«Ήρθα στην Κομάλα γιατί μου είπαν πως εδώ ζούσε ο πατέρας μου, κάποιος Πέδρο Πάραμο. Μου το ‘πε η μητέρα μου. Κι εγώ της υποσχέθηκα πως θα ερχόμουν να τον βρω μόλις θα πέθαινε. Της έσφιξα τα χέρια, σημάδι ότι θα το έκανα, γιατί εκείνη βάδιζε τότε προς το θάνατο κι εγώ ήμουν πρόθυμος να της υποσχεθώ τα πάντα…»
Αυτές είναι οι πρώτες σειρές του αριστουργήματος του Χ. Ρούλφο «Πέδρο Πάραμο», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1955 και θεωρείται ένα από τα πιο επιδραστικά έργα της σύγχρονης λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας και προπομπός του μαγικού ρεαλισμού. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το ότι η ανάγνωση του ενέπνευσε τον Μάρκες για τη συγγραφή του «Εκατό Χρόνια Μοναξιά».
Στο μυθιστόρημα του Χ. Ρούλφο παρακολουθούμε τον Χουάν Πρεσιάδο καθώς ταξιδεύει στην Κομάλα για να συναντήσει τον πατέρα του, Πέδρο Πάραμο και να πάρει εκδίκηση για τα δεινά που υπέστη εξαιτίας του η μητέρα του. Όταν, όμως, φτάνει εκεί, ο πατέρας του είναι ήδη νεκρός και η Κομάλα ένας τόπος ερειπωμένος και στοιχειωμένος, όπου οι ψυχές των νεκρών περιπλανιούνται χωρίς ειρήνη, κουβαλώντας τις ενοχές και τις μνήμες τους στη μεταθανάτια ζωή.
Έτσι, η Κομάλα αναδεικνύεται σε έναν τόπο που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Είναι αδύνατο να καθοριστεί απόλυτα η διαχωριστική γραμμή μεταξύ νεκρών και ζωντανών και σε αυτό συμβάλλει η απουσία χρόνου: τα πάντα συμβαίνουν ταυτόχρονα σε ένα άχρονο παρόν, όπου ενυπάρχει και το παρελθόν – όχι, όμως, το μέλλον, γιατί μέλλον στην Κομάλα δεν υπάρχει. Ολόκληρο το χωριό έσβησε όταν έσβησε και ο Πέδρο Πάραμο, ο πλούσιος γαιοκτήμονας που ασκόυσε τυραννικά απόλυτη εξουσία στην περιοχή.
Ο Πάραμο λειτουργεί στο κείμενο ως σύμβολο της διαφθοράς, της βίας και, εντέλει, της παρακμής μιας ολόκληρης κοινωνίας. Είναι ένα είδωλο που καταρρέει, καθώς η απόλυτη εξουσία του τελικά τον απομονώνει και τον αφήνει κενό από συναισθήματα και σκοπό. Ο Ρούλφο δημιουργεί έναν ήρωα που ενσαρκώνει την καταπίεση και την ανισότητα της εποχής, αναδεικνύοντας παράλληλα την ψυχολογική και υπαρξιακή πάλη που βιώνει καθόλη τη διάρκεια της ζωής του.
Στο οδοιπορικό του Χουάν Πρεσιάδο προς την πατρική γη, στην προσωπική του κατάβαση στον Άδη το πραγματικό μπλέκεται με το φανταστικό και αυτό ενισχύει την αίσθηση του αναγνώστη ότι οι κανόνες της ζωής και του θανάτου έχουν καταργηθεί. Αυτή η κατάργηση των κανόνων δεν μένει μόνο στο επίπεδο του περιεχομένου, αλλά αφορά και στην αφήγηση, στον τρόπο με τον οποίο ο Ρούλφο επιλέγει να διηγηθεί την ιστορία. Η αφήγηση είναι πειραματική και δεν ακολουθεί την κλασική, γραμμική πορεία, αλλά είναι γεμάτη αναχρονίες, που μεταφέρουν τον αναγνώστη από το παρόν στο παρελθόν και από τη ζωή στον θάνατο. Η αφήγηση κινείται από μπρος προς τα πίσω και ο αναγνώστης καλείται να ξετυλίξει μαζί με τον Χουάν Πρεσιάδο το κουβάρι της ιστορίας για να φτάσει στην αρχή, που παράλληλα αποτελεί και το τέλος της.
Το μυθιστόρημα παρά την πολυφωνικότητά του μοιάζει να είναι φτιαγμένο σιωπές, από βουβές φωνές ή καλύτερα από «μουρμουρητά», όπως ήταν και ο αρχικός τίτλος που του είχε δώσει ο Χ. Ρούλφο. Ο τελικός τίτλος «Πέδρο Παραμο» έχει οδηγήσει πολλούς αναγνώστες και κριτικούς στο συμπέρασμα πως ο ομώνυμος ήρωας είναι και ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, με τη ζωή του να αποτελεί το κεντρικό θέμα. Ωστόσο, ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι το χωρίο, του οποίου η μοίρα, βέβαια, είναι άρρηκτα δεμένη με αυτή του γαιοκτήμονα. Η Κομάλα, έξω από τα στενά όρια του χώρου και του χρόνου, γίνεται μια επικράτεια θανάτου, ένας τόπος συμβολικός όπου αποτυπώνεται η φθορά, η απληστία, και η ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης.
Ο Χ. Ρούλφο δημιουργεί ένα πολυεπίπεδο έργο, γεμάτο με φιλοσοφικές και κοινωνικές αναζητήσεις πάνω στη ζωή και τον θάνατο, την εξουσία και την καταπίεση και κατορθώνει, σύμφωνα με τον Κ. Φουέντες να γράψει ένα αρχετυπικό μεξικάνικο μυθιστόρημα, όπου συνοψίζεται το φάσμα της χώρας: «ένα μουρμουρητό από σκόνη από την άλλη όχθη του ποταμού του θανάτου»
https://www.patakis.gr/product/504717/vivlia-logotexnia-pagkosmia-logotexnia/Pedro-Paramo/