Είναι μεσημέρι του 1997. Οι αδερφές Μπόουμαν, Λορέλ και Ρόζι πλησιάζουν ένα κοριτσάκι νηπιακής ηλικίας, που απολαμβάνει ανέμελα το παιχνίδι του σε ένα πάρκο. «Σου αρέσουν οι καραμελίτσες;» ρωτά η Λόρελ. «Έχω να σου δώσω αν θέλεις». Η Ρόζι νιώθει το πάνω χείλος της να μυρμηγκιάζει. Δεν λέει όμως τίποτα και περίμενε.
Το κοριτσάκι αναδύεται στη θέση του στο μπροστινό μέρος του αλόγου. Φορά μια κίτρινη μπλούζα με μια μαργαρίτα. Γαλάζιο σορτσάκι. Στα μαλλιά της βρίσκεται τοποθετημένο ένα πιαστράκι ροζ και αστραφτερό. Η Ρόζι απλώνει το χέρι της να το αγγίξει. Είναι πανέμορφο.
Όπως και τα χρυσά μαλλιά του κοριτσιού. Μέσα στις επόμενες ημέρες το σώμα του μικρού κοριτσιού βρέθηκε άψυχο και κατακρεουργημένο. Η ιστορία των Κοριτσιών των λουλουδιών είχε ήδη γραφτεί με αίμα.
Η Λόρελ και η Ρόζι. Τα Κορίτσια των Λουλουδιών. Έτσι τις βάφτισαν οι δημοσιογράφοι. Είπαν πως πήραν το μικρότερο παιδάκι, για να παίξουν. Δεν ήθελαν να του κάνουν κακό. Η μία καταδικάστηκε για φόνο. Η άλλη συνέχισε τη ζωή της με άλλο όνομα. Τώρα, δεκαεννιά χρόνια μετά, ένα άλλο παιδί εξαφανίζεται. Και τα Κορίτσια των Λουλουδιών θα ξαναγίνουν πρωτοσέλιδο.
Κανένας δεν ξέχασε ποτέ την ιστορία τους. Τώρα δε θα μπορέσετε, να την ξεχάσετε ούτε εσείς.
Ένα από τα μεγαλύτερα guilty pleasures που με συντροφεύουν τα τελευταία χρόνια της ζωής μου είναι η πιστή παρακολούθηση true crime σειρών. Όπως υποδηλώνει άλλωστε και το όνομα πρόκειται για σειρές που αναλύουν αληθινά εγκλήματα και εξερευνούν μακάβριες, νοσηρές ή ακόμη και διεστραμμένες υποθέσεις δολοφονιών, ξεδιψώντας έτσι την ανθρώπινη περιέργεια για το σκοτεινό, το διαφορετικό και το απόμακρο.
Διαβάζοντας την περίληψη του βιβλίου δεν μπόρεσα, να μην ανατρέξω ακούσια στις – αν και σπάνιες ιδιαιτέρως συνταρακτικές – υποθέσεις δολοφονιών που έχουν διαπραχθεί από παιδιά, που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια κι έτσι σε συνεργασία με τις εκδόσεις Ψυχογιός ένα αντίτυπο του βιβλίου έφτασε στα χέρια μου. Ένα εφιαλτικό κοινωνικό θρίλερ από την πένα της Alice Clark-Platts, με έντονες σκληρές περιγραφές και αιχμηρά twists που μέσω της ποικιλίας των χαρακτήρων και της παραστατικής αφήγησης θυμίζει έντονα σειρά true crime.
Η επιτυχία του έγκειται στην αποτρόπαια φύση του εγκλήματος. Οι δολοφονίες ανέκαθεν συγκλονίζουν την κοινή γνώμη για ευνόητους λόγους. Το ζήτημα όμως αποκτά διαφορετική υφή και διάσταση όταν ένας από τους εμπλεκόμενους είναι παιδί. Στη δεδομένη περίπτωση θύτες και θύμα βρίσκονται στην φαινομενικά πιο αγνή και τρυφερή ηλικία της ζωής μας, γεγονός που είναι αρκετό ώστε το βιβλίο να αφήσει το στίγμα του στη μνήμη του αναγνώστη.
Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης βρήκα τον εαυτό μου να κυριεύεται από ένα πρωτόγνωρο αίσθημα φόβου και μια αδυναμία να επεξεργαστώ τα δεδομένα της υπόθεσης. Τα ηθικά ζητήματα που διέπουν το βιβλίο είναι πολλαπλά και διχάζουν απόψεις στο χώρο της “δικαιοσύνης” και όχι μόνο.
Το ζήτημα του κατά πόσο θα έπρεπε τα παιδιά να κρίνονται, να δικάζονται και να τιμωρούνται ως ανήλικοι ή ενήλικοι, άσχετα με την βαρύτητα του εγκλήματος που μπορεί να έχουν διαπράξει. Ο προβληματισμός γύρω από τη φύση των ποινών και κατά πόσο αυτές αποσκοπούν πράγματι στο σωφρονισμό του δράστη.
Αλλά και το αιώνιο ερώτημα του κατά πόσο είναι δυνατόν για ένα άτομο που έχει διαπράξει αποτρόπαιες πράξεις να μετανοήσει και να επανενταχθεί στην κοινωνία. Άλλωστε η ίδια η συγγραφέας ως πρώην δικηγόρος ταγμένη στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει εντρυφήσει ιδιαιτέρως σε σχετικά ζητήματα.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο χρονικούς άξονες.
Καθώς οι ιστορίες πλέκονται μεταξύ τους ακολουθούμε την ιστορία του εξαφανισμένου παιδιού στο παρόν, ενώ παράλληλα αντλούμε πληροφορίες για την ιστορία των Κοριτσιών των Λουλουδιών και την αλήθεια πίσω από το έγκλημα που διέπραξαν. Πλησιάζοντας στο τέλος του βιβλίου προσωπικά συνειδητοποίησα ότι η παροντική υπόθεση εξαφάνισης δεν επιτέλεσε κάποιον ουσιαστικό ρόλο στην πλοκή και παραμελήθηκε, διότι στην πραγματικότητα αποτέλεσε απλά μια δίοδο για να γνωρίσουμε την ιστορία των Λορέλ και Ρόζι.
Τέλος η συγγραφέας προσπάθησε να σκιαγραφήσει ένα πολύπλοκο και τραυματικό οικογενειακό υπόβαθρο για να αιτιολογήσει τις πράξεις που ώθησαν δύο νεαρά παιδιά στη δολοφονία ενός ακόμη μικρότερου. Η αρχική της ιδέα φαντάζει άριστα δομημένη και πρωτότυπη όμως δυστυχώς η υλοποίηση υστερεί από το ιδανικό χωρίς αυτό, να σημαίνει, ότι δεν επιτεύχθηκε ένα καλό αποτέλεσμα, το οποίο θα μπορούσε να είχε τελειοποιηθεί αν η συγγραφέας είχε αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην ανάλυση του οικογενειακού τους περιβάλλοντος αντί να αφήσει κενά τα οποία ο αναγνώστης καλείται να συμπληρώσει μόνος του.
Σίγουρα δεν πρόκειται για το καλύτερο κοινωνικό θρίλερ, που έχει περάσει από τα χέρια μου όμως αναμφισβήτητα η υπόθεση αποτελεί μια ιδιαίτερα τολμηρή επιλογή εκ μέρους της συγγραφέως που μου γέννησε έντονα συναισθήματα και προβληματισμούς και θα μείνει στη μνήμη μου για αρκετό καιρό και θα πρότεινα σε όσους είναι «εθισμένοι» στις υποθέσεις δολοφονιών
Ιωάννα Δημητσάνου