Το έργο του Ρουμάνου Ματέι Βίζνιεκ «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα», αυτή τη σεζόν παρουσιάζεται στο θέατρο Μπέλλος, από την ομάδα The young Quill. Το κείμενο, γραμμένο στις αρχές του 21ου αιώνα, είναι μια επιλογή που συνάδει με το ρεπερτόριο που έχει επιλέξει το θέατρο μετά την επαναλειτουργία του, (ελληνικά και ξένα έργα του 21ου αιώνα).
Ο επαναπατρισμού ενός ζευγαριού μετά τον εμφύλιο, του Βίγκαν και της Γιασμίνσκα, ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας και μας καλεί να τους ακολουθήσουμε στην προσπάθεια ανεύρεσης του γιου τους που πολέμησε στον πόλεμο. Παράλληλα η κόρη τους Ίντα, βρίσκεται μπλεγμένη σε κύκλωμα σωματεμπορίας και στο έλεος των μαστροπών.
Μέσα σε ένα υπερβατικό πλαίσιο όπου όλα είναι στραβά και παραμορφωμένα η προσπάθεια ανασύνταξης, είναι απόλυτα συμβατική και καθημερινή. Ο πόλεμος έχει βγάλει στην επιφάνεια τους καιροσκόπους και τους απατεώνες και έχει θάψει στην γη χιλιάδες ανθρώπους που ξαφνικά δεν τους χωρίζει ό,τι τους χώριζε. Αντιθέτως, στον θάνατο όλα τα σώματα είναι ίδια, χωρίς τις ιδέες τους, χωρίς εθνικότητες.
Η πρόοδος γίνεται μια μαλακή ευμετάβλητη μάζα, σε άλλα στόματα ηχεί φάλτσα, σε άλλα χάνει το βάρος της, σε άλλα ηχεί εκκωφαντικά. Πως μπορεί να οριστεί ανθρωποκεντρικά η πρόοδος, ύστερα από ένα από τα πιο αποκτηνωτικά γεγονότα που στιγματίζουν την ιστορία διαχρονικά.
Σκηνογραφικά η Μυρτώ Σταμπούλου, έκανε ακριβώς αυτό που χρειαζόταν, ένα σκηνικό που ένωνε τα στραβά και ανάποδα για να γίνουν λειτουργικά και αρμονικά. Όλα σοφά στημένα για να κάνουν τις παραφωνίες του έργου οδηγό για τους ελιγμούς των ηθοποιών. Το σπουδαιότερο εύρημα του έργου αξιοποιήθηκε πλήρως και εντέχνως.
Ο συντονισμός στον άψογο ρυθμό της Μαρίνας Χρονοπούλου έγινε με τις κινησιολογικές υποδείξεις της Χρυσηίδας Λιατζιβίρη και της Μέλλως Διανελλάκη. Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση ήταν ένα τέλειο soundtrack που δεν αποσπούσε απ΄την κύρια δράση και έδινε ατμόσφαιρα στις σκηνές.
Το κείμενο είναι εξαιρετικά επίκαιρο, με τόσους πολέμους να μαίνονται στα μήκη και τα πλάτη, αλλά και την ιστορία μας να βρίθει εμφύλιους και παγκόσμιους. Η επιλογή του, αλλά και ο χειρισμός του από την Αικατερίνη Παπαγεωργίου ήταν υποδειγματικοί. Τόσο με τα σκηνικά ευρήματα όσο και με την ανάπτυξη των χαρακτήρων.
Ο Δημήτρης Πετρόπουλος με την Μάνια Παπαδημητρίου, προσπάθησαν να ισορροπήσουν στις σουρεαλιστικές φόρμες και το κατάφεραν με ιδιαίτερη ευκολία. Ο Πετρόπουλος με τον γλυκό και συγκαταβατικό Βίγκαν και η Παπαδημητρίου με την απελπισμένα αισιόδοξη Γιασμίνσκα. Ενώ ταυτόχρονα μπαινόβγαιναν και σε μικρότερους ρόλους και παράλληλες δράσεις, με μαεστρία.
Οι νεότεροι, Αλέξανδρος Βάρθης και Ελίζα Σκολίδη, περιδιάβαιναν μεταξύ των χαρακτήρων που υποδύθηκαν με έδωσαν νέα υπόσταση στο ρήμα «παίζω». Οι μεταμορφώσεις τους, όπως και η συνέπια τους στους ρόλους τους ήταν παροιμιώδεις. Όπως και οι υπόλοιποι που εναλλάσσονταν μέσα σε άλλους μικρότερους ρόλους, έμπαιναν ολοκληρωτικά μέσα σε αυτό που έκαναν και η παρουσία περισσότερων ηθοποιών φαντάζει περιττή.
Ο Τάσος Λέκκας ήταν ένα πραγματικό αερικό επί σκηνής. Αφηγήθηκε την ιστορία χωρίς «φάλτσα», χωρίς επιτηδεύσεις και υπερβολές, αλλά με μεστότητα.
Λένια Παλαιολόγου
https://www.more.com/theater/i-leksi-proodos-sto-stoma-tis-miteras-mou-ixo/