Η αγάπη άργησε μια μέρα – Λιλή Ζωγράφου

Η αγάπη άργησε μια μέρα

Η αγάπη άργησε μια μέρα – Λιλή Ζωγράφου

Το 1994 εκδίδεται το μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου με τίτλο Η αγάπη άργησε μια μέρα, από τις εκδόσεις ΑλεξάνδρειαΤρία χρόνια αργότερα, το εκπληκτικό αυτό έργο γυρίζεται σε τηλεοπτική σειρά, παραγωγής της ΕΡΤ, φτάνοντας έτσι στο ευρύ κοινό. 

Η ιστορία αφορά την οικογένεια Φτενούδου, στην Κρήτη των αρχών του 20ου αιώνα (κυρίως στην αρχή  του βιβλίου). Ο πατέρας-πατριάρχης Μιχαήλος Φτενούδος εξουσιάζει την οικογένεια του με βάση το κοινωνικό δίκαιο της τοπικής κοινωνίας.

Μετά το θάνατό του, η γυναίκα του αναλαμβάνει την οικογένεια όμως σύντομα φεύγει από τη ζωή. Έτσι, η πρωτότοκη κόρη αναλαμβάνει τον ηγετικό ρόλο σύμφωνα με τις διδαχές του πατέρα.

Φτάνοντας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, που αποτελεί την καρδιά της αφήγησης, το μυθιστόρημα ξεκινάει με ένα βασικό ερώτημα. Κατά πόσο τα παλιά ήθη, αξίες και αρχές μπορούν να επιβάλλονται πάνω σε ανθρώπους που επιζητούν την αγάπη και την ευτυχία.

Επίκεντρο αποτελούν οι γυναίκες. Άλλοτε ως θύματα του πατριαρχικού καθεστώτος και της ανδρικής επιβολής επάνω τους. Και άλλοτε ως χειραφετημένα άτομα, που παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους και αντιστέκονται σθεναρά απέναντι σε ό,τι τις καταπιέζει. 

Στο μυθιστόρημα αυτό παρακολουθούμε παράλληλα τις ζωές όλων των ατόμων που αποτελούν μέλη της οικογένειας των Φτενούδων. Με μία μεγαλύτερη έμφαση στις γυναίκες της οικογένειας. Οι αφηγηματικοί χρόνοι ποικίλουν και το βιβλίο ακολουθεί μια κυκλική δομή κατά την οποία αρχίζει και τελειώνει με την ίδια σκηνή.

Η αφήγηση αρχίζει με τη δημιουργία της οικογένειας του Μιχαήλ Φτενούδου και ολοκληρώνεται με το μαζικό θάνατο μελών της οικογένειας στα γεράματά τους. 

Γιατί ένα βιβλίο του 1994, όπως αυτό, μπορεί να είναι επίκαιρο και αξίζει να διαβάζεται σήμερα; 

Το εν λόγω μυθιστόρημα, πέραν της πλούσιας και σοκαριστικής του πλοκής, είναι ενα βιβλίο για τον γυναικείο αγώνα να αποτάξει από τις πλάτες του το βάρος της πατριαρχίας.

Διερευνά τις δυνατότητες αντίστασης και εμπρόθετης δράσης των γυναικών μέσα σε μία κλειστή και εσωστεφή κοινωνία που διέπεται από τους νόμους της τιμής και της ντροπής. Νόμους που συχνά σήμαιναν ακόμη και τη θανάτωση των κοριτσιών/γυναικών από τον άνδρα-σύζυγο ή πατέρα-πατριάρχη, για τον οποίο αποτελούν ιδιοκτησία.

Το βιβλίο όμως προχωρά πιο βαθιά και σκιαγραφεί επισης το γυναικείο εσωτερικευμένο μισογυνισμό, ο οποίος μπορεί να είναι εξίσου επικίνδυνος και να επιφέρει τον ψυχολογικό, κοινωνικό ή/και βιολογικό θάνατο άλλων γυναικών. 

Οι γυναίκες παρουσιάζονται ως φορείς της τιμής μέσω της παρθενικότητάς τους (η οποία επιτρέπεται να καταλυθεί μόνο εντός γάμου). Της ευπρεπούς στάσης/ένδυσης βάσει των τοπικών ηθών. Και της ολοκληρωτικής αφιέρωσής τους στην οικογένεια. Σε περίπτωση που η τιμή αυτή αμαυρωθεί, ο άντρας του σπιτιού είχε δικαίωμα να διασύρει και σκοτώσει τη γυναίκα.

Το εντυπωσιακό στο συγκεκριμένο λογοτέχνημα είναι το γεγονός ότι παρουσιάζει ακόμα και τις ίδιες τις γυναίκες, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αναλαμβάνουν το ρόλο πατριάρχη. Με τον ίδιο ζήλο που θα το έκανε ένας άνδρας. Ένα τέτοιο ανάγνωσμα σήμερα δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με την πράξη αυτή.

Τι επιδίωκαν εκείνες οι γυναίκες;

Να υπερασπιστούν τα ελάχιστα συμφέροντά τους; Να αναλάβουν έναν περισσότερο προνομιούχο και ηγετικό ρόλο στην οικογένεια/τοπική κοινωνία; Ή ο εσωτερικευμένος μισογυνισμός προέκυπτε από την τρομακτική άγνοια της υποβαθμισμένης θέσης τους στον κόσμο; 

Το έργο δίνει την εντύπωση, στην αρχή, πως πρόκειται για μία ιστορία αγάπης. Η συνέχεια του βιβλίου όμως αποδίδει τα πολλαπλά ζητήματα με τα οποία η συγγραφέας επιλέγει να ασχοληθεί. Οι σκληρότατες σκηνές βιασμού, η επίδοξη βιτριολίστρια και κακοποιήτρια αδερφή, η εγκληματική έλλειψη κρατικού και θεϊκού νόμου για να προστατεύσει βαριά κακοποιημένες γυναίκες κτλ.

Είναι μερικά παραδείγματα που αναπαριστούν λογοτεχνικά το παλαιότατο φαινόμενο των γυναικοκτονιών, της γυναικείας κακοποίησης και του συνδρόμου της φιλήσυχης γειτονιάς που δεν ήξερε, δεν είδε, δεν άκουσε.

Η Λιλή Ζωγράφου δεν βάζει τυχαία τις γυναίκες στο επίκεντρο του έργου της. Είναι φανερό πως θέλει να ασκήσει κριτική στους μηχανισμούς που προάγουν τη γυναικεία καταπίεση, την έμφυλη βία και την κοινωνική υποβάθμιση των γυναικών. 

Μπορεί το μυθιστόρημα να αναφέρεται στα κακώς κείμενα της ελληνικής επαρχίας της καρδιάς του 20ου αιώνα, όμως δεν παύει να είναι τρομακτικά επίκαιρο. Ένα τέτοιο βιβλίο, σε αντιπαραβολή με τα όσα εκτυλίσσονται σήμερα ως προς τη θέση και τα δικαιώματα της γυναίκας, εξηγεί ακριβώς γιατί ο φεμινισμός χρειάζεται περισσότερο από ποτέ, 27 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου.

Δεν είναι ενα κλασσικό ενδυναμωτικό εγχειρίδιο για γυναίκες αλλά σίγουρα προσφέρει πολλή τροφή για σκέψη και προβληματισμό. Τέλος, συνίσταται προσοχή στην καταχρηστική χρήση του όρου βιαστής έναντι εραστής σε δύο σημεία του βιβλίου. Κάτι που σήμερα ξενίζει και δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα σε σχέση με τη βαρύνουσα σημασία του όρου.  

 

Πηνελόπη Αλεξίου