Υπερβατικές συννοσηρότητες, η συνύπαρξη νόσων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα σχήμα αίτιου – αποτελέσματος. Η Σπυριδούλα Μίχου φανερώνει ήδη από τον τίτλο της συλλογής της τον σκοπό συγγραφής αυτών των ποιημάτων.
Η Σ. Μίχου αυτοσυστήνεται στον κόσμο της ποίησης με σχήμα ανομοιοκατάληκτο. Απαλλαγμένο από κανόνες κι ανισοσύλλαβο. Χωρίς πλαίσια και όρια, με την προσθήκη μονάχα κάποιων επαναλήψεων, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, ώστε να δημιουργείται το κυκλικό σχήμα των σκέψεων που πλημμυρίζουν τον ανθρώπινο νου.
Τα ποιήματά της είναι μοιρασμένα άλλοτε σε αρσενικό κι άλλοτε σε θηλυκό γένος κι άλλοτε, πάλι, παραμένουν εντελώς απρόσωπα, προβάλλοντας έτσι τη συλλογικότητα του συναισθήματος.
Καθώς τα διαβάζεις ένα-ένα σκοντάφτεις πάνω σε σκιές που κυνηγούν τον χρόνο και ματαιώνονται καθώς εκείνος κυλά και τα προσπερνά. Γνωρίζεις το πραγματικό πρόσωπο της ευαισθησίας που λειτουργεί ως ασθένεια, ενώ οι έρωτες μοιάζουν πλέον ασήμαντοι.
Πότε πότε πεθαίνει, αποχαιρετώντας τη ματαιότητα του κόσμου κι άλλοτε πάλι αναζητά την ισορροπία του χρόνου, είναι άραγε αργά ή νωρίς;
ΚΑΘΩΣ ΜΑΤΑΙΩΠΟΝΩ
Πάντα περίμενα τις αργίες για να χωρέσω τη ζωή μου. Πάντα περίμενα τις Κυριακές για να ζήσω τις υπόλοιπες έξι ημέρες. Είναι τόσο φρικτές οι Κυριακές, όχι γιατί είναι η έβδομη ημέρα, ή για άλλους η πρώτη, αλλά γιατί σε αυτό το τέλος, ή σε εκείνη την αρχή, είναι που πρέπει πάλι να προσπαθείς να ζεις. Δύσκολο να ζει κανείς, εύκολα όμως το ομολογείς. Βολεύτηκα, και τώρα πια δεν θυμάμαι πώς υπολογίζουν την ώρα.
Ξεχώρισα το παραπάνω ποίημα, ίσως γιατί με τρόμαξε πως παρά το νεαρό της ηλικίας μας, ταυτίζεται το κοινό αίσθημα της υπερπροσπάθειας για να κυλήσει άλλη μια εβδομάδα.
Η Σπυριδούλα Μίχου γεννήθηκε το 1988 στην Πάτρα, όπου και μεγάλωσε. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα στον χώρο του βιβλίου. Οι Υπερβατικές συννοσηρότητες είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.