατά πάνω σας.
Κάπως έτσι μοιάζει να είναι η ζωή για τα παιδιά που ζουν στη Χιλή και μεγαλώνουν την περίοδο της δικτατορίας του Πινοτσέτ. Τα παιδιά – αφηγητές συγκλονίζουν με τις ιστορίες/μαρτυρίες τους για μια παιδικότητα που χάθηκε εν μέσω της στρατιωτικής χούντας. Ταυτόχρονα, καλούνται να ενηλικιωθούν σε ένα άκρως πολιτικά δυστοπικό περιβάλλον.
Τίποτα σε αυτό το βιβλίο δεν μοιάζει κανονικό. Δεν υπάρχουν παιδιά να τρέχουν στους δρόμους με μια μπάλα και να παίζουν. Δεν υπάρχουν σχολικές γιορτές με θεατρικά και εκδηλώσεις που να κάνουν τα παιδιά πιο δημιουργικά και χαρούμενα. Δεν υπάρχουν οικογένειες στα πάρκα τις Κυριακές. Δεν υπάρχει χαρά, ανεμελιά, ελευθερία.
Υπάρχει μονάχα μία πανταχού παρούσα και διαρκής αόρατη απειλή. Η δικτατορία του Πινοτσέτ με τους στρατιώτες της, που δεν είναι άλλοι παρά καθημερινοί άνθρωποι οι οποίοι ζουν σε κάθε γειτονιά, εποπτεύει την κάθε κίνηση. Γνωρίζει το πότε, το ποιος/α, το πού, το γιατί. Και όταν δεν συμφωνεί με το κυρίαρχο, απολυταρχικό αφήγημα, στέλνει σωφρονιστικά μηνύματα χαραγμένα στα σώματα με ξυράφι. Ενίοτε, κόβει λαιμούς.
Ο εχθρός δεν χρειάζεται να είναι πράσινος ούτε να έρχεται από άλλο πλανήτη. Μπορεί να είναι ο γείτονας, αυτός που σας χωρίζει μία πόρτα στην πολυκατοικία ή ένας δρόμος σε ένα προάστιο. Τα μακριά του χέρια, ως πλοκάμια ενός πολιτικού εκτρώματος, είναι πάντοτε έτοιμα να εισέλθουν (invade) στο χώρο (space) του καθενός ώστε να εξαλείψουν κάθε πιθανή απειλή που επιφέρει μία δημοκρατική πεποίθηση για τη δικτατορία. Το δικτατορικό έκτρωμα πρέπει να διατηρήσει την κυριαρχία του. Και για να το κάνει, δημιουργεί μία κοινωνία διττή: από τη μία πλευρά βρίσκονται οι βασανιστές και από την άλλη οι βασανιζόμενοι.
Η Nona Fernández Silanes καταθέτει αυτό το έργο ως χρέος της απέναντι στην ιστορία και απέναντι στον εαυτό της. Γράφει λογοτεχνία και ιστορία μαζί, γράφει για όσα δεν πρέπει να ξεχάσει/ξεχαστούν, έρχεται σε επαφή με το τραύμα και αποδίδει μυθοπλαστικά κομματια της ατομικής μνήμης της προσπαθώντας να τα αναγάγει σε συλλογική. Αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία με τον τρόπο που την έβλεπε και η Β. Γουλφ: «η πεζογραφία πρέπει να μένει πιστή στα γεγονότα, και όσο πιο αληθινά τα γεγονότα τόσο καλύτερη η πεζογραφία» όπως είχε γράψει στο Ένα δικό της δωμάτιο (2019, εκδ. Μεταίχμιο).
Ο George Santayana είχε πει πως «όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει». Η συγγραφέας, σε μια πολιτική προσπάθεια εναντίωσης στους μηχανισμούς της λήθης, επαναφέρει στη μνήμη της την πρόσφατη στρατιωτική χούντα όπως την έζησε εκείνη ως παιδί και μετέπειτα ως ενήλικας. Η ματιά της διατρέχει εκείνα τα χρόνια, άλλοτε μέσα από τραυματικές αναμνήσεις που μοιάζουν με εφιάλτες και αποδίδονται στη σφαίρα του ονειρικού, ως ασυνείδητη απώθηση του τραύματος της πραγματικότητας, και άλλοτε μέσα από διακριτές αναμνήσεις, όπου οι άνθρωποι έχουν παραλύσει από τον φόβο, μουδιασμένοι για να κάνουν το οτιδήποτε και μπορούν μόνο να καταγράφουν τις στιγμές αυτές στη μνήμη τους.
Που ξεκινά, λοιπόν, η μυθοπλασία και που τελειώνει η ιστορία; Ποια είναι τα όρια μεταξύ ονείρου-πραγματικού, μνήμης-λήθης και συνειδητού-ασυνείδητου; Η απάντηση που δίνει η συγγραφέας είναι πως με τα θραύσματα της ατομικής μνήμης κάθε ήρωα/ηρωίδας του βιβλίου μπορούμε να συνθέσουμε ένα μωσαϊκό συλλογικής μνήμης. Μένει μόνο να διαβαστεί η συνέχεια που δίνει η Fernandez στο επόμενο βιβλίο που κυκλοφόρησε φέτος, Η ζώνη του Λυκόφωτος (Gutenberg, 2022) για να δούμε τη σύνδεση με το σήμερα, στο δημοκρατικό καθεστώς που διαδέχθηκε τη δικτατορία του Πινοτσέτ. Ένα σύντομο μα εξαιρετικό βιβλίο, ενδεικτικό για οποιονδήποτε αναγνώστη και οποιαδήποτε αναγνώστρια επιθυμεί να διαβάσει καλή λογοτεχνία και παράλληλα τρέφει ενδιαφέρον για την πρόσφατη ιστορία της Χιλής!
Πηνελόπη Αλεξίου