Beetlejuice Beetlejuice | Κριτική Ταινίας

Beetlejuice Beetlejuice

Λίγο πριν εκπνεύσει η δεκαετία του ’80, κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Tim Burton. Σημείωσε εισπρακτική επιτυχία. Ήταν το πέρασμα του χρόνου που την έκανε να έχει τη θέση που απολαμβάνει σήμερα η ταινία στην ιστορία της ποπ κουλτούρας και στις καρδίες όλων όσοι μεγάλωσαν τη δεκαετία του ’90. Τριάντα έξι χρόνια μετά, οι θεατές θα έχουν την τύχη να επιστρέψουν στους γνώριμους δρόμους του Winter River και να πουν Beetlejuice Beetlejuice (⭐⭐⭐). (η τρίτη φορά απαγορεύεται, το γιατί το ξέρετε)

Όταν ο πατήρ φαμίλιας της οικογένειας Deetz πεθαίνει (ο Jeffrey Jones ο οποίος έπαιζε τον Charles, ήταν αδύνατον να γυρίσει μετά τα γεγονότα του 2002), τρεις γενιές των Deetz συγκεντρώνονται πίσω στο Winter River για την κηδεία του. Το Στοιχειωμένο Σπίτι που ήταν το εφαλτήριο για τη μετέπειτα καριέρα της Lydia (Winona Ryder) γίνεται για ακόμα φορά ο καταλύτης στις μεταξύ τους σχέσεις των μελών της οικογένειας. Κυρίως αυτής της Lydia με την κόρη της Astrid (Jenna Ortega). Ο Σκαθαροζούμης (Michael Keaton) θα προσπαθήσει να επωφεληθεί της κατάστασης αλλά ο ίδιος έχει να αντιμετωπίσει τα δικά του επικίνδυνα θέματα.

Ο Burton απαλλαγμένος από την αποπνικτική σκιά της Disney, επιστρέφει στον πρότερο ”πειραγμένο” εαυτό του, που μας έκανε να τον αγαπήσουμε και να λατρέψουμε τον κόσμο του.

Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, παρά τέσσερα χρόνια, προσπαθεί να ξεθάψει έναν θρυλικό χαρακτήρα του και να του δώσει ακόμα μια ιστορία. Στην γενική εικόνα καταφέρνει και ανταπεξέρχεται στις προσδοκίες αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κάποια θέματα που θολώνουν αυτή την επιστροφή. Ο κυριότερος όλων είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας του Σκαθαροζούμη. Αρκετά σκονισμένος, απολειφάδι της ίδιας του της υστεροφημίας ο Σκαθαροζούμης μοιάζει σαν το αναγκαίο κακό στην ταινία, που δεν μπόρεσαν να παραμερίσουν. Αντιμετωπίζεται περισσότερο ως παρένθεση παρά το μεγάλο όνομα στην μαρκίζα της ταινίας. Κάποια λίγα αστεία μιας άλλης εποχής κάπως καλλωπισμένα και μια υπό ιστορία που την ξεχνάς στο επόμενο καρέ.

Σε αντίθεση με τη μη αξιοποίηση του καλτ Σκαθαροζούμη, έρχονται όλοι οι άλλοι χαρακτήρες. Από την Lydia, την νέα Astrid μέχρι και την Delia (Catherine O’ Hara), οι χαρακτήες τους αναβαθμίζονται και κουβαλούν στις πλάτες τους όλη την ταινία. Μια ταινία που ανακατεύει την συνταγή, δίνει μεγάλες δόσεις νοσταλγίας αλλά δεν εγκλωβίζεται σε αυτές και επισκέπτεται με άλλον τρόπο μονοπάτια που έχουμε δει ήδη την πρώτη φορά. Οι ποπ αναφορές είναι εκεί, το μαύρο χιούμορ λειτουργεί και τα μουσικά νούμερα αξίζουν. Πρόκειται για μια επανεκτέλεση που δεν πληγώνει το μύθο αλλά δεν μοιάζει να φτάνει στα επίπεδα του Hocus Pocus 2.

Άξιζε η επιστροφή στο Winter River, τριάντα χρόνια μετά και ενώ τα παιδιά του τότε είναι γονείς μιας άλλης, τελείως διαφορετικής γενιάς;

Αυτό δύσκολα μπορεί να απαντηθεί, ειδικά αν έχεις μεγαλώσει με την κληρονομία της πρώτης ταινίας στην ποπ κουλτούρα και αγαπήσει τον κινηματογράφο μέσα από τα μάτια του Burton. Η ταινία μοιάζει σαν το τελευταίο μαγικό ενός κάποτε μεγάλου μάγου. Ψήγματα της μαγείας είναι εκεί, αρκετά για να θαμπώσουν τους ενήλικες που κρύβουν ακόμα ένα μικρό παιδί μέσα τους που τρόμαξε με την πρώτη ταινία αλλά παραμένουν απομεινάρια μιας ψευδαίσθησης που όλο και πιο γρήγορα εξατμίζεται από την πίεση της πραγματικότητας.

Ή και πάλι αρκεί να πούμε τρεις φορές το όνομα-που-δεν-λέγεται και η περιπέτεια θα συνεχιστεί.

Χρήστος Βασιλακόπουλος