Η Χρίστινα Χανιώτου είδε την παράσταση Οδυσσέας (διαβάστε την κριτική εδώ) και συνομίλησε με τον σκηνοθέτη. Ο Λύσανδρος Σπετσιέρης μίλησε για το προσωπικό του βίωμα που ενέπνευσε το έργο και για την καλλιτεχνική διαδικασία που ακολούθησε με την ομάδα του. Μέσα από το θέατρο, ο Σπετσιέρης επιχειρεί να γεφυρώσει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, επιλέγοντας να δείξει τη ρευστότητα της μνήμης.
Πρώτα απ’ όλα θέλω να σας δώσω συγχαρητήρια για την εξαιρετική παράσταση, η οποία ακόμα και μετά από μέρες μας προκαλεί ακόμα συγκίνηση. Ποιο ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία αυτού του έργου;
Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ και εκ μέρους όλων των συνεργατών. Όταν ένα έργο έχει τη δύναμη να παραμείνει έστω και για κάποιες μέρες στη μνήμη του θεατή, σημαίνει πως κάτι έχει επιτύχει. Πως βρήκε αποδέκτη και παραμένει για λίγο ακόμα ζωντανό πέρα από τα όρια της θεατρικής σκηνής. Τώρα, όσον αφορά το έναυσμα, θα χρειαστεί να πω πως ήταν η προσωπική επαφή μου με τον φαντασιακό κόσμο ενός ανοϊκού ατόμου. Όλα ξεκίνησαν από τον τρόπο που διαχειριζόταν και αναδημιουργούσε την πραγματικότητά του ο πατέρας μου. Ήταν μία καθημερινή τριβή με την ομορφιά και την τραγικότητα του παράλογου.
Η παράσταση συνδυάζει στοιχεία πραγματικότητας και ψευδαισθήσεων. Πώς επιλέξατε να αποδώσετε αυτή τη λεπτή ισορροπία στη σκηνή; Τι ήταν το πιο δύσκολο μέρος της διαδικασίας;
H παράσταση είναι ένα ταξίδι στον υποσυνείδητο κόσμο. Επιλέγει να τονίσει τη ρευστότητα της πραγματικότητας και χρησιμοποιεί την ασθένεια μόνο ως αφορμή. Η σύγχυση εδώ είναι αποτέλεσμα της επιθυμίας. Βλέπω αυτό που επιθυμώ να δω και κρύβω αυτό που δεν επιθυμώ να ακούσω. Έτσι ακριβώς όπως λειτουργεί η ψευδαίσθηση. Φανταστείτε το κουτί ενός ταχυδακτυλουργού με το οποίο έχει τη δυνατότητα να εξαφανίζει, να εμφανίζει, να εξαπατά δηλαδή με κάθε τρόπο την τακτοποιημένη λογική μας. Αυτός είναι και ο κόσμος των τριών ηρώων του έργου, ένα κουτί μνήμης, επιθυμιών και ψευδαισθήσεων. Ένα κουτί εξαπάτησης.
Δύσκολες στιγμές σίγουρα υπήρξαν πολλές έως την ολοκλήρωση της κατασκευής. Όταν λείπουν είτε η απαραίτητη θεσμική φροντίδα, είτε η ιδιωτική οικονομική διαμεσολάβηση, τότε δυσκολεύουν κατά πολύ οι συνθήκες δημιουργίας του καλλιτεχνικού έργου. Ένας καλλιτέχνης είναι απολύτως μόνος του σε ένα ωκεανό με απρόβλεπτο καιρό και πολλές φορές χωρίς καν σχεδία – απλά κολυμπάει. Η μεγαλύτερη λοιπόν δυσκολία ήταν να αποφύγουμε τις εκπτώσεις, πράγμα που το πετύχαμε σε μεγάλο βαθμό.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του ηλικιωμένου ήρωα είναι ιδιαίτερα απαιτητικός, καθώς εναλλάσσεται ανάμεσα σε έντονες συναισθηματικές καταστάσεις. Πείτε μας λίγα περισσότερα για τη συνεργασία σας με τον Τάσο Παλαντζίδη.
Ο Τάσος Παλαντζίδης είναι ο τύπος του ανθρώπου και ηθοποιού που επιθυμώ να συνεργάζομαι και ελπίζω να ξανασυνεργαστώ. Η σωματικότητα, η εργατικότητα και η αντίληψη του, φέρουν την ποιητική πλευρά της τέχνης του θεάτρου. Χωρίς εντυπωσιασμούς και τεχνοκρατισμούς. Ένας ηθοποιός τεχνίτης που φροντίζει την παράσταση και αγαπά να υπάρχει και να εξελίσσεται στη σκηνή.
Μου άρεσε πολύ που είδα μια διαφορετική οπτική, όσον αφορά τους φροντιστές των ανιακών ατόμων, που συνήθως τους αντιμετωπίζουμε με καχυποψία. Εδώ υπήρξε μια έμμεση αποκατάσταση της άποψης αυτής ή ήταν η ιδέα μου;
Αν αποκαθίσταται αυτή η άποψη είναι πραγματικά χαρά μου. Αλλά όχι δεν υπήρξε η πρόθεση της καθοδήγησης προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Ίσως, η παράσταση να κοιτάει τον φροντιστή περισσότερο ως ένα άνθρωπο που γίνεται μέρος μίας οικογένειας, αλλά θα παραμένει πάντα ένας επαγγελματίας. Για τον κ. Φώτη, τον κεντρικό ήρωα της παράστασης, η φροντίστρια έχει τον ρόλο της performer. Μίας γυναίκας που εναλλάσσει ρόλους και συμμετέχει στο φαντασιακό αυτό ταξίδι χωρίς τον φόβο της απώλειας, όπως αντίθετα ο Τηλέμαχος που χάνει σταδιακά (ή για ακόμα μία φορά) το πατρικό του πρότυπο.
Πιστεύετε πως ο άνθρωπος καταφέρνει να φτάσει στον προορισμό του ταξιδιού του ακόμα και αν το τέλος του επιφυλάσσει μια ασθένεια που σβήνει τη μνήμη;
Σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι, όπως πολύ σωστά μας επεσήμανε ο Καβάφης. Πιστεύω πως ο άνθρωπος έχει πάντα τον τρόπο, βαθιά μέσα του, να φαντασιώνεται καινούργια ταξίδια.