Το τραγούδι του προφήτη, του Paul Lynch, κέρδισε το Βραβείο Booker 2023. Kυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου και του Άγγελου Αγγελίδη. Η επίσκεψη του συγγραφέα στην Αθήνα μας έδωσε τη χαρά να τον γνωρίσουμε. Είχα την ευκαιρία να τον ακούσω και εγώ να μιλά για το δημιούργημά του, για την αξία της λογοτεχνίας, αλλά και για το συγγραφικό χρέος που βαραίνει και τις δικές του πλάτες ανεξαιρέτως. Έχοντας πλέον ολοκληρώσει την ανάγνωση του βιβλίου, δεν μπορώ παρά να δηλώσω τον έντονο θαυμασμό μου προς το μυαλό αυτό.
Τι συμβαίνει όμως με αυτό το σπουδαίο βιβλίο; Γιατί χρήζει της προσοχής μας;
Τα τελευταία χρόνια η πραγματικότητα χτυπά τις πόρτες μας και γρονθοκοπεί τις ζωές μας δίχως έλεος. Τροπολογίες σχετικά με την αξιολόγηση καθηγητ(ρι)ών τους έχουν οδηγήσει ήδη στη λογοκρισία. Οι πελατειακές σχέσεις δε, ακόμα και εντός των σχολικών μονάδων, κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος. Το κράτος στέκεται απέναντί μας και εμείς ζούμε υπό το καθεστώς φόβου ενώ καλούμαστε να διεκδικήσουμε με κάθε μέσο την επικράτηση της Δημοκρατίας, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Η επικαιρότητα και η ιστορία μοιάζουν να παίζουν σε λούπα σε όλη μας τη ζωή, στη ζωή που προηγήθηκε και στη ζωή που τρέχουμε καταπάνω της. Γινόμαστε παρατηρητές μακάβριων γεγονότων, έχοντας μονάχα μία ελπίδα, αυτή της αντίστασης.
Διαβάζοντας την ιστορία του Ιρλανδού συγγραφέα ερχόμαστε αντιμέτωπα με την αγριότητα των πολέμων, εμφυλίων και μη, με τις συνέπειες των απολυταρχικών καθεστώτων και της ουδετερότητας των γύρω κρατών. Ο συγγραφέας επικαλείται τον δικό του προφήτη, μια άλλη μούσα της αβύσσου, να τραγουδήσει για το παράνομο που γίνεται νόμος, αλλά και για τον νόμο της καρδιάς ως τη μία και μοναδική λύση. Να ανιστορήσει τα αδικήματα και την αγριότητα των ανθρώπων, τη μεταμόρφωσή μας σε θύτες και θύματα, την καταβύθισή μας στο σκοτάδι.
Ένα χτύπημα στην πόρτα μια βροχερή νύχτα αλλάζει τη ζωή της Άιλις. Δύο αξιωματικοί της νεοσύστατης μυστικής αστυνομίας αναζητούν τον συνδικαλιστή άντρα της.
Κι έτσι, η ηρωίδα, μια στοργική και τρυφερή μητέρα, καταλήγει να γνωρίσει το πρόσωπο του πολέμου, παλεύοντας να αποδεχτεί τη σκληρή του όψη αλλά κι επιζητώντας κάτι γνώριμο στην καινούρια ανοίκεια ματιά των ανθρώπων (της). Και καθώς προχωρούν οι σελίδες, το καθεστωτικό σκουλήκι πολιορκεί τα άλλοτε γνώριμα πρόσωπα, μεταμορφώνοντας τα βίαια, αλλοιώνοντας τα κι αφανίζοντας τα από τη μια στιγμή στην άλλη.
Η πρωταγωνίστρια, μια ηρωίδα της σύγχρονης εποχής με το ζόρι, ή μια ηρωίδα τραγωδιών που αναβιώνουν, προσπαθεί να ισορροπήσει σε μια χώρα που καταρρέει ηθικά και πολιτικά ενώ μετατρέπεται σε θηλιά, σε όπλο κατά της Δημοκρατίας. Παλεύει να αποδεχτεί τη νέα τάξη πραγμάτων, οριοθετώντας τα ίδια της τα παιδιά σε μια εκτός ορίων συνθήκη, και να δημιουργήσει μια νέα φωλιά-ασπίδα απέναντι στο σκοτάδι. Ταυτόχρονα, καλείται να φέρει εις πέρας όλους τους ρόλους της, της κόρης, της συζύγου, της μητέρας, της εργαζόμενης, της φροντίστριας, της πολιτικά ενεργού ύπαρξης, ενώ ο τόπος της μετατρέπεται σε ένα δολοφονικό αρπακτικό, βασιζόμενο στην αδικία, τον φόβο και τη σιωπή.
Στο τέλος της ημέρας/της εποχής/του φωτός παλεύει απέναντι στον ίδιο της τον φοβισμένο εαυτό, παρατηρώντας τις βίαιες μεταμορφώσεις, την άνοια που κλέβει τον πατέρα της, ενόσω η ίδια πιάνεται από την κανονικότητα, που μέχρι τώρα γνώριζε, προσπαθώντας να μην παρασυρθεί από τον καταιγισμό των εξελίξεων
Ο συγγραφέας επιλέγοντας διαφορετικές ηλικιακές ομάδες παρατηρεί την κόλαση, κοιτάζει κατάματα τον θάνατο και την απόγνωση, υποχρεώνοντάς μας να κάνουμε το ίδιο ακριβώς. Μέχρι να κατανοήσουμε βαθιά μέσα μας πώς μια μάνα στέκεται και ελπίζει, πώς καταλήγει σε μια σκηνή ή σε μια βάρκα. Πώς ο άνθρωπος μεταμορφώνεται σε τέρας. Σαν άλλος Όμηρος, ζητά από τον προφήτη του να διηγηθεί την ιστορία τού χθες, του σήμερα και του αύριο, μήπως κι έτσι οι άνθρωποι καταφέρουν να συναισθανθούν πραγματικά εκείνους που σήμερα ξανά θα πλαγιάσουν με τον φόβο του θανάτου.
Η ιστορία είναι ο βουβός κατάλογος των ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να φύγουν, ο κατάλογος των ανθρώπων που δεν είχαν επιλογή, δεν μπορείς να φύγεις όταν δεν έχεις πού να πας, όταν δεν έχεις τρόπο να φύγεις, δεν μπορείς να φύγεις όταν δεν δίνουν στα παιδιά σου διαβατήριο, δεν μπορείς να φύγεις όταν τα πόδια σου είναι ρίζες μέσα στο χώμα κι αν φύγεις θα γίνουν κομμάτια.
Από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα, τα λεπτά όρια μεταξύ αφήγησης, διαλόγων και εσωτερικών σκέψεων εντείνουν τη δραματικότητα. Η ποιητική του πρόζα δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος για την εξαίρετη ψυχογράφηση τόσο της κεντρικής ηρωίδας όσο και των υπόλοιπων προσώπων της ιστορίας, ακόμα και αυτών που θα σταθούν για μια στιγμή και θα περάσουν. Η ορμητικότητα της γραφής, των εικόνων και της πλοκής είναι αδύνατον να μη παρασύρουν κάθε αναγνώστρια κι αναγνώστη μέσα σε αυτόν τον στροβιλισμό που προκαλεί ο συγγραφέας στο μυαλό και στην ψυχή. Άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο παρατηρεί λογοτεχνικά τον κόσμο, τις ψυχές και τον χρόνο, μέσα στο έργο του, προκαλεί έκρηξη συναισθημάτων αναμφίβολα δικαιολογώντας απόλυτα τη βράβευσή του.
Η λογοτεχνική και η συναισθηματική του ευφυΐα οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του σπουδαίου βιβλίου
Κι εσύ αιχμαλωτίζεσαι από αυτές κι αρνείσαι πεισματικά να δραπετεύσεις. Ο συγγραφέας παίρνει στα δυο του χέρια το φυσικό και το λεκτικό στοιχείο, τα παντρεύει και σε μαγεύει, φέρνοντάς σε αντιμέτωπο με μια δυστοπική πραγματικότητα. Επιχειρεί να (ξανά)γράψει την ιστορία του κόσμου, προοικονομώντας την επανάληψη αυτής, ίσως γιατί ελπίζει, ακόμη, στην αφύπνιση της ανθρωπότητας, στο φως που θα βρει τρόπο να κομματιάσει το σκοτάδι, ώστε να φωτίσει τον κόσμο ξανά.
Η αγριότητα των γεγονότων διασχίζει τις κερκόπορτες των σύγχρονων κοινωνιών, δε μας μένει άλλη επιλογή πέρα από το να αντιμετωπίσουμε κατάματα τον όλεθρο. Αυτό ακριβώς οφείλουν να μας υπενθυμίζουν καλλιτέχνες και δη σύγχρονοι λογοτέχνες μέσω των αντιπολεμικών τους έργων, αφήνοντας έτσι τη δίκη τους παρακαταθήκη.
Αν θες ένα βιβλίο με καταιγιστική γραφή και πλοκή, μια θύελλα που δε λέει να κοπάσει, μια ωδή στο αναφαίρετο δικαίωμα της Ελευθερίας, διάβασέ το!
‘Ελλη Μουτσοπούλου