«Η επιθυμία όπως δεν την έχουμε ξαναδεί ποτέ», είναι η πρώτη φράση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε παραπάνω, καθώς πρόκειται για ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά βιβλία που έρχονται να μας μιλήσουν για ένα τέτοιο θέμα. Η γυναικεία επιθυμία, παραγκωνισμένη και ταυτόχρονα παρούσα, γίνεται ο κεντρικός άξονας του εγχειρήματος της Taddeo, η οποία έρχεται να μας αφυπνίσει με ένα έργο άκρως φεμινιστικό αλλά και ριζοσπαστικό. Έχουμε την τύχη να διαβάζουμε για την επιθυμία μέσα από την πολλαπλότητά της και να αγγίζουμε ένα ζήτημα που ακόμα θεωρείται ταμπού (γυναικεία σεξουαλικότητα) για την ελληνική κοινωνία. Επιτέλους, η επιθυμία λαμβάνει έμφυλες διαστάσεις στη λογοτεχνία και στο δημόσιο λόγο, θέτοντας πολλά ερωτήματα για τον τρόπο που τόσα χρόνια η γυναικεία πλευρά της είχε αποσιωπηθεί.
Στο βιβλίο «Τρεις γυναίκες» (non–fiction), η Lisa Taddeo χρησιμοποιεί τη δημοσιογραφική της ιδιότητα και τα αντίστοιχα εργαλεία για να κάνει έρευνα επί 8 έτη γύρω από τη γυναικεία επιθυμία. Ταξιδεύει στις ΗΠΑ, συνομιλεί με γυναίκες, εξετάζει αρχειακό υλικό και καταλήγει να επιλέξει 3 γυναίκες ως αφηγήτριες των δικών τους ιστοριών. Ο λόγος που επιλέγει τις συγκεκριμένες 3 γυναίκες έχει να κάνει, όπως μας πληροφορεί η ίδια, με το γεγονός ότι ήταν οι πιο ειλικρινείς απέναντί της και οι ιστορίες τους συνδέονται.
Το βιβλίο ξεκινά με ένα σημείωμα της συγγραφέως και έναν πρόλογο της ιδίας, συνεχίζει με τις μαρτυρίες των τριών γυναικών, και κλείνει με έναν επίλογο από τη συγγραφέα. Το σπουδαίο είναι ότι για πρώτη φορά διαβάζουμε για τη γυναικεία επιθυμία μέσα από την αδιαμεσολάβητη (ως επί το πλείστον) φωνή των γυναικών, χωρίς να έχει επιστημονοποιηθεί ο λόγος τους.
Η αποφυγή του επιστημονισμού και της απόδοσης ψυχαναλυτικών διαστάσεων στην επιθυμία, από την Taddeo, είναι εσκεμμένη. Το κύριο μέλημά της είναι να μιλήσει για την επιθυμία απλά, κατανοητά και σε μία γλώσσα που είναι καθολικά προσβάσιμη σε όλες και όλους. Έτσι, αντί να διαβάζουμε ερμηνείες και θεωρίες γύρω από τη γυναικεία επιθυμία, έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε τις φωνές τριών γυναικών που είναι έτοιμες να μας μεταφέρουν τη δική τους ιστορία.
Οι Τρεις Γυναίκες είναι η Μάγκι, η Λίνα και η Σλόαν. Η Μάγκι (η μοναδική γυναίκα που παρουσιάζεται με τα πραγματικά της στοιχεία στο βιβλίο) είναι μία νεαρή ενήλικας, η οποία παίρνει την μεγάλη απόφαση να μηνήσει τον πρώην καθηγητή της, Άαρον Κανότλ, για βιασμό. Η Λίνα, μία γυναίκα κοντά στην τρίτη δεκαετία της ζωής της, είναι παντρεμένη και παράλληλα διατηρεί εξωσυζική σχέση, καθώς ο άντρας της δεν την αγγίζει πια. Η Σλόαν, μία δυναμική γυναίκα 40 ετών, παντρεμένη με τον Ρίτσαρντ, αφηγείται κυρίως την ερωτική ζωή της εντός γάμου, η οποία περιλαμβάνει και τρίτα άτομα. Όλες τους, μέσα από τις δυσκολίες του παρελθόντος τους και τα ψυχικά τους θραύσματα, διεκδικούν μέσα από την επιθυμία την ορατότητα, την ίδια τους την ύπαρξη, τη ζωή που τους αξίζει.
Κάθε μαρτυρία ψηλαφεί διαφορετικές πτυχές της επιθυμίας. Αναδεικνύεται η ερωτική επιθυμία, η σεξουαλική επιθυμία, η επιθυμία για αποδοχή, για καριέρα, καταξίωση, ορατότητα. Κοινή συνιστώσα των ιστοριών αποτελεί το γεγονός ότι η γυναικεία επιθυμία καταπνίγεται διαρκώς από τους ανδρισμούς ενώ παράλληλα ορίζεται κατ’ αποκλειστικότητα ως καθρέφτισμα της ανδρικής επιθυμίας. Εδώ τίθεται το πρώτο και βασικότερο ερώτημα του κειμένου (μέσα από την ιστορία της Μάγκι): όταν η γυναικεία επιθυμία έχει δημιουργηθεί ως αντανάκλαση της ανδρικής επιθυμίας, πώς μπορούμε να μιλάμε για συναινετική σεξουαλική πράξη;
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που αναδύεται μέσα από τις μαρτυρίες των τριών γυναικών είναι αυτό του στιγματισμού των γυναικών στην καθημερινή ζωή. Η αναφορά εδώ δεν έχει να κάνει μόνο με περιπτώσεις casual σεξισμού, όπου για παράδειγμα μία γυναίκα θεωρείται «ελευθέρων ηθών» επειδή αποφασίζει να φλερτάρει με άνδρες (εντός και εκτός social media). Έχει να κάνει με περιπτώσεις γυναικών που έχουν βιαστεί και δέχονται ένα ανελέητο victim blaming ως «ξελογιάστρες», ανέντιμες, απρεπώς ντυμένες και ως γυναίκες που «τα ‘θελαν και τα ‘παθαν». Οι μαρτυρίες εκφράζουν ένα παράπονο και, συνάμα, ένα δριμύ κατηγορώ για την τάση της κοινωνίας να υπερασπίζεται τους άνδρες, να τους παρουσιάζει από θύτες ως θύματα και να επιρρίπτει την υπαιτιότητα στις γυναίκες.
Το βιβλίο, μέσα από την κεντρική του θεματική που διαπερνά το σύνολο των σελίδων του, θίγει την καταπίεση των γυναικών. Μέσα από την επιθυμία δείχνει ότι οι άνδρες, στις πατριαρχικά δομημένες κοινωνίες, είναι αυτοί που θα έχουν τις επιλογές στις γυναίκες και δεν (χρειάζεται να) εμπλέκονται συναισθηματικά σε σχέσεις. Έτσι, προκύπτει ότι η ανδρική επιθυμία έχει έναν ενεργητικό και ηγετικό ρόλο, αφού εκείνη (προσδι)ορίζει τους όρους των ερωτικών σχέσεων με γυναίκες. Σε αντιδιαστολή, οι γυναίκες είναι κοινωνικά προσδιορισμένες σε μία θέση παθητική, καθώς στον απόηχο της κοινωνικής κατακραυγής και του στιγματισμού τους ως «ελευθέρων ηθών», περιμένουν υπομονετικά τον άνδρα. Έτσι, η γυναικεία επιθυμία ορίζεται με όρους παθητικότητας. Η βασική αυτή διαφορά που παρουσιάζεται στο βιβλίο είναι το τρίτο μείζον θέμα που παρουσιάζει, και δεν είναι άλλο από τις έμφυλες διαστάσεις της επιθυμίας.
Η Chimamanda Ngozi Adichie είχε σημειώσει για τη γυναικεία επιθυμία στο βιβλίο Ας είμαστε όλοι φεμινιστές το εξής: «Μαθαίνουμε στα κορίτσια την ντροπή. Κλείσε τα πόδια σου. Σκεπάσου. Τις κάνουμε να νιώθουν λες και είναι ήδη ένοχες για κάτι επειδή γεννήθηκαν γυναίκες. Και έτσι τα κορίτσια μεγαλώνουν και γίνονται γυναίκες που δεν μπορούν να πουν ότι νιώθουν επιθυμία. Που βουβαίνονται. Που δεν μπορούν να πουν τί πραγματικά σκέφτονται. Που έχουν μετατρέψει την προσποίηση σε τέχνη.».
Μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου «Τρεις Γυναίκες» είναι αδύνατο να μην αισθανθεί κάποια γυναίκα γεμάτη στΟΡΓΗ*. Στοργή για τις γυναίκες που μεταφέρουν την αλήθεια τους, που είναι πληγωμένες, στιγματισμένες και κατακερματισμένες από την πατριαρχία. Οργή για μια ολόκληρη κοινωνία που ακόμη εξυμνεί την ανδρική κυριαρχία εις βάρος των θηλυκοτήτων, που ενισχύει την εξουσία του πατριαρχικού ιδεώδους σκοτώνοντας τη γυναικεία επιθυμία ή, σε πιο ακραίες περιπτώσεις, και τα ίδια τα γυναικεία σώματα. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα που, ένα τόσο πρωτότυπο και σπουδαίο φεμινιστικό βιβλίο, προσκρούει πάνω στους εσωτερικευμένους συντηρητισμούς, μισογυνισμούς και σεξισμούς του αναγνωστικού κοινού, με αποτέλεσμα να έχει προκαλέσει έναν βιβλι(οφαγι)κό διχασμό!
* «Είμαστε γεμάτες στΟΡΓΗ» είναι ένα σύνθημα της φεμινιστικής συλλογικότητας ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ, στις κινηματικές της δράσεις για τη δολοφονία του Ζακ/της Ζάκι το 2019.
Πηνελόπη Αλεξίου