Μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ένας δημοσιογράφος ξυπνάει στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, σε μια ξεχασμένη γωνιά της Παταγονίας (κι εδώ η Παταγονία θυμίζει κυριολεκτικά την άκρη της Γης). Μολονότι πάσχει από μερική αμνησία και είναι ανίκανος να κινηθεί, διαπιστώνει ότι στο διπλανό κρεβάτι κείτεται ένα «καυτό ρεπορτάζ»: Ένας Ινδιάνος, σχεδόν αναλφάβητος, τυφλωμένος από θρησκευτικό φανατισμό, σκοτώνει την οικογένειά του για να την εξαγνίσει, προτού παραδοθεί και ο ίδιος στις φλόγες.
Η ιστορία όμως δεν είναι τόσο απλή. Και μέσα από την καταχνιά του ονείρου και της αγρύπνιας, ξεχύνονται στο νοσοκομειακό δωμάτιο σπαράγματα ιστοριών που μπερδεύουν πρόσωπα, χρόνους και τόπους σαν ένα γιγαντιαίο καταραμένο παζλ: Ινδιάνοι Μαπούτσε, εγκαταλειμμένοι στην τύχη τους από τους ανθρώπους της λευκής φυλής, βασανιστές της στρατιωτικής χούντας, δηλωσίες επαναστάτες, μεγαλοϊδιοκτήτες και μικροκομπιναδόροι, ένοχοι και τιμωροί, κάτω «από έναν ουρανό σκληρό και μαύρο, τρυπημένο απ’ αναρίθμητα παγωμένα αστέρια.
Αρχίζουμε από τα βασικά. Pulp έκδοση αστυνομικού μυθιστορήματος που σε μεταφέρει κάπου πίσω στον χρόνο. Υπέροχο εξώφυλλο -κάπου πήρε το μάτι μου ότι κερδίσανε και βραβείο για τα σχέδιά τους. Σελίδες τέλειες για marginalia σημειώσεις. Στοπ. Αυτό από μόνο του θα έπρεπε ήδη να σας πείσει.
Αλλά, αφού θέλετε να σας περιγράψω και άλλο την αναγνωστική μου εμπειρία, εντάξει τότε. Θα το κάνω.
Ένας δημοσιογράφος, έπειτα από ένα τροχαίο, ξυπνάει στου δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στην κωλοτρυπίδα του κόσμου (καλέ λόγια του ήρωα, μην βιάζεστε να με κρίνετε). Σε μια ξεχασμένη γωνία της Παταγονίας. Στο διπλανό κρεβάτι ένας Ινδιάνος που σκότωσε την οικογένεια του και παραδόθηκε στις φλόγες. Και η ιστορία ξεκινά.
Και αρχίζουν οι διηγήσεις του ινδιάνου. Είναι όντως ο Μάρκες, πολύ καμένος δεν είναι για να είμαστε σίγουροι; Ο Κάτσο πάλι, ποιος είναι; Και τι δουλειά έχει ο γιατρός Γκόμεζ και ο πάτερ Κάρλος;
Λες, ώπα φίλε Αρχεμί, τι γίνεται εδώ; Και νιώθεις, όπως λέει χαρακτηριστικά και ο ήρωας μας, ότι «είναι στιγμές που μου ακούγεται σαν πολλές, μπερδεμένες μεταξύ τους συζητήσεις. Λες και ταξιδεύω σε ένα λεωφορείο γεμάτο κόσμο».
Οι σφετερισμοί ταυτότητας δίνουν και παίρνουν. Τα ψευδώνυμα αλλάζουν με ταχύτητες φωτός. Και θα ρωτήσετε: ποιο είναι το προτελευταίο ψευδώνυμο; Θα πρέπει, κυριολεκτικά, να φτάσετε στην τελευταία σελίδα για να μάθετε.
Γιατί να το διαβάσετε; Γιατί οι λέξεις περιγράφουν με δύο τρόπους. Είτε αυτούσιες καταστάσεις είτε δημιουργώντας μια αίσθηση. Και ο Ραούλ Αρχεμί δημιουργεί μια πνιγηρή κατάσταση. Οι αναφορές στις αλήθειες της Αργεντινής, πλεγμένες με μια καλή διήγηση διχάζουν τον αναγνώστη. Τον ιντριγκάρουν.
Πού θέλεις βρε άνθρωπε να καταλήξεις; Φωνάζεις στο βιβλίο. Μέχρι που φτάνεις στην τελευταία τέλεια και λες, εντάξει respect! (αν στα καπάκια το ξανά ξεκινήσεις, μην θορυβηθείς, συνέβη και στους καλύτερους)
Ένα βιβλίο που χρειάζεται τον χρόνο σου. Ένα βιβλίο που αν του αφιερωθείς απόλυτα, θα έχεις φτάσει στο τέλος του πριν καν το καταλάβεις. Θα σε μπερδέψει. Έχει αυτή την ικανότητα. Θα αρχίσεις να σκέφτεσαι ότι φταίνε τα φάρμακα που παίρνει ο δημοσιογράφος και μας τα λέει μπερδεμένα. Αλλά, σιγά σιγά θα μπαίνεις ολοένα και περισσότερο στο νόημα. Και τότε, μπουμ!
Ποια είναι τα δύο βασικά θετικά του βιβλίου;
Α. Η πολύ καλή μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη. Έχει επιλέξει όλες εκείνες τις λέξεις που θα σε μεταφέρουν στην άκρη της γης, σε έναν άλλο τρόπο ζωής, αλλά δεν θα σε χάσουν στιγμή, δεν θα σου φανού ανοίκεια όλα όσα διαβάζεις.
Β. Είναι ένα βιβλίο που πραγματικά είναι μέχρι το τέλος μέσα στην ιστορία. Κάτι που δεν συμβαίνει συχνά και εμένα προσωπικά με ικανοποιεί. Έχω βαρεθεί τα βιβλία που στο τέλος φλυαρούν, για να καλύψουν κάπως λίγο ακόμα χώρο.
Συλβάνα Παπαϊωάννου
Το βιβλίο κυκλοφορεί από εκδόσεις Carnivora:
https://www.carnivora.gr/shop/p/penltimo-nombre-de-guerra