Από τις πρώτες σελίδες του Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου καταλαβαίνεις πως πρόκειται για έναν ύμνο στην φιλία. Τη φιλία εκείνη που παραμένει ριζωμένη βαθιά μέσα σου, ακόμα και όταν έχει επέλθει η απώλεια.
Υπάρχει χρονικά σταθερή ροή στην αφήγηση της ιστορίας. Είναι χωρισμένη σε κεφάλαια με ενδιάμεσες παρουσιάσεις των ηρώων, έτσι ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να κατανοήσει τους χαρακτήρες και το πώς γνωρίστηκαν μεταξύ τους. Αυτές οι χρονικές εναλλαγές είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του Αύγουστου Κορτώ.
Στο βιβλίο, δεν μασάει τα λόγια του, ούτε ωραιοποιεί καταστάσεις. Χρησιμοποιεί σκληρό λεξιλόγιο κάποιες ελάχιστες φορές. Όταν αυτό συμβαίνει, είναι για να σου δείξει την σοβαρότητα της εκάστοτε κατάστασης.
Η φρικαλεότητα μιας άλλης Αθήνας, της δεκαετίας του ’90, που πολλοί θέλουν να ξεχάσουν, έρχεται πάλι στο προσκήνιο. Μέσα από τα στενά των Εξαρχείων, της λεωφόρου Αλεξάνδρας και των νοσοκομείων.
Όπως κάθε βιβλίο του Κορτώ, κατά κόσμον Πέτρου Χατζόπουλου, έτσι και αυτό είναι μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνο του. Θα εισχωρήσει μέσα σου και θα ταυτιστείς με τους ήρωες και με την πλοκή, για λόγους που δεν θα σου έρθουν αμέσως στο μυαλό.
Προσωπικά, το βιβλίο δεν περίμενα να έχει happy end. Και τελικά, δεν έχει. Πολύ σπάνια, άλλωστε, θα διαβάσεις ευτυχισμένο τέλος στα βιβλία του. Το Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου είναι ένα δύσκολο ανάγνωσμα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί.
Είναι ένα βιβλίο, όπως, προαναφέρθηκε, ύμνος στη φιλία. Ένα βιβλίο που θα μιλήσει μέσα μας.
Χρύσα Σουλελέ
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Διαβάστε ένα απόσπασμα εδώ https://www.patakis.gr/files/1193163.pdf
Ο Μανωλιός, η Δήμητρα κι ο Γιάννης
αντάμωσαν σε δύσκολους καιρούς.
Πες μου, ζωή, γιατί στο τέλος κάνεις
τους πιο γλυκούς δεσμούς λυπητερούς;
Τρία παιδιά –τραυματισμένα κι εξόριστα, χαμίνια του δρόμου– γνωρίζονται, φωλιάζουν σε μια κατάληψη των Εξαρχείων και γίνονται αδέρφια.
Αρχές του ’90, κι η Αθήνα ξέφρενη: ποτάμια πλούτου από τη μια, απόγνωση της νύχτας απ’ την άλλη. Πρέζα, πεζοδρόμιο, μαχαιρώματα, άγρια φτώχεια.
Οι τρεις φίλοι παλεύουν να ζήσουν τη νιότη τους, μα ο κίνδυνος πλανιέται ολόγυρα: αδίστακτα αφεντικά και πελάτες, εχθροί των καταλήψεων, ένας καθ’ έξιν δολοφόνος φάντασμα που ’χει βαλθεί να καθαρίσει την πιάτσα – και πάνω απ’ όλα, κρυμμένο παντού, το φάσμα του έιτζ, πεινασμένο για κορμιά που πονούν για έρωτα.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το μόνο μέλος της παρέας που επέζησε μας ιστορεί τις αλησμόνητες εκείνες εποχές, συνομιλώντας με τους χαμένους φίλους.
Μια ιστορία για τη νοσταλγία και τον καημό της αδικημένης νεότητας, ένας ύμνος στην άσβεστη φλόγα της φιλίας.
Ακόμα κι όταν κλαίω και πονάω τους φίλους που κοιμούνται δεν ξυπνάω. Ένα μυθιστόρημα παρέας, γέλιων και δακρύων. Φίλος θα πει η καρδιά σου σ’ άλλο στήθος.