Βρισκόμαστε στη Γαλλία, το 1963. Η 23χρονη τότε φοιτήτρια, Annie Ernaux, συνειδητοποιεί πως έχει μείνει έγκυος. Το γεγονός της κύησης αποτελεί μια ωρολογιακή βόμβα στο σώμα της. Το γεγονός είτε θα τη φέρει αντιμέτωπη με το νόμο και την εξουσία των γυναικολόγων κατά των αμβλώσεων, είτε με το ενδεχόμενο να χάσει τη ζωή της έπειτα από μη ιατρικές πρακτικές έκτρωσης.
Είναι νέα, φοιτήτρια, μόνη, αγχωμένη και πρέπει να αποφασίσει. Εκείνη (με το μέλλον που έχει οραματιστεί ως συγγραφέας) ή το παιδί (με εκείνη ως στιγματισμένη ανύπαντρη μητέρα και μια ζωή κλεισμένη σε ένα σπίτι, μακριά από τη διανόηση, η οποία της δίνει πνοή);
Από την αρχή του βιβλίου διαβάζουμε μια αυτοβιογραφική ιστορία της Ernaux από την περίοδο που η άμβλωση ήταν παράνομη στη Γαλλία. Η ίδια, εξαιτίας του γεγονότος, κλήθηκε να λάβει μέτρα -ενάντια στο νόμο- για να διασφαλίσει την αυτοδιάθεση του σώματός της, τη δυνατότητα να έχει μέλλον και καριέρα, την πρόσβαση σε ίσες κοινωνικές και επαγγελματικές ευκαιρίες με τους άνδρες.
Τριανταέξι χρόνια μετά το τραυματικό αυτό γεγονός, συνθέτει τα θραύσματα της μνήμης της μέσα από μονολεκτικές φράσεις που έγραψε στο ημερολόγιο του 1963. Στα 59 της έτη, το 1999, παραδίδει το χειρόγραφο για την έκτρωση της προς έκδοση.
Γιατί τότε; Επειδή πάντοτε ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό. Κυρίως, όμως, επειδή αισθανόταν το χρέος να μην αφήσει τη μετέπειτα νομιμότητα της άμβλωσης να επισκιάσει τον πόνο, τον τρόμο και τις απώλειες τόσων γυναικών θυμάτων.
Και φτάνουμε στο σήμερα. Εικοσιτρία χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του έργου, το διαβάζουμε μεταφρασμένο από τη Ρίτα Κολαΐτη στα ελληνικά. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα μου είναι ανάμεικτα. Στο βιβλίο αυτό δεν βρίσκω την Ernaux που γνώρισα και αγάπησα από προηγούμενα έργα της. Δεν βρίσκω τη λογοτεχνικότητα που την καθιέρωσε στη σκέψη μου ως μια μεγάλη συγγραφέα.
Η γραφή της μοιάζει πρόχειρη, σαν να τοποθετεί σε ένα λευκό χαρτί αυτοκόλλητες σημειώσεις του παρελθόντος και του παρόντος, που μπλέκονται, εναλλάσσονται και στερούν τη συνοχή από το συνολικό εγχείρημα. Η αφήγηση είναι ψυχρή, με την χαρακτηριστική ψυχραιμία που έχει Ernaux όταν λαμβάνει αποστάσεις από ένα γεγονός ή ένα συναίσθημα ώστε να το αποδώσει σε λογοτεχνική αυτοβιογραφία. Η ίδια η συγγραφέας μπαίνει σε μια διαδικασία αυτοπαρατήρησης: είναι τόσο παλιές οι μνήμες που μοιάζουν, σχεδόν, να έχουν ξεθυμάνει αλλά το ξεθώριασμά τους είναι η ικανή και αναγκαία προϋπόθεση για να τις ανασύρει στο παρόν.
Το βιβλίο δίνει την αίσθηση πως συλλέγει αναμνήσεις και χειρόγραφα για να γράψει η Ernaux κάτι αυτοβιογραφικό παρά για το τελικό αποτέλεσμα μιας αυτοβιογραφίας γύρω από μια ανεπιθύμητη κύηση. Η αποσπασματικότητα με την οποία γίνεται αναφορά σε γεγονότα, δίνει στο έργο την αίσθηση ενός δημοσιογραφικού δελτίου παρά μιας μαρτυρίας με καταγγελτικό τόνο.
Τέλος, ο δυτικοκεντρικός φεμινισμός της είναι κραυγαλέος. Η συγγραφέας θεωρεί ότι, εφόσον οι αμβλώσεις νομιμοποιήθηκαν στη Γαλλία, το ζήτημα θεωρείταιλήξαν, αγνοώντας τους αγώνες που δίδονταν και δίνονται ακόμη σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.
Στον αντίποδα, δεν παύει να είναι μια γυναικεία μαρτυρία που αξίζει να διαβαστεί για να μας θυμίζει την ιστορικότητα ακραίων πατριαρχικών και συντηρητικών πρακτικών που χρησιμοποιούν τους θεσμούς για να επιβληθούν στα γυναικεία σώματα. Η φωνή της Ernaux έρχεται να μας θυμίσει πως αυτά που διεκδικούν φεμινιστικές συλλογικότητες σε μη δυτικές αλλά και ορισμένες δυτικές κοινωνίες, δεν ήταν πάντοτε αυτονόητα στην καρδιά της Δύσης και οι φωνές των γυναικών που έχουν υποφέρει πρέπει ν’ αρθρώνονται για να (υπεν)θυμίζουν όσα δεν πρέπει να ξεχαστούν. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω πως το βιβλίο δεν με ενθουσίασε όσο περίμενα και βρήκα την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου – παραδόξως – αρκετά καλύτερη.
Αλεξίου Πηνελόπη