Μονωτική Ταινία – Ελένη Καραμαγκιώλη

Μονωτική Ταινία

Τα τραύματα δεν κλείνουν με μονωτική ταινία, αλίμονο. Δεν κλείνουν, όμως, ούτε με μια γάζα μόνο, παρότι αυτό ακριβώς προσδοκούμε από την ιδιότητα, την οποία σημειολογικά αποδώσαμε στην υλική υπόσταση του συγκεκριμένου αντικειμένου.

Όχι. Ένα τραύμα, για να επουλωθεί, δε χρειάζεται μόνο τη γάζα, αλλά και τον προσεκτικό καθαρισμό και την -μικρή, έστω- έκθεση της πληγής στο οξυγόνο, για να σκληρύνει η επιφάνειά της και να δέσει.

Και χρειάζεται συχνή αλλαγή της γάζας, με προσοχή, ενδελεχή φροντίδα και αγάπη. Χρειάζεται να καθαρίζουμε τακτικά την πληγή, ώστε να αποφευχθούν η μόλυνση, η σηψαιμία και οτιδήποτε άλλο, ενδεχομένως μη αναστρέψιμο.

Μια πληγή χρειάζεται φροντίδα. Το ίδιο και οι ψυχές των ανθρώπων, ειδικά οι πληγωμένες, παρότι οι περισσότεροι κάνουμε ακριβώς το αντίθετο από ό,τι προστάζουν τα πρωτόκολλα των ψυχικών πρώτων βοηθειών, όταν χρειαστεί να φροντίσουμε τα δικά μας τραύματα.

Συχνά, ο φόβος και οι ανασφάλειες που μας διακατέχουν μάς αποτρέπουν από το να πράξουμε τα δέοντα. Αντί να επιτρέψουμε στις εσωτερικές πληγές μας να “οξυγονωθούν”, τις θάβουμε γρήγορα-γρήγορα, όλο και πιο βαθιά, μην τύχει και δει κανείς τις ατέλειες, την ευθραυστότητα και τα ελαττώματά μας.

Και, κυρίως, για να μην τα βλέπουμε εμείς οι ίδιοι, επειδή η θέα τους μάς καθιστά τρωτούς και ευάλωτους, κάνοντάς μας να υποφέρουμε διπλά. Λες κι αυτό το θάψιμο, -τα μπαλώματα των ρωγμών μας με μονωτική ταινία-, θα λειτουργήσει ως παυσίπονο ή παυσίλυπο. Χωρίς να το καταλάβουμε, η πληγή επεκτείνεται, το τραύμα γίνεται όλο και βαθύτερο και, εν τέλει, βγαίνουμε ζημιωμένοι. Ποιον ξεγελάμε, εάν όχι τον ίδιο τον εαυτό μας;

Στην πρώτη συλλογή διηγημάτων που φέρει την υπογραφή της, η Ελένη Καραμαγκιώλη μοιράζεται με τους αναγνώστες της δεκαέξι ιστορίες της αστικής καθημερινότητας που, εκ πρώτης όψεως, δεν έχουν σημείο σύνδεσης μεταξύ τους, τουλάχιστον ως προς την πλοκή.

Με γλώσσα περιγραφική, πλούσια σε εικόνες και εύρος συναισθημάτων, ανεπιτήδευτη αλλά και βαθιά στοχαστική ταυτόχρονα, πλάθει τους χαρακτήρες της με τρόπο, που είναι δύσκολο να μην σε αγγίξουν κι ακόμη δυσκολότερο να μη σε φτάσουν σε σημείο να αναρωτηθείς, “Τώρα, για μένα μιλάει;”.

Δεν είναι λίγες οι φορές, που σταμάτησα την ανάγνωση και σκέφτηκα πώς θα αντιδρούσα σε μια δεδομένη περίσταση  ή ότι το τάδε συναίσθημα το ένιωσα κι εγώ σε παραπλήσια κατάσταση με εκείνες που αφηγείται η συγγραφέας στη Μονωτική Ταινία.

Μέσα από τις περιγραφές της, έκανα τον εικονικό περίπατό μου σε αγαπημένες γωνιές και γειτονιές της Αθήνας, της “δικής μου” Αθήνας, όπως ΕΓΩ την έχω βιώσει, κανένας άλλος, μόνο εγώ (μα, τι σκέφτομαι ώρες-ώρες, θέλω και τα λέω όλα αυτά;).

Επέστρεψα σε παρακμιακά υπόγεια στέκια που μυρίζουν κάπνα και αλκοόλη, σε μεταμεσονύχτιες διαδρομές στα σοκάκια του κέντρου, στα “βρώμικα” αφτεράδικα της Μαβίλη και των Εξαρχείων, στις κρυφές γωνιές της, στα μπαλκόνια της με τις πολύχρωμες ανθισμένες γλάστρες.

Στα ντουλάπια της γιαγιάς μου με τα παλιά φλιτζανάκια, τα πιατάκια του καφέ και τα σεμεδάκια στα μεταπολεμικά τραπεζάκια, ξανακάθισα στη δανέζικη λαδί πολυθρόνα της κι έκλεισα με νόημα το μάτι σε όσα (νόμιζα πως) είναι μονάχα ΔΙΚΑ ΜΟΥ.

Δεν έχω στάξει ποτέ βότκα στον καφέ μου, δεν έχω καταστρέψει ποτέ παιδικό πάρτι, έχω πει πολλές φορές “fuck off” μεγαλοφώνως ή στο μυαλό μου. Ποτέ δεν έβρισα τα All-Star  μου (για μένα είναι ιερό σύμβολο μιας παρατεταμένης, σχεδόν αιώνιας, νιότης).

Δεν έχω βρίσει ποτέ ηλικιωμένο, μα σίγουρα έχω αηδιάσει βλέποντας στις αποβάθρες και τα βαγόνια των τρένων πώς ορισμένοι από αυτούς παρατηρούν με εμετική λαγνεία τις γεμάτες ζωντάνια πιτσιρίκες, σαν να θέλουν να ρουφήξουν αδηφάγα τη νεότητά τους μέχρι το μεδούλι.

Κι έχω δει με τα μάτια μου να πράττουν ανάλογα κάθε λογής “φτασμένοι” των Τεχνών και των Γραμμάτων, πουλώντας στα υποψήφια θηράματά τους την παραμύθα της “καταραμένης ιδιοφυίας, στη γοητεία της οποίας επιβάλλεται να υποκύψεις” (για κάτι τέτοιους τα έγραφε ο Μπουκόφσκι, άραγε;). Έχω βιώσει την παραίτηση, τη ματαίωση, τη θλίψη και τις ενοχές που σου δημιουργεί η παρατεταμένη ανεργία.

Έχω “σφυρίξει κλέφτικα” από τον τρόμο μου σε ψυχρές αίθουσες και κατάλευκους διαδρόμους νοσοκομείων, προσπαθώντας ή να εκλογικεύσω όσα βλέπω και ακούω ή να δραπετεύσω με κάποιο τρόπο από όσα συμβαίνουν γύρω και μέσα μου. Για ευνόητους και προφανείς λόγους, ενίοτε μου αρέσουν οι “Αρμένικες Βίζιτες”, αλλά όχι στα νοσοκομεία, γιατί τα φοβάμαι, όπως και τον καρκίνο και, γενικά, την ασθένεια, παρότι σχεδόν κάθε φορά στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων σφίγγοντας τα δόντια.

Έχω νιώσει στο πετσί μου τι θα πει παράφορος έρωτας, έχω κάνει κρυφή σχέση με άτομο που δεν έπρεπε, έχω περάσει μακροχρόνιες περιόδους θέλοντας να είμαι μόνη μου γιατί “έτσι έχω μάθει”, έχω ξεφλουδίσει αρκετούς σοβάδες με τα ακροδάχτυλά μου. Έχω φοβηθεί πως παθαίνω αμνησία ή άνοια. Πού και πού διανύω μεγάλα διαστήματα παράλογου άγχους.

Για κάποιο λόγο το όνομα Νόρα πάντα με γοήτευε και με συγκινούσε και ανέκαθεν ένιωθα τρυφερότητα και συμπόνοια για τις κοπέλες του αγοραίου έρωτα (που για μένα, δεν είναι καθόλου έρωτας, αλλά ψευδαίσθηση, αλλά μήπως, τελικά, είναι ψευδαίσθηση και ο “κανονικός”; Δεν ξέρω, μη με ρωτάτε.).

Έχω κλειστεί άπειρες φορές στο καβούκι μου, πιστεύοντας ότι, μέσα σε αυτό το αεροστεγές κουκούλι, θα βρω, επιτέλους, γαλήνη κι άλλες τόσες έχω μπαλώσει τις χαραμάδες μου, ώστε να νιώθω προστατευμένη.

Όμως, μέσω της λυτρωτικής διαδικασίας της ανάγνωσης αυτού του βιβλίου, το κουκούλι ασφαλείας σαν να ράγισε. Και, προς το τέλος του, θυμήθηκα και πάλι πως έχω κοινές εμπειρίες και σημεία αναφοράς με πολύ περισσότερους ανθρώπους από ό,τι θα φανταζόμουν, είτε αυτοί έχουν πραγματική υπόσταση, είτε παίρνουν σάρκα και οστά ζώντας στις σελίδες ενός βιβλίου.

Και, καθώς διάβαζα, αυτή η εσωστρεφής, αυτοκριτική ματιά, σε κάποιο βαθμό με καθησύχαζε, λειτουργώντας, εν τέλει, σαν μια νοητή μονωτική ταινία, σαν ένα πέπλο ασφαλείας, που με βοήθησε στοργικά και προστατευτικά να σώσω ό,τι σώζεται. Όχι. Τα τραύματα δεν κλείνουν μόνο με μονωτική ταινία. Αλλά, είναι κι αυτό μια κάποια αρχή…

Χριστίνα Κασσεσιάν

https://www.instagram.com/christina_kassesian/

Η Ελένη Καραμαγκιώλη γεννήθηκε το 1974. Κατάγεται από τη Θήβα, είναι δικηγόρος ειδικευμένη στο Δίκαιο της Πνευματικής Ιδιοκτησίας και ζει στην Αθήνα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί, κατά καιρούς, σε διάφορα έντυπα λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Η συλλογή διηγημάτων “Μονωτική Ταινία” είναι το πρώτο της βιβλίο και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ιωλκός.

https://iolcos.gr/eshop/titlos/monotiki-tainia/