Πάνος Δημάκης: Ο συγγραφέας του «Δεκαεπτά Κλωστές» μιλάει στην Πάστα Φλώρα

  • Αφορμή για το βιβλίο «Δεκαεπτά Κλωστές» αποτέλεσε ένα αληθινό γεγονός. Ποια μοίρα σας έφερε «αντιμέτωπο» με το συγκεκριμένο έγκλημα;

Βρέθηκα στις Καλοκαιρινές Κυθήρων όπου η οικογένεια που με φιλοξενούσε διέγνωσε την αγάπη μου για τις παλιές ιστορίες και μου διηγήθηκε την απίστευτη ιστορία που έλαβε χώρα στο χωριό τους το 1909. Από εκείνη τη στιγμή, ο Καστελάνης και η ζωή του καρφώθηκαν στο μυαλό μου σαν βέλος. Το γεγονός ότι το έγκλημα εκείνο ήταν το ειδεχθέστερο που έγινε ποτέ στην Ελλάδα ήταν μεν η αφορμή‒και μάλιστα με στεφανωμένο με απίστευτες συμπτώσεις‒, όμως ένιωσα την ακατανίκητη επιθυμία να αποτυπώσω στο χαρτί τα συναισθήματα που μου γεννήθηκαν από μια κοινωνία τόσο παλιά αλλά και τόσο γνώριμη.

  • Διαβάζοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης ταξιδεύει στους δρόμους και τις συνήθειες του νησιού. Υπάρχει κάποια καταγωγή από τα Κύθηρα;

Πολύ θα το ήθελα αλλά όχι. Η πατρίδα μου είναι η Αρκαδία με ρίζες και από Αργολίδα, όμως στα Κύθηρα βρήκα έναν τόπο που με γοήτευσε σε όλες τις εκφάνσεις του. Η ιστορία και η ομορφιά του τοπίου δημιουργούν έναν ακαταμάχητο παράδεισο.

  • Πόσο δύσκολο είναι να αποτυπωθεί ένας τόπος, μια κοινωνία τόσο διαφορετική από όσα βιώνει ένας σύγχρονος συγγραφέας;

Αυτή η αντίφαση μπορεί να ξεπεραστεί αν συνειδητοποιήσουμε ότι κατά βάση οι άνθρωποι δεν αλλάζουν όσο θα θέλαμε. Θα ήταν ευχής έργον να λέγαμε ότι πλέον, εν έτει 2020, πολλά από τα ελαττώματα των Ελλήνων ‒ή των ανθρώπων εν γένει‒ έχουν απαλειφθεί. Βεβαίως έχουν συντελεστεί τεράστια βήματα προς μια πιο ανεκτική κοινωνία, όμως το τέρας του κουτσομπολιού εξακολουθεί να είναι ακμαίο, γιγαντωμένο τώρα και από το διαδίκτυο. Όσο για την απεικόνιση της εποχής, έκανα πολλή έρευνα για όλες της πτυχές της τότε καθημερινότητας.

  • Πώς αποφασίσατε να εκδώσετε  ένα βιβλίο μυθοπλασίας; Πόσο έξω από το συγγραφικό σας comfortzoneχρειάστηκε να βγείτε, για να τελειώσετε  τις «Δεκαεπτά Κλωστές»;

Δεδομένου ότι είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα, δεν είχα πλάσει ένα ύφος εκ των προτέρων, εξού δεν χρειάστηκε να αφήσω κάποια ζώνη ασφαλείας στην οποία θα είχα περιχαρακωθεί. Βούτηξα στη θάλασσα και άρχισα να κολυμπάω. Ίσως από άγνοια κινδύνου, δεν φοβήθηκα τα όποια κύματα. Αποφάσισα να το γράψω και να το εκδώσω γιατί ένιωθα ότι η ιστορία του κάθε Καστελάνη πρέπει να ειπωθεί, πόσο μάλλον σήμερα.

  • Κατάφερατε να αποτυπώσετε/ψυχογραφήσετε τον Καστελάνη ως έναν σφαιρικό χαρακτήρα. Διαβάζοντας το βιβλίο, τολμώ να πω ότι τον συμπάθησα και μπόρεσα, ως έναν βαθμό, να δικαιολογήσω τις πράξεις του. Μπήκατε καθόλου στον πειρασμό να αλλάξετε λίγο τη ροή των γεγονότων; Να δώσετε άλλες πτυχές στον ήρωά σας;

Τα γεγονότα που περιστρέφονται γύρω από το έγκλημα perseδεν άλλαξαν σχεδόν καθόλου. Μόνο ένα σημείο απαλύνθηκε γιατί ήταν ιδιαζόντως σκληρό. Αυτό που έπλασα εξαρχής ήταν ο χαρακτήρας όλων των ηρώων. Δεν γνωρίζω τις πραγματικές μύχιες σκέψεις κανενός από αυτούς, οπότε έπλασα διαλόγους και κοσμοθεωρίες που εξυπηρετούσαν τα μηνύματα που ήθελα να περάσω για την κοινωνία. Κάποιοι χαρακτήρες είναι πλήρως μυθοπλαστικοί και δημιουργήθηκαν για τον ίδιο λόγο.

  • Βρίσκω τον τίτλο του βιβλίου –αφού φυσικά έφτασα στο τέλος της ανάγνωσης– πέρα από συμβολικό, εξαιρετικά εύστοχο και ταιριαστό. Δεδομένου ότι ο τίτλος είναι πάντοτε σημαντικός, θα ήθελα να μας πείτε δύο λόγια για την έμπνευσή σας αυτή.

Σας ευχαριστώ πολύ. Ο τίτλος ήρθε σχεδόν αμέσως στο μυαλό μου και δεν αμφιταλαντεύτηκα ποτέ να τον αλλάξω, εκτός από τον ίδιο τον αριθμό. Εκεί δεν μπορώ να αποκαλύψω γιατί επελέγη το 17‒θα το δει ο αναγνώστης στο τέλος‒, όσο όμως για τις κλωστές, αυτές συμβολίζουν αρχικά τις κλωστές με τις οποίες ο Καστελάνης έραβε τα παπούτσια στο μαγαζί του, τις χορδές της λύρας που έπαιζε στα πανηγύρια, αλλά κυρίως τα νήματα της μοίρας τα οποία αρχικά αδυνατούσε και στη συνέχεια αρνήθηκε να κόψει.

  • Τώρα που ξεκινήσατε με την πεζογραφία, πιστεύετε είναι κάτι που σας ταιριάζει συγγραφικά;

Πιστεύω ότι αν και δεν ξεκίνησα σε ιδιαίτερα νεαρή ηλικία, είναι ίσως επειδή η συγγραφή με περίμενε να ωριμάσω ως προς αυτήν. Ξέρω όμως ότι το γράψιμο είναι κάτι με γεμίζει και μου δημιουργεί πρωτόγνωρα συναισθήματα. Η θεατρική γραφή, από την άλλη μεριά, είναι κάτι που με γοητεύει αλλά δεν αισθάνομαι έτοιμος να γράψω ένα θεατρικό, γιατί απαιτεί άλλες φόρμες και ένα διαφορετικό ύφος. Ίσως στο μέλλον.

Συνέντευξη του Πάνου Δημάκη στη Συλβάνα Παπαϊωάννου

 

Διαβάστε την κριτική για το βιβλίο του Πάνου Δημάκη «Δεκαεπτά Κλωστές»:

Δεκαεπτά Κλωστές – Πάνος Δημάκης | Βιβλιοκριτική

Leave a Reply